Που οδηγεί την Ελλάδα η εξάρτηση των εγχώριων ελίτ από τις ΗΠΑ
26/02/2020Πώς κατέρρευσε η χούντα των συνταγματαρχών, αυτή που νοσταλγούν διάφοροι ακροδεξιοί από τη Χρυσή Αυγή έως και κάποια στελέχη της ΝΔ; Κατέρρευσε όταν πέρα από την καταπίεση, τα βασανιστήρια, τη λεηλασία του δημοσίου πλούτου, το λούμπεν και την ανοησία των στελεχών της, πρόδωσε υποκειμενικά και αντικειμενικά τον κυπριακό Ελληνισμό. Τον πρόδωσε, προκειμένου να ικανοποιήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ, από τις οποίες η ίδια η χούντα ήταν απολύτως εξαρτημένη.
Ήταν η ίδια η χούντα που έστρωσε τον δρόμο στον “Αττίλα” και έπειτα αρνήθηκε να υπερασπιστεί την Κύπρο. Μετά τη χούντα, ο “εθνάρχης” Καραμανλής και ο “γεφυροποιός” Αβέρωφ έμειναν άπραγοι ενώπιον του “Αττίλα ΙΙ”, με αποτέλεσμα την ολοκλήρωση των συνεπειών της προδοσίας. Μαζί με τη χούντα κατέρρευσε –όπως αποδείχτηκε δυστυχώς πρόσκαιρα– και το ιδεολόγημα της εθνικοφροσύνης, δηλαδή ο ραγιαδισμός του κράτους της Δεξιάς.
Ενός ραγιαδισμού, που έγλυφε τις μπότες πρώτα της Αγγλίας και μετά των ΗΠΑ, την ίδια στιγμή που καταδίωκε τους δημοκράτες και τους αριστερούς, στο όνομα της υπεράσπισης του έθνους. Η έννοια του έθνους και της υπεράσπισής του, βεβαίως, έχει σε όλον τον κόσμο, μια ειδική, ιδιοτελή ερμηνεία από τις καπιταλιστικές ελίτ: τα συμφέροντά των ελίτ ή της ολιγαρχίας είναι και τα “εθνικά συμφέροντα” εν τέλει, όπως κατεξοχήν αποδεικνύεται στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, για παράδειγμα τις ΗΠΑ.
Σε κράτη, ωστόσο, με ειδικές σχέσεις εξάρτησης, λόγω μιας σειράς παραγόντων, οι εν λόγω ελίτ βρίσκονται στη θέση τους και επιβιώνουν χάρη στην ξένη πατρωνία. Ως εκ τούτου, πέραν πάσης αμφιβολίας, οι ιδιοτελείς επιδιώξεις των ολιγαρχικών ελίτ έχουν ως θεμέλιο λίθο την πλήρη προσχώρηση του εθνικού σε ένα άλλο, σε ένα ξένο “εθνικό”. Αυτή είναι η ελληνική περίπτωση.
Υπέρ του επιτιθέμενου στην Συρία!
Αυτά τα 46 χρόνια και ιδίως τα τελευταία 25 περίπου, έχουν μεσολαβήσει αρκετά επικοινωνιακά “ρετούς”, προκειμένου η εξάρτηση από τις ΗΠΑ –στην πορεία και από τη Γερμανία– να αποκατασταθεί ολότελα και να ενδυθεί το μανδύα του “αυτονόητου”, του “εκσυγχρονισμού”, του “εθνικώς ωφέλιμου”, του “προοδευτικού” ακόμα. Δυστυχώς, όλα αυτά με τη συνδρομή και μέρους μιας ορισμένης “Αριστεράς”. Η ιστορία, όμως, δεν κάνει χατίρια σε όσους επιλέγουν να την διαβάζουν στρεβλά.
Στην εποχή της πλήρους επανάκαμψης του ιμπεριαλισμού και ενός νέου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου κατ’ αρχάς δια αντιπροσώπων και σε αργή κίνηση, η νέα εθνικοφροσύνη και ο νέος ραγιαδισμός οδηγούν την Ελλάδα σε τυχοδιωκτικές επιλογές, σε διεθνή απομόνωση και σε εσωτερική παρακμή. Όχι, όμως, μόνο σ’ αυτά, αλλά και στην υποστήριξη των συμφερόντων εκείνης ακριβώς της αναθεωρητικής δύναμης που εποφθαλμιά τα ελληνικά δικαιώματα και μέρος της επικράτειας (Τουρκία), στο όνομα και για χάρη των ΗΠΑ.
Εν προκειμένω, η Συρία δια της κυβέρνησης και του στρατού της αμύνεται του πάτριου εδάφους της σε απόλυτη συμφωνία με το διεθνές δίκαιο. Αυτός και μόνο είναι λόγος για τον οποίο θα έπρεπε η Ελλάδα ούτως ή άλλως να τάσσεται με αυτήν την πλευρά. Παρ’ όλα αυτά και ενώ η Τουρκία κάνει παράνομη εισβολή και κατοχή, συνοδευόμενη από εθνοκάθαρση, η ελληνική κυβέρνηση τόσο στην ΕΕ όσο και στο ΝΑΤΟ καταδικάζει τον αμυνόμενο, την Συρία! Επομένως, σαφώς δικαιώνει τον επιτιθέμενο, την Τουρκία.
Πρόκειται για συνέχιση της πολιτικής, η οποία αναγνώρισε ως νομίμους εκπροσώπους του λαού της Συρίας τους μισθοφόρους των ΗΠΑ, των συμμάχων τους σε Δύση και Ανατολή και φυσικά, κατεξοχήν πια, της Τουρκίας. Ακόμα, όμως, κι αν το διεθνές δίκαιο αποτελεί πια “ψιλά γράμματα” για τις κυβερνήσεις της Ελλάδας, η ήττα του τουρκικού αναθεωρητισμού αποτελεί αναντίρρητα, όρο για τη μη περαιτέρω διολίσθηση της ευρύτερης περιοχής μας στον πόλεμο, αλλά και για την ασφάλεια της πατρίδας μας.
Υπεράνω όλων τα συμφέροντα των ΗΠΑ
Συνεπώς, μια οποιαδήποτε αξιοπρεπής κυβέρνηση, όχι αντί-ιμπεριαλιστική απαραιτήτως αλλά έστω αστική-συντηρητική κυβέρνηση, με αντίληψη περί εθνικής ασφάλειας, θα αποκαθιστούσε, ακόμα και με καθυστέρηση, διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση της Συρίας. Κατ’ ελάχιστον θα μπλόκαρε οποιαδήποτε απόφαση τυχόν θα δικαίωνε, άμεσα ή έμμεσα, την τουρκική εισβολή.
Επίσης, τουλάχιστον θα έδειχνε έμπρακτα τη δυσαρέσκειά της προς τις ΗΠΑ, ενώ θα αποκαθιστούσε σχέσεις φιλίας και συντονισμού με τη Ρωσία εν γένει και ιδίως πάνω σε κομβικά ζητήματα, όπως αυτό της Συρίας. Αντί αυτών των πολύ προφανών κινήσεων, η κυβέρνηση, “το κάνει όπως η χούντα”. Θέτει τα συμφέροντα των ΗΠΑ και εν προκειμένω και της Τουρκίας, πάνω από το εθνικό καλό της Ελλάδας, πάνω από το διεθνές δίκαιο, πάνω από την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή. Αλλά η κυβέρνηση δεν είναι μόνη. Ίσως όχι με την ίδια ένταση, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την ίδια πολιτική, παρότι βρίσκεται στην αντιπολίτευση.
Όταν η κυβέρνησή σου έχει προσχωρήσει στην “εθνικοφροσύνη” που διαχρονικά ευθύνεται για τις μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές και όταν στη Βουλή δεν υπάρχει κανένα ισχυρό κόμμα που να προτάσσει άλλο δρόμο, οι προειδοποιήσεις περί σθεναρής αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας ακούγονται κούφιες. Μοιάζουν περισσότερο, με εναγώνια σαλπίσματα υποχώρησης, όχι μόνο προς τα μέσα, αλλά και προς τα έξω.