Προς εθνικό αδιέξοδο οδεύει η Ελλάδα λόγω παράνομης μετανάστευσης
30/09/2019Η Ελλάδα, με πενιχρή στήριξη από τους εταίρους στην ΕΕ και υπό την πίεση της Τουρκίας, οδεύει προς ιστορικό εθνικό αδιέξοδο στο μεταναστευτικό, αν και η κυβέρνηση πράττει τα μέγιστα (ή σχεδόν τα μέγιστα, καθώς δεν λαμβάνονται ακόμη περιοριστικά διοικητικά μέτρα αυστηρού χαρακτήρα) για την αντιμετώπιση της κρίσης. Οι επαφές του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη και του -φιλότιμου- αναπληρωτή υπουργού Προστασίας του Πολίτη Γ. Κουμουτσάκου, στη Νέα Υόρκη, με ξένους αξιωματούχους πραγματοποιήθηκαν στο ορθό πλαίσιο, αλλά το μέγεθος και η οξύτητα του προβλήματος δεν επιτρέπουν την παραμικρή αισιοδοξία.
Ακόμα κι αν είχε πραγματοποιηθεί η προαναγγελθείσα συνάντηση με τον πρόεδρο Τραμπ, ο Πρωθυπουργός δεν θα ήταν δυνατόν να μπει σε λεπτομέρειες. Κάτι ουσιαστικό ίσως προκύψει κατά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Πομπέο, στις αρχές Οκτωβρίου, στην Αθήνα. Πάντως, ήδη οι ΗΠΑ συνδράμουν έμμεσα την Ελλάδα, καθώς η επιχείρηση επιτήρησης του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, από την άνοιξη του 2016 με τη ναυτική δύναμη SNMG-2, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, χωρίς τη δική τους έγκριση και παρέμβαση προς την Τουρκία που έθετε βέτο.
Από εκεί και πέρα, η Ουάσιγκτον ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διάσταση ασφάλειας και αντιτρομοκρατίας με έλεγχο των ελληνικών συνόρων που αποτελούν είσοδο για όλη την ΕΕ, από την οποία μπορεί να γίνει αεροπορική μετάβαση στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό και οι σχετικές αμερικανικές επαφές με την ΕΕ αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών σε επιχειρησιακό επίπεδο, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις καθαυτές αυξημένες μεταναστευτικές ροές.
Επίσης, από τη στιγμή που η Άγκυρα, εκβιαστικά, συνδέει τον έλεγχο των ροών με τη χρηματοδοτική βοήθεια από την ΕΕ, η αμερικανική πλευρά δεν έχει συμφέρον να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τη διμερή ατζέντα της με την Τουρκία. Παράλληλα, μένει να αποδειχθεί εάν θα προκύψει πρόοδος στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού από την πρώτη αναγνωριστική συνάντηση του Κυρ. Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ.Ερντογάν.
Η Αθήνα δεν έχει ψευδαισθήσεις ότι η Άγκυρα θα μεταβάλει την πολιτική των διαρκώς αυξανόμενων ροών μέχρι να επιτύχει νέα συμφωνία με την ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάστημα 12 Αυγούστου-15 Σεπτεμβρίου καταγράφηκαν στα νησιά του Αιγαίου, συνολικά, 11.550 παράνομες είσοδοι. Οι εβδομαδιαίες αφίξεις κυμαίνονται, κατά μέσο όρο, γύρω στις 2.300, δηλαδή ακριβώς στα επίπεδα λίγες μέρες πριν από την Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας του Μαρτίου 2016, ο οποία προβλέπει έλεγχο ροών και επιστροφές-επανεισδοχές παράνομων με αντάλλαγμα χρηματοδότηση και απελευθέρωση του καθεστώτος βίζας για τους Τούρκους που ταξιδεύουν στην ΕΕ.
Τους ξαναστέλνουν στην Ελλάδα
Εξίσου χαρακτηριστικό της στάσης της Άγκυρας είναι ότι οι επανεισδοχές από την Ελλάδα προς την Τουρκία από τις 9 ως τις 15 Σεπτεμβρίου ήταν μόλις τρία άτομα! Σχεδόν όλοι οι παράνομα εισερχόμενοι, όπως και όσοι έχουν αφιχθεί από το 2016 και όσοι ακολουθήσουν, θα παραμείνουν στην Ελλάδα, αφού τα σύνορα των κρατών στη διαδρομή προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη είναι σφραγισμένα. Η χώρα μας δεν μπορεί να διαχειριστεί τόσο μεγάλους αριθμούς και οδηγείται ταχέως προς εθνικό αδιέξοδο. Μόνον περίπου 500 άτομα την εβδομάδα διαφεύγουν προς τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά οι περισσότεροι εντοπίζονται και επαναπροωθούνται στην Ελλάδα.
Ο Ερντογάν κατηγορεί την ΕΕ για μη υλοποίηση των συμφωνηθέντων το 2016. Στην πραγματικότητα, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να πράξει ελάχιστα γι’ αυτό στο μέτωπο της ΕΕ. Αν και οι χρηματοδοτήσεις προς την Τουρκία λήγουν στα τέλη του έτους, η Κομισιόν και η φιλανδική προεδρία προγραμμάτισαν την πρώτη σημαντική συνεδρίαση για συνέχιση ή μη του οικονομικού προγράμματος για τους πρόσφυγες σχεδόν την τελευταία στιγμή, στις 22 Νοεμβρίου. Αν και όλα τα μέλη της ΕΕ επιθυμούν τη διατήρηση της επικοινωνίας με την Άγκυρα, δεν έχουν καμιά διάθεση να προσφέρουν μεγαλύτερα κονδύλια, με αποτέλεσμα το ελληνικό αδιέξοδο να παρατείνεται.
Οι επαφές του Γ. Κουμουτσάκου με αξιωματούχους από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και το Ιράκ είναι καταρχήν χρήσιμες, χωρίς όμως πολλές προσδοκίες. Η Αθήνα ζητεί από τις τρεις χώρες συμμόρφωση προς τις συμφωνίες επιστροφής των πολιτών τους, αλλά στην πραγματικότητα καμία τους δεν ενδιαφέρεται. Κι αν ακόμα το επιθυμούσαν, το προσωπικό των πρεσβειών τους δεν επαρκεί και ούτε έχει διάθεση και δυνατότητες αντιπαράθεσης με τα μαφιόζικα κυκλώματα των διακινητών.