“Μεγάλα πορτοφόλια”, κόμματα και διανοούμενοι στην Ελλάδα της παρακμής
27/11/2021Όσοι ελπίζουν στις μονομαχίες στη Βουλή για να αρχίσει η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, να νεκραναστηθεί το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ και να επέλθει η πτώση της ΝΔ και του Μητσοτάκη είναι μακριά νυχτωμένοι. Κι όταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φτάνει στο σημείο να δηλώσει με περισσή αυτοπεποίθηση «είμαι ο αυριανός πρωθυπουργός»(!) (το άκουσα άναυδος στην τηλεόραση) είναι βέβαιο ότι η απελπισία έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της.
Κάτι που επιβεβαίωσε και τουλάχιστον μια δημοσκόπηση της επόμενης μέρας όπου καταγράφεται, υποτίθεται, πλειοψηφική δυσαρέσκεια, γενικώς, του κοινού για την κυβέρνηση, αλλά ταυτόχρονα οι ερωτώμενοι στηρίζουν με σαφή πλειοψηφία κάθε κυβερνητικό μέτρο. Συνοψίζοντας, αυτοί που πάνε στις κάλπες αδιαφορούν για τις σαχλαμαρίτσες των δημοσκοπήσεων (το αποτέλεσμά τους είναι “ό,τι θέλει ο πελάτης”, είχε πει προ καιρού γνωστός δημοσκόπος, σαρκάζοντας τη δουλειά του).
Ο καθένας κάνει αβαρίες για το ψωμί του αλλά αυτό τελικά καθρεφτίζεται στη γενική εικόνα του δημόσιου βίου και ειδικότερα στη χαμηλή εκτίμηση που έχει ο κόσμος για τα ΜΜΕ (εξαίρεση το ραδιόφωνο) και τους εργαζόμενους σ’ αυτά, πάντα σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν είναι παρά, χαριτωμένες ή άνοστες, λεπτομέρειες ίσα-ίσα για να μην πλήττουμε.
Ο χρόνος των εκλογών απασχολεί ιδιαιτέρως τα ΜΜΕ αλλά και αυτό είναι το ελάχιστο. Η επιλογή του χρόνου εξαρτάται φυσικά από το συμφέρον κάθε κυβέρνησης, εκτός αν υπάρχει υπέρτερο συμφέρον του επικυρίαρχου που ρυθμίζει τις εξελίξεις. Το ευρύ κοινό πληροφορήθηκε –θυμίζω– αυτή την πλευρά όταν Αμερικανός υφυπουργός ανακοίνωσε εκλογές (1993), ενώ ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν είχε ιδέα.
Αποφασιστικό σημείο είναι αν τελικά θα πετύχουν οι προσπάθειες να μην έχει αυτοδυναμία η κυβέρνηση. Αυτό είναι ο στόχος εκ των ων ουκ άνευ για να δουλέψει το παρασκήνιο και να βασιλέψει η θολούρα. Ωστόσο, όσο η διαφορά μένει διψήφια είναι δύσκολο. Η αντιπολίτευση αδυνατεί, προσώρας, να διεκδικήσει οτιδήποτε. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αναξιόπιστος.
Οι άλλοι παραμένουν μικροί έως ανύπαρκτοι. Ειδικά το ΚΙΝΑΛ δικαιώνει όσους πιστεύουν ότι με παλιό κρασί σε καινούργιο μπουκάλι δεν υπάρχει προκοπή. Άλλη Δεξιά δεν υφίσταται, ούτε πατριωτική ούτε τίποτα. Η Αριστερά έχει πάρει θέση στο κοιμητήριο της Ιστορίας, κυκλοφορούν κάποιοι νοσταλγοί, μερικοί αμετανόητοι των χαμένων υποθέσεων. Και κακέκτυπα, δήθεν κληρονόμοι, πλούσιοι, περίεργοι αν όχι ύποπτοι, τύπου antifa. Αυτά για τα κόμματα.
Ο θάνατος των διανοούμενων
Οι διανοούμενοι κάποτε ήταν πηγή έμπνευσης, η άλλη ματιά στη ζωή, αλλά πάνε χρόνια που έχουν σωπάσει στην Ελλάδα και σε όλη τη Δύση. Κατάντησαν τρόφιμοι των “μεγάλων πορτοφολιών” και εξαφανίστηκαν. Όπως παλιά ήταν τρόφιμοι του κράτους στις Σοβιετικές Δημοκρατίες με μηδέν ζωντάνια και έργο. Στις ΗΠΑ, ο Μακαρθισμός εξαφάνισε από τη δεκαετία 1950-60 συγγραφείς και ποιητές.
Το κράτος-φίμωτρο σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Από το φίμωτρο στην ασφυξία και στο νεκροταφείο. Εδώ το κενό αγγίζει πλέον το απόλυτο. Απομένουν διάφοροι κι αδιάφοροι για μια δήλωση στην TV, ξεχασμένοι την άλλη στιγμή, πλέον δεν λειτουργεί ούτε το περίφημο “τέταρτο δημοσιότητας” που δικαιούται ο “πάσα ένας”, άλλη αμερικανιά κι αυτή.
Οι επιχειρηματίες δαγκώνουν τα δάχτυλά τους στα κρυφά, βλέποντας να πετάνε τα εκατομμύρια βορά στην πλέμπα για το αυξημένο ηλεκτρικό, αλλά έχουμε εκλογές, μη μιλήσει κανείς για τους λιγνίτες μιας και η χώρα (δηλαδή η κυβέρνηση) αγαπάει την πράσινη ανάπτυξη (παλιά, για τις ανοησίες λέγαμε τα “πράσινα άλογα”). Όλοι αυτοί, όλοι εμείς, ένα σώμα, εγκλωβισμένοι, θέλουμε αλλά δεν έχουμε σκαλί να δούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν.
Μία στείρα χώρα
Η Ελλάδα, μια στείρα χώρα σε μια στεγνή περίοδο. Δεν υπάρχουν εφεδρείες, πολιτικές, πνευματικές, οικονομικές. Οι εκλογές δεν θα μετακινήσουν κανέναν και τίποτα. Ο κόσμος βρίσκει μοναδικό καταφύγιο στην ακινησία, φοβάται τις μετακινήσεις που μπορεί να προκαλέσουν πονοκέφαλους. Οι υποσχέσεις δεν χορταίνουν πια κανένα. Όταν μάλιστα έχουν ήδη διαψευσθεί.
Οι αντιπολιτεύσεις δεν έχουν διαθέσιμες μάσκες για να δείξουν άλλο πρόσωπο. Ο κόσμος, με τη σιωπή του και την αδράνειά του, τους φωνάζει «σας ξέρουμε, σας ξέρουμε». Δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας, ούτε πεποιθήσεων. Ο κόσμος πίστεψε, διαψεύσθηκε και οι ασυνεπείς δεν μπόρεσαν καν να αλλάξουν ρούχα, όπως τουλάχιστον προσπάθησε ο Μανωλιός.
Με την ακινησία ο κόσμος ελπίζει ότι ίσως αποφύγουμε κάποια “άγνωστα χειρότερα” που πολλοί διαισθάνονται, άλλοι υποψιάζονται, οι πιο πολλοί από ένστικτο φοβούνται, γιατί τα έχουμε ξαναδεί, τα έχουμε ξαναζήσει. Η συλλογική μνήμη δεν έχει χαθεί, διασώζεται μέσα στην οικογένεια που κρατάει τη συνέχεια του τόπου όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να τη διαλύσουν κι αυτή, να ξεχάσουμε ότι μας γέννησε μια μάνα, όχι “ο γονιός ένα” ή μήπως “ο δυο”;