Προτεραιότητα ο “εσωτερικός εχθρός” όχι η Τουρκία – Οι ρίζες του πνεύματος της υποταγής
15/07/2020Η ραγδαία εξάπλωση της τουρκικής παρουσίας (στρατιωτικής στην πιο εμφανή της εκδοχή, οικονομικής και πολιτικής στην αφανή της όψη) στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Aνατολικής και πλέον κεντρικής Μεσογείου, τους τελευταίους ειδικά μήνες, δεν θα έπρεπε να δημιουργεί αντιδράσεις φόβου και πανικού στην ελληνική πλευρά. Ως προς την τελευταία διαπίστωση σπεύδω να προλάβω τυχόν αντιδράσεις:
Η ευθέως ανάλογη με τα τουρκικά εγχειρήματα πύκνωση των αναφορών για «έντιμο συμβιβασμό» με την γειτονική χώρα από την ελληνική πλευρά -χωρίς όρους, χωρίς όρια, χωρίς θέσεις, χωρίς ώριμες σκέψεις, υπολογισμούς και εκτιμήσεις ως προς τι και μέχρι πού θα διαπραγματευθεί η τελευταία- δεν εξηγούνται παρά μόνο όταν εξετάζονται πάνω σε υπόστρωμα φόβου και πανικού.
Για αυτό το λόγο και οι σχετικές αναφορές είναι αόριστες, αποφεύγοντας επιμελώς να δεσμευτούν σε οτιδήποτε συγκεκριμένο. Και όμως… Η εξάπλωση της τουρκικής παρουσίας προς κάθε σημείο του ορίζοντα κατακερματίζει την τουρκική στρατιωτική ισχύ, πολλαπλασιάζει το κόστος (υλικό προς το παρόν, ίσως ανθρώπινο στην προοπτική της επιθετικής πολιτικής), εξασθενεί το στρατιωτικό της επιχείρημα και προαναγγέλει το αδιέξοδο της.
Η τυχόν επιτυχία της στρατηγικής περικύκλωσης της Ελλάδας λόγου χάρη, αν υποθέσουμε ότι είναι συνεκτικό σχέδιο της τουρκικής πολιτικής, δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα στην πλευρά του γείτονα, παρά στη ελληνική αντίστοιχη. Η τουρκική εγκατάσταση στην Αλβανία, στα ενδότερα των Βαλκανίων, στην Λιβύη, στην Συρία, στην Κύπρο και τις θάλασσές της, στο Ιράκ, ίσως στα σύνορα με το Ιράν, στον Περσικό Κόλπο και στη Σομαλία, δημιουργεί περισσότερες υποχρεώσεις, παρά σοβαρές απειλές.
Που υστερεί η Ελλάδα
Το γιατί είναι προφανές: ο απειλούμενος, η Ελλάδα, αποκτά το πλεονέκτημα των εσωτερικών γραμμών και ως συνέπεια, μπορεί να πετύχει τοπική υπεροχή στο σημείο που επιθυμεί. Στην ουσία το άπλωμα των δυνάμεων της γειτονικής χώρας, σε κάθε σημείο του γύρω από την Ελλάδα ορίζοντα, θέτει σε κατάσταση “ομηρείας” (σε όφελος της Ελλάδας) σημαντικές συνιστώσες της τουρκικής ισχύος. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας δεν είναι η όποια καταθλιπτική ισχύς του επιθετικού της γείτονα.
Το πρόβλημα, όπως πολύ συχνά στην ιστορία συμβαίνει, είναι η εσωτερική κατάσταση που αποτρέπει όχι μόνο την εκμετάλλευση των ευκαιριών, αλλά και υπονομεύει την όποια αντίδραση στις επιθετικές του προθέσεις. Η κατάσταση αυτή υπαγορεύει την ελληνική πολιτική στα ζητήματα της εθνικής κυριαρχίας, πολιτική που χαρακτηρίζεται από ηττοπάθεια και παραίτηση, με το απαραίτητο στις περιστάσεις αυτές συμπλήρωμα μεταφυσικών προσδοκιών και ελπίδων.
Η εθνική ανεξαρτησία και η εθνική κυριαρχία έχουν νόημα, είναι δηλαδή υπερασπίσιμες, όταν μέσα σε αυτές εξασφαλίζεται η ευημερία και η πρόοδος ενός λαού. Όταν η πατρίδα, την οποία γεωγραφικά ορίζουν, δεν είναι απλά και μόνο ένα ρητορικό σχήμα, αλλά αποτελεί το σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξασφαλίζεται η αναγκαία ασφάλεια κάθε πολίτη και του δίνονται οι ευκαιρίες, οι δυνατότητες βελτίωσης της δικής του ζωής και της αντίστοιχης των παιδιών του.
Ετούτες εδώ οι έννοιες βρίσκονται, ειδικά τα τελευταία χρόνια, σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ασκούμενες πολιτικές. Η συρρίκνωση των βασικών οικονομικών μεγεθών της χώρας, συνοδεύτηκε από μια πρόδηλη, λατινοαμερικανικού τύπου, ανακατανομή εισοδημάτων σε βάρος μιας μη παραγωγικής άρχουσας τάξης που λυμαίνεται το δημόσιο χρήμα και τις λεγόμενες “ευρωπαϊκές ενισχύσεις”.
Εκπίπτει η έννοια της πατρίδας
Σε τέτοιες καταστάσεις η αίσθηση της πατρίδας εκπίπτει, χάνει το περιεχόμενό της και ως εκ τούτου δεν θεωρείται άξια υπεράσπισης από τους πολλούς. Οι ενδείξεις για αυτό είναι πολλές. Ξεκινούν από τις δημοσκοπήσεις του τύπου «αν γίνει πόλεμος εγώ θα φύγω στο εξωτερικό…». Αυτές καταλήγουν στην έμπρακτη φυγή στο εξωτερικό και στην αντιπαλότητα με την οποία αντιμετωπίζονται ζητήματα, όπως η στρατιωτική θητεία, ή ο ακραία πικρός λόγος στο ζήτημα των εξοπλισμών («γιατί να παραγγείλει όπλα η Ελλάδα. Για να πάρουν οι επιτήδειοι προμήθειες;….»).
Η πολιτική δε των κυβερνήσεων ενισχύει τις παραπάνω υποψίες, αλλά και τονίζει τις κοινωνικές προτεραιότητες. Μια μετρίως προσεκτική ματιά στις αμυντικές επιλογές της χώρας μαρτυρεί ότι αυτές βασίζονται περισσότερο σε ειδικές δυνάμεις, και ολιγομελείς “εκλεκτούς” (σε βαθμό επαγγελματισμού) σχηματισμούς και όχι σε σώματα μαζικά, επιστράτων και εφέδρων.
Οι συνεχείς αναδιαρθρώσεις του στρατού προσανατολίζονται στη δημιουργία “σχηματισμών ταχείας επέμβασης”, δηλαδή σε τακτικές αντεπιθέσεων και όχι αποφασιστικής προάσπισης της μεθοριακής γραμμής, θαλάσσιας, νησιωτικής ή χερσαίας. Το πιο απλό μέτρο, εκείνο της αύξησης της στρατιωτικής θητείας έστω και συμβολικά κατά ένα ή δύο μήνες, σε συνδυασμό με την ουσιαστική εκπαίδευση των κληρωτών, κατά περίεργο τρόπο αποφεύγεται. Και όμως είναι μια συνταγή που με επιτυχία επιλέχθηκε στο παρελθόν σε ανάλογες καταστάσεις.
Πολιτικά και συμβολικά η αύξηση της θητείας δείχνει αποφασιστικότητα, σε βαθμό που να υποχρεώνει τους λεγόμενους “φίλους” και “συμμάχους” να κατανοήσουν την σοβαρότητα του εθνικού μας ζητήματος. Σε τελευταία ανάλυση το μέτρο το χρησιμοποίησαν στο παρελθόν όλες οι χώρες με χρόνια προβλήματα ανεργίας, για να βελτιώσουν τις στατιστικές της τελευταίας αν μη τι άλλο. Στην σημερινή Ελλάδα, παραδόξως, ούτε αυτό συμβαίνει.
Προτεραιότητα στον “εσωτερικό εχθρό”
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα ιδιαίτερα ανησυχητικό και δυσοίωνο. Τα τελευταία ειδικά χρόνια η μόνη σοβαρή “μάχιμη” προετοιμασία της χώρας φαίνεται να αφορά την εσωτερική απειλή, τον “εσωτερικό εχθρό”. Πλήθος μέτρων περιορισμού ή αφαίρεσης συνταγματικών ελευθεριών προάγονται σε νόμους (νόμοι για τον συνδικαλισμό, για τις απεργίες, για το “ιδιώνυμο” σε διαμαρτυρίες και για τις συναθροίσεις τελευταία).
Η καταστολή ανατίθεται πλέον σε “ειδικές δυνάμεις” και “μονάδες δράσης”, μπροστά στις βίαιες πρακτικές των οποίων ωχριούν ακόμα και οι πρακτικές γνωστών τρομοκρατικών ναζιστικών οργανώσεων. Μέσα σε αυτό το κλίμα, αυτό που οι πολλοί αντιλαμβάνονται ως “πατρίδα”, όχι μόνο δεν διασφαλίζει τα βασικά της αξιοπρεπούς ζωής τους, αλλά μετατρέπεται σε απειλή, σε καταναγκασμό και σε εχθρικό στοιχείο.
Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω με ένα ιστορικό παραλληλισμό, όχι τόσο μακρινό, διότι μερικοί ανάμεσά μας έζησαν τα τότε γεγονότα. Στα 1974 η χούντα του Ιωαννίδη με συνοπτικά σκληρά και αδίστακτα μέτρα κατέπνιξε την εξέγερση του Πολυτεχνείου, διέλυσε τις περισσότερες οργανώσεις που προέκυψαν από αυτό, γέμισε τις φυλακές και τα κρατητήρια, έδειρε τους πάντες και, με λίγα λόγια, “κατήγαγε θρίαμβο” εναντίον του εσωτερικού εχθρού, πριν εμπλακεί σε πραξικοπήματα και πολέμους στην Κύπρο.
Δεν έλειπαν τα όπλα στην τότε ελληνική πλευρά, τα ΑΜΧ-30 είχαν θωρακίσει τον Έβρο, ενώ τα σύγχρονα υποβρύχια και οι πρώτες πυραυλάκατοι ήταν όπλα που ο εχθρός δεν διέθετε. Υπήρχαν και τα Φάντομ, που μπορούσαν να καλύψουν την Κύπρο επίσης. Λίγο νωρίτερα είχαν γίνει τεράστιες παραγγελίες εξοπλισμών, που η τότε Τουρκία δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει (Μιράζ, Α-7 κλπ).
Οι πόλεμοι που χάθηκαν
Ο πόλεμος όμως χάθηκε ή, για να είμαστε ακριβείς, ανακαλύφθηκε ότι δεν μπορούσε να γίνει. Καθώς για να γίνει έπρεπε να κληθούν στα όπλα και να εξοπλιστούν, όλοι εκείνοι, που το καθεστώς είχε συντρίψει και ταπεινώσει την προηγούμενη περίοδο. Εννοούμε, ο απλός λαός. Είναι ενδεικτικό ότι, μετά την κήρυξη της γενικής επιστράτευσης, η χούντα όχι απλά κατέρρευσε, αλλά πολύ πιο ενδεικτικά, “λιποτάκτησε”, κυριολεκτικά εξαφανίστηκε.
Ο ίδιος λόγος απέτρεψε την νέα κυβέρνηση, εκείνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από το να αντιδράσει δύο εβδομάδες αργότερα στην δεύτερη φάση της εισβολής, στον Αττίλα ΙΙ. Ένας γενικευμένος πόλεμος θα έφερνε στο προσκήνιο τον ταπεινωμένο λαό, τις κοινωνικές ομάδες που τα χρόνια της χούντας είχαν βαθιά πληγώσει. Αυτή τη φορά δε θα ήταν ένοπλοι και διαμέσου του στρατού οργανωμένοι (κάτι που λίγο αργότερα έγινε στην Πορτογαλία).
Εξάλλου, οι πρώτοι εξοπλισμοί στους οποίους προσέφυγε η νέα κυβέρνηση ήταν εκείνα τα περισσότερα από εκατό μικρά τεθωρακισμένα (οι “αύρες” στο λεξιλόγιο της εποχής), προορισμένα για οδομαχίες μέσα στις πόλεις. Με αυτά τα όπλα και άφθονα χημικά, η κυβέρνηση Καραμανλή κατήγαγε λαμπρό θρίαμβο ενάντια σε εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στην Αθήνα, ένα χρόνο μετά, το καλοκαίρι του 1975.
Θα ήταν ίσως χρήσιμο, για την ερμηνεία αυτών που σήμερα συμβαίνουν, να αναλογιστούμε πάνω σε ποιες ήττες και σε ποιους “θριάμβους” θεμελιώθηκε το πολιτικό σκηνικό που ακόμα και σήμερα, βυθισμένο στην παρακμή και στην διαφθορά, ταλαιπωρεί την πατρίδα μας και τον λαό μας.