Ψηφίστε, είναι μεταδοτικό
06/05/2019Η συνταγματική διάρκεια μιας κυβέρνησης ορίζεται στα τέσσερα έτη. Αυτή η πρόβλεψη δεν έχει αλλάξει εδώ και χρόνια στον ανώτατο πολιτειακό μας χάρτη, καθώς θεωρείται ότι μία κυβέρνηση χρειάζεται κατά μέσο όρο τέσσερα χρόνια για να ολοκληρώσει το έργο της, με άλλα λόγια να υλοποιήσει το προεκλογικό της πρόγραμμα, ασχέτως βέβαια αν ακούγεται συχνά από εκείνη ότι απαιτείται και άλλος χρόνος (ανανέωση εντολής) «για τις ριζοσπαστικές αλλαγές που είναι απαραίτητες ώστε η χώρα να πάει μπροστά» .
Εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του τι υποστηρίζει ο καθένας σε κομματικό επίπεδο, οφείλει να αναγνωρίσει κανείς ότι οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση που θα επέτρεπε τη χρήση του όρου «Μακεδονία» στο γειτονικό σλαβικό κράτος θα είχε πέσει μέσα σε λίγους μήνες. Επίσης, οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση βρισκόταν στην εξουσία ενώ υπήρχαν 100 θύματα από πυρκαγιά λόγω ολιγωρίας των συντονιστικών αρχών και έλλειψης οργάνωσης του αρμόδιου υπουργείου είτε θα είχε πέσει (βλ. λόγος προκήρυξης εκλογών 2007), είτε θα είχε χάσει λόγω παραίτησης σημαντικά στελέχη της.
Ξέρετε, σπάνια, στη σύγχρονη εποχή, όπου ο πέλεκυς έχει αντικατασταθεί από τα διαδικτυακό δικαστήριο του facebook, μία απλή συγγνώμη θα ήταν αρκετή. Δε μιλώ για παραίτηση, διότι δεν είναι εύκολο να ξαναγίνει κανείς βουλευτής. Απαιτεί κόπο η δραματική τέχνη, πόσο μάλλον όταν μάλιστα υποδύεται κανείς κόντρα ρόλο, αυτόν του ευσυνείδητου πολιτικού.
Η αντοχή, όμως, μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας και συνεπώς και της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής στο πρώτο κόμμα εξουσίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της αντιπολίτευσης να εκμεταλλευτεί τα λάθη του πολιτικού της αντιπάλου. Απαιτεί γερά αντανακλαστικά ώστε να είναι κανείς αξιωματική αντιπολίτευση. Απαιτεί συνεχή παρακολούθηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και κυρίως του ηλεκτρονικού τύπου, ώστε σε κάθε ατόπημα ή ολίσθημα του κυβερνώντος κόμματος να υπάρξει και η ανάλογη απάντηση. Ένα πινγκ πονγκ είναι η πολιτική. Παιχνίδι στρατηγικής με παίκτες τους πολιτικούς και πιόνια τους πολίτες.
Εν προκειμένω, όμως, φαίνεται μία αξιωματική αντιπολίτευση, ο οποία έχει χάσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και της ισχυρής πολιτικής αντεπίθεσης. Γιατί; Διότι ζητά εκλογές εδώ και τουλάχιστον 2,5 χρόνια χωρίς συγκεκριμένο – ή καλύτερα σοβαρό – λόγο. Τον Σεπτέμβριο του 2015 ο πρωθυπουργός με ένα γκελ -που θέλει και λίγη από τη μαγεία του Γιούρι Γκέλερ- κατάφερε να μετατρέψει αγόγγυστα το 63% του Όχι, σε τρίτο μνημόνιο και μάλιστα να επανεκλεγεί με τεράστια διαφορά διαψεύδοντας όλες τις δημοσκοπήσεις.
Βεβαίως είχε στη φαρέτρα του την νωπή λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος, ενός όπλου το οποίο χρησιμοποιήθηκε επικοινωνιολογικά άριστα. Χωρίς να είχε γίνει δεύτερο μεταπολιτευτικό δημοψήφισμα μετά το 1974, η στιγμή αυτή της απόλυτης δημοκρατίας έμεινε στη συνταγματική ιστορία, ακόμη κι αν το δημοψήφισμα ήταν συμβουλευτικού και όχι δεσμευτικού χαρακτήρα.
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω
Επομένως, η στάση της αντιπολίτευσης ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω, καθώς η ελπίδα – που τότε ήταν πολύ της μόδας – φαινόταν ότι προσιδίαζε καλύτερα σε νέα πρόσωπα, με το ηθικό πλεονέκτημα τότε, που θα άλλαζαν τον τόπο (χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει ότι μετά από κάποιους μήνες θα επάνδρωναν το κόμμα του «νέου» και της λήθης του παλιού με βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα του πυρήνα του πάλαι ποτέ κραταιού κόμματος).
Η αξιωματική αντιπολίτευση ζητούσε παράλληλα εκλογές γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η σιδηρόκολλα στις καρέκλες της κυβέρνησης – όπως και της εκάστοτε κυβέρνησης – δεν θα έφευγε γρήγορα. Μάλιστα την ευνοούσε αυτό, καθώς κατά βάθος ούτε η ίδια ήθελε πραγματικά εκλογές εξαιτίας των απρόσμενα χαμηλών ποσοστών της. Όταν, λοιπόν, έφτασε το «Μακεδονικό», το επιχείρημα των εκλογών είχε ατονήσει. Η καυτή πατάτα μάλιστα έμεινε στην κυβέρνηση, η οποία κουβάλησε και όλο το πολιτικό κόστος, εξυπηρετώντας πλήρως τα έξωθεν συμφέροντα. Όταν στη συνέχεια ήρθαν και οι 100 νεκροί στο Μάτι, αυτές οι αδικοχαμένες ψυχές συμπατριωτών μας, οι εκλογές είχαν γίνει καραμέλα, ένα συνηθισμένο πια αίτημα που δεν ίδρωνε κανενός το αυτί.
Η πρόταση για εκλογές δεν πρέπει να αποτελεί εκφοβισμό. Έχει καταντήσει να θεωρείται «απειλή» η οδός προς τις κάλπες, να θεωρείται εκδίκηση, φόβητρο για όποιον δεν «ήταν καλό παιδί», αντί να αποτελεί την ύψιστη δημοκρατική έκφραση, την ευλαβική διαδικασία ανανέωσης της δημοκρατικής εντολής, την ανάπλαση του βουλευτικού σώματος μέσα από την διαπλαστική ενέργεια της ψήφου.
Η αποχή δεν είναι άποψη
Όταν οι εκλογές δεν γίνονται στην ώρα τους, είτε στην τετραετία είτε πρόωρα λόγω πολύ σοβαρού θέματος που θίγει την ομαλή λειτουργία του κράτους, το να επιζητά η αντιπολίτευση διακαώς εκλογές, μόνο κακό στην χώρα μπορεί να κάνει, καθώς το κλίμα αυτό της εκλογολογίας και εκλογολαγνείας αποσυντονίζει τη σταθερότητα και το αίσθημα ασφάλειας της κοινωνίας.
Αποτέλεσμα των στρατηγικών των μεγάλων κομμάτων είναι το αποκαρδιωτικό ποσοστό της αποχής, το οποίο βγάζει κυβέρνηση. Δυστυχώς μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματός είτε έχει απογοητευτεί σε τόσο μεγάλο βαθμό από το πολιτικό σύστημα, ώστε θεωρεί ότι δεν αξίζει να ψηφίσει κάποιον, είτε πλέον αδιαφορεί απαξιώνοντας το μοναδικό και ύψιστο δημοκρατικό δικαίωμα, αυτό της ελεύθερης ψήφου. Μην ξεχνάμε ότι σε ορισμένα κράτη πάλευαν και παλεύουν για την ελεύθερη και ίση ψήφο.
Οι εκλογές είναι η μόνη διαδικασία, κατά την οποία παγώνει ο ρατσισμός, η κοινωνική ανισότητα και οι οικονομικές διακρίσεις. Τυπικά είμαστε όλοι ίσοι. Εν τοις πράγμασι όμως, είμαστε όλοι ίσοι από τις 7 το πρωί ως τις 7 το απόγευμα την ημέρα των εκλογών. Αν, λοιπόν, έχουμε ακόμα κάποια φωνή, ας την ακούσουν αυτοί που πρέπει να την ακούσουν, ακόμη κι αν αυτή η φωνή μετουσιώνεται σε άκυρο ή λευκό. Όποιος νοιάζεται για το μέλλον του, δίνει το «παρών», αλλιώς ας κουρνιάσει μετεκλογικά στην αδύναμη σιωπή του.
Η αποχή δεν είναι άποψη. Η αποχή είναι δειλία. Ας σεβαστούμε όσους πάλεψαν, ώστε να μπορούμε εμείς τώρα να βγαίνουμε άφοβα στους δρόμους και να καθορίζουμε το μέλλον της χώρας μας. Και στο κάτω – κάτω της γραφής, για 4 χρόνια εκλέγουμε την αντιπροσώπευσή μας στη Βουλή, όχι για πάντα. Ευτυχώς… Ψηφίστε, λοιπόν. Είναι μεταδοτικό.