“Αντισυστημική” παραστρατιωτική βία και συστημικές πολιτικές σκοπιμότητες
12/10/2020Ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή να συμβεί. Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013, κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής στο Κερατσίνι, ο χρυσαυγίτης Γιώργος Ρουπακιάς μαχαίρωσε και σκότωσε τον αντιφασίστα ράπερ Παύλο Φύσσα. Η δολοφονία επανέφερε με ένταση την πρόκληση που αντιπροσώπευε η Χρυσή Αυγή για τη συντεταγμένη Πολιτεία. Η νεοναζιστική οργάνωση δεν περιοριζόταν σε μια εμπρηστική ρητορική. Διαφοροποιείτο επειδή η κουλτούρα της παραστρατιωτικής βίας είναι οργανική συνιστώσα της ιδεολογίας και της πρακτικής της.
Όταν ένα κόμμα καλλιεργεί αυτή την κουλτούρα, όταν της προσδίδει ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά, όταν τη διαχέει συστηματικά στα μέλη και στους οπαδούς του, ιδιαιτέρως στη νεολαία, τότε οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε περιστατικά όπως αυτό του Κερατσινίου. Ακόμα κι αν δεν ήταν οργανωμένη δολοφονία, κάποια στιγμή κάποιο μέλος του θα έκανε το παραπάνω βήμα και οι συνήθεις ξυλοδαρμοί θα μετατρέπονταν σε δολοφονία.
Το γεγονός ότι πριν τη δολοφονία του Φύσσα ορισμένοι ερωτοτροπούσαν με την ιδέα να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή καταδείκνυε από τότε ότι έβλεπαν μόνο την κατασταλτική κι όχι την πολιτική όψη του προβλήματος. Η απαγόρευση ενός κόμματος, που δεν προβλέπεται νομικά, είναι πρακτικά αναποτελεσματική, αφού μπορεί να επανιδρυθεί με άλλο όνομα. Στο πολιτικό επίπεδο, μάλιστα, η ιστορική πείρα διδάσκει ότι συνήθως φέρνει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, επειδή δημιουργεί κλίμα θυματοποίησης και συσπειρώνει ειδικά οργισμένους ψηφοφόρους.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι τα κίνητρα των μεγαλύτερων ηλικιών που είχαν ψηφίσει Χρυσή Αυγή συνδέονταν περισσότερο με την παράνομη μετανάστευση και την οικονομική κρίση. Ως εκ τούτου ήταν σε μεγάλο βαθμό συγκυριακά. Τα κίνητρα των νέων που στρατεύονταν στο νεοναζιστικό κόμμα, όμως, είχαν κατά κανόνα και ιδεολογικό περιεχόμενο, έστω και χονδροειδές. Στους κόλπους της νεολαίας –και όχι μόνο– είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ακροδεξιό ρεύμα.
Ορόσημο η δολοφονία Φύσσα
Μέχρι τη δολοφονία, στελέχη της Χρυσής Αυγής είχαν προβεί, συχνά μπροστά στις κάμερες, σε ποινικά κολάσιμες αυθαιρεσίες, χωρίς να υποστούν τις συνέπειες, ενώ θα έπρεπε να ασκούνται διώξεις αμέσως για κάθε παρανομία, ακόμα και την πιο μικρή. Η ανοχή που επεδείκνυε για μεγάλο διάστημα η συντεταγμένη Πολιτεία οφειλόταν στο γεγονός ότι και στο επίπεδο των μεγάλων κομμάτων και ευρύτερα στους κόλπους των αρχουσών ελίτ υπήρχαν ανομολόγητες σκοπιμότητες.
Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι χρειάστηκε η δολοφονία Φύσσα για να συγκεντρωθούν όλες οι μέχρι τότε δεκάδες λιμνάζουσες υποθέσεις που αφορούσαν ποινικά αδικήματα της Χρυσής Αυγής. Σ’ ένα Κράτος Δικαίου, ο δημοκρατικός κι αποτελεσματικός τρόπος ήταν να ελέγχεται συστηματικά και να τιμωρείται αυστηρά κάθε παράνομη δραστηριότητα. Κατά τα άλλα, οι νεοναζιστικές ιδέες καταπολεμούνται με ιδέες και όχι μονοδιάστατα με καταστολή.
Αν και η κουλτούρα της παραστρατιωτικής βίας είναι οργανική συνιστώσα της ιδεολογίας και της πρακτικής της, η Χρυσή Αυγή δεν ήταν μία τυπική εγκληματική οργάνωση, όπως π.χ. η Μαφία. Είχε μία τέτοια διάσταση, αλλά ταυτοχρόνως είχε και τη διάσταση ενός νεοναζιστικού κινήματος, το οποίο είχε αρχίσει να αποκτά κοινωνική έδραση.
Γι’ αυτό ούτε οι ρητορικές καταγγελίες, ούτε τα κατασταλτικά μέτρα επαρκούσαν από μόνα τους για να ανασχέσουν το εκλογικό ρεύμα υπέρ της. Μαζί με τις δικαστικές διώξεις απαιτείτο και ιδεολογική-πολιτική αποδόμηση, παρότι κατά κανόνα τα στελέχη της νεοναζιστικής οργάνωσης ήταν λούμπεν στοιχεία. Αυτά τα είχα υποστηρίξει από το 2010-11, όταν ακόμα κάποιοι συστημικοί κύκλοι έβλεπαν την Χρυσή Αυγή ως ενδεχόμενο χρήσιμο πολιτικό εργαλείο.
Η θεωρία των δύο άκρων
Υπενθυμίζουμε τη σερβιρισμένη από την τότε ηγεσία της ΝΔ θεωρία των δύο άκρων τα οποία υποτίθεται ότι ήταν έτοιμα να ρίξουν την Ελλάδα σε εμφύλιο πόλεμο. Η εν λόγω θεωρία προϋπέθετε την ύπαρξη της Χρυσής Αυγής, αφού έδεiχνε σαν άλλο άκρο τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υποτίθεται πως καθοδηγούσε και τους αντιεξουσιαστές.
Επρόκειτο για τακτική που καλλιεργούσε κλίμα δυνάμει εθνικού διχασμού και υπονόμευε τη δημοκρατία, επειδή μετέτρεπε αυθαιρέτως τις πολιτικές διαφορές σε καθεστωτικού χαρακτήρα συγκρούσεις. Στην εξαιρετικά εύφλεκτη εκείνη οικονομική-κοινωνική συγκυρία, η στρατηγική των δύο άκρων ουσιαστικά έριχνε λάδι στη φωτιά και ως εκ τούτου ήταν τυχοδιωκτική.
Αυτό, ίσως, εξηγεί γιατί μέχρι τη δολοφονία του Φύσσα το πολιτικό και μιντιακό σύστημα ανεχόταν εμφανώς παράνομες δραστηριότητες των νεοναζιστών. Εξηγεί γιατί έκλεινε τα μάτια σ’ αυτά που μετά τη δολοφονία άρχισε να υπερπροβάλλει. Η δολοφονία ήταν το σημείο καμπής, η πράξη που τίναξε στον αέρα όλα τα παιχνίδια και σήμανε την αρχή του τέλους, έστω κι αν αυτό δεν φάνηκε αμέσως.
Εάν η δολοφονία Φύσσα προέκυπτε στο πλαίσιο συχνών συγκρούσεων χρυσαυγιτών με αριστερούς, θα προσέδιδε υπόσταση στη θεωρία των δύο άκρων και θα έσπερνε τον φόβο του εμφυλίου πολέμου με ό,τι αυτό θα σήμαινε πολιτικά-εκλογικά. Ήταν, όμως, μια εγκληματική ενέργεια με ξεκάθαρους τους ρόλους του θύτη και του θύματος.
Το σοκ που προκάλεσε στην κοινή γνώμη υποχρέωσε την τότε κυβέρνηση να κάνει στροφή και να κηρύξει τον πόλεμο στη Χρυσή Αυγή στο όνομα της υπεράσπισης της δημοκρατίας. Απ’ αυτή την άποψη, το αίμα του Παύλου Φύσσα δεν πήγε χαμένο. Γι’ αυτό και η δολοφονία δύο μελών της Χρυσής Αυγής από τρομοκρατική οργάνωση με ακροαριστερή ρητορική μερικές εβδομάδες αργότερα, δεν πυροδότησε βεντέτα και κύκλο αίματος, παρότι ήταν πολιτικό-επικοινωνιακό δώρο για το κόμμα του Μιχαλολιάκου.