Ρίχνει την ήττα του στα δύο άκρα το δίδυμο Μακρόν-Μπαϊρού
08/09/2025
Το πολιτικό κατεστημένο και συστημικοί διανοούμενοι επιχειρούν να αντικαταστήσουν το διαλεκτικό δίπολο Αριστερά-Δεξιά, δηλαδή τους ταξικούς όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης, με δύο νέα δίπολα, δημοκράτες-λαϊκιστές/αυταρχικοί, εθνικιστές-διεθνιστές σε μια προσπάθεια εδραίωσης της πολιτικής σύγχυσης, με στόχο την διατήρηση της εξουσίας και των ανισοτήτων προς όφελος του 10% των πλουσίων, των διευθυντικών ελίτ και των τεχνοκρατών, έναντι του 90% των υπολοίπων.
Σύμφωνα με τo κατεστημένο, αυτή «τα δύο άκρα» έριξαν τον Μπαϊρού (την στιγμή που η Αριστερά είχε βάλει πλάτη για μην βγει πρόεδρος η Λεπέν και για να μην πάρει έδρες στον Β΄ Γύρο των βουλευτικών εκλογών). «Η Γαλλία ήταν αυτή που έδωσε στον κόσμο τις έννοιες της Αριστεράς και της Δεξιάς στην πολιτική. Τώρα είναι η Γαλλία αυτή που πρωτοστατεί στην καταστροφή αυτού του διαχωρισμού και στην αντικατάστασή του από μια νέα πολιτική, μια πολιτική στην οποία τα δυο κυρίαρχα στρατόπεδα είναι οι εθνικιστές και οι διεθνιστές», έγραφε χαρακτηριστικά ο Gideon Rachman των Financial Times για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές (Απρίλιος του 2022). Δηλαδή, τις κοινωνίες δεν χωρίζει πια το δίπολο Αριστερά-Δεξιά, αλλά το δίπολο εθνικιστές-διεθνιστές!…
Με αυτή την παραποίηση της κοινωνικής κατάστασης και την αντιστροφή των ρόλων, οι “εθνικιστές” δεν θέλουν πόλεμο, απλά υπερασπίζονται το κράτος απέναντι στους νέους κρυπτο-ιμπεριαλιστικούς πολέμους των “διεθνιστικών” ελίτ της παγκοσμιοποίησης. Οι “εθνικιστές” (διάβαζε πατριώτες) γίνονται ειρηνιστές και οι “διεθνιστές” προωθούν τον μιλιταρισμό και τον πολεμικό καπιταλισμό…
Πρόκειται για μια ακόμη σκόπιμη παρερμηνεία, μια επικίνδυνη απλούστευση, με κρίσιμη πολιτική στόχευση. Η υφαρπαγή των συνθημάτων και των θέσεων της Αριστεράς από τον λαϊκιστικό νεοφιλελεύθερο λόγο παρατηρείται εδώ και δεκαετίες. Η μετονομασία της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης των αγορών σε “διεθνισμό” και η καταγγελία του αμυντικού πατριωτισμού σε “εθνικισμό” φαίνεται πως είναι η νέα πρακτική που θα αποδομήσουμε πιο κάτω.
Το μέγα εύρημα του συστήματος όμως παραμένει η θεωρία της συνάντησης (διάβαζε ταύτισης) των άκρων, ήτοι της ακροδεξιάς με την ακροαριστερά που τοποθετεί εκ της γεωγραφίας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στο κέντρο εκβιάζοντας έτσι τη “φιλελεύθερη συναίνεση”, όπως επιχειρείται και πάλι στη Γαλλία, όπως προαναφέραμε.
Στην μάχη για την γαλλική Εθνοσυνέλευση που ακολούθησε το χαστούκι των ευρωεκλογών συγκρούστηκαν οι συστημικές και οι αντισυστημικές δυνάμεις, σε άλλη πιο ταξική βάση. Σημειωτέον ότι οι αναλύσεις κατέληξαν πως ένα υπολογίσιμο ποσοστό του στον δεύτερο γύρο ψήφισαν την Μαρίν Λεπέν. Προφανώς δεν την ψήφισαν γιατί είναι φασίστες ή εθνικιστές, αλλά ψήφισαν αντισυστημικά για να τιμωρήσουν όπως-όπως τον νεοφιλελεύθερο Μακρόν. Να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγοι οι ψηφοφόροι της Λεπέν που προέρχονται από την Αριστερά. Τι είναι όλοι αυτοί που μετακομίζουν από το κόκκινο στο μαύρο άκρο και τούμπλαλιν;
Πέρα από την συνάντηση των άκρων
Είναι σκόπιμο εδώ να ανοίξουμε μια παρένθεση. Η επικυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας για δεκαετίες σε πολλές χώρες της Ευρώπης, παρά τη θετική αρχικά λειτουργία της από το τέλος της δεκαετίας του 1970, υποτάχθηκε άκριτα στις περιβόητες αγορές και κυρίως στο χρηματιστικό κεφάλαιο, υιοθέτησε τις ιδιωτικοποιήσεις και οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί βούτηξαν στον κομφορμισμό και στη διαπλοκή. Έτσι, σταδιακά τα διαφόρου τύπου σοσιαλιστικά κόμματα απώλεσαν το βασικό ρυθμιστικό τους δόγμα έναντι του κεφαλαίου και τις πολιτικές αναδιανομής, αλλά απώλεσαν και την πολιτική τους αξιοπιστία και τους ψηφοφόρους.
Οι καλοζωισμένοι από το σύστημα πρώην σοσιαλδημοκράτες στράφηκαν στη δεξιά ή στα κεντρώα φιλελεύθερα κόμματα, πολλοί άλλοι περισσότερο ιδεολόγοι γύρισαν στα σπίτια τους και οι πραγματικοί σοσιαλδημοκράτες και Αριστεροί δημιούργησαν νέα ριζοσπαστικά κόμματα (Die Linke, ΣΥΡΙΖΑ, Podemos, Ανυπότακτη Γαλλία κ.ά.) που καταγγέλθηκαν εξ αρχής ως λαϊκιστικά.
Ήταν η εποχή της παγκοσμιοποίησης που κάλπαζε με την στροφή των δυτικών κεφαλαίων προς την Κίνα και τις χώρες του χαμηλού κόστους παραγωγής, ακυρώνοντας εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, γεγονός που προκάλεσε το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης.
Έτσι, οι εργατικές τάξεις έχοντας απωλέσει κεκτημένα και οι μικροί και οι μεσαίοι επιχειρηματίες έχοντας χάσει κρίσιμα μερίδια αγοράς από τις πολυεθνικές και τα προϊόντα χαμηλού κόστους, στράφηκαν προς το κράτος και την πολιτιστική παράδοση των χωρών ως έσχατα μετερίζια απέναντι στην επέλαση του ισοπεδωτικού πνεύματος της παγκοσμιοποίησης (που δεν έχει ουδεμία σχέση με τον ελληνικό οικουμενισμό, τον αστικό κοσμοπολιτισμό και τον κομμουνιστικό διεθνισμό, που είναι και τελείως διαφορετικές πολιτισμικές καταστάσεις μεταξύ τους).
Ο “μπαμπούλας” του λαϊκισμού
Στο πολιτικό επίπεδο, η στροφή αυτή εκφράστηκε για ένα κομμάτι της Αριστεράς μέσα από τον πατριωτισμό και στη λαϊκή δεξιά με στροφή στον εθνικισμό και στον ρατσισμό. Η παγκοσμιοποίηση, η κλιματική κρίση και οι πόλεμοι ταυτόχρονα πυροδότησαν ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα από την Ασία και την Αφρική προκαλώντας κλυδωνισμούς κυρίως στην Ευρώπη, τόσο στο πολιτισμικό-θρησκευτικό επίπεδο, όσο και στο πάγωμα των εργατικών μισθών, στα ενοίκια των κατοικιών που έδωσε νέα τροφή στην ακροδεξιά ρητορική.
Παράλληλα, η παραδοσιακή Δεξιά βρέθηκε ανάμεσα στον ακροδεξιό λόγο και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που κυριάρχησε διευρύνοντας αλματωδώς τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές θωρακίστηκαν με τη βοήθεια των συστημικών μέσων ενημέρωσης και τη λογική της “πολιτικής ορθότητας”, που οτιδήποτε στεκόταν απέναντί της καταγγελλόταν ως λαϊκιστικό, αυταρχικό και αντιδημοκρατικό.
Η απειλή μεγάλων κοινωνικών αναταραχών λόγω συσσωρευμένων κρίσεων (covid-19, κόστος ενέργειας, επισιτιστική απειλή, πόλεμος, πληθωρισμός κλπ) φαίνεται ότι ενεργοποιεί και μια επιστροφή του συντηρητισμού ή μια αυστηροποίηση του νεοφιλελευθερισμού. Για παράδειγμα, 50 χρόνια μετά την ψήφιση του δικαιώματος της άμβλωσης στις ΗΠΑ, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό συνταγματικό δικαίωμα…
Συνεπώς, η σύγχυση περί των πολιτικών εννοιών που προωθεί ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί κρίσιμη μέθοδο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Παραπέμπω στο παλαιότερο άρθρο μου “Αντιλαϊκισμός, η σκοτεινή πλευρά του λαϊκισμού” στο οποίο παρουσίασα το βιβλίο του Τόμας Φρανκ “Λαός, δίχως εξουσία”.
Απουσία αριστερού προγράμματος
Για να γυρίσουμε το γαλλικό πείραμα, σίγουρα οι κομμουνιστές δεν γίνονται φασίστες, ούτε το ανάποδο. Απλά είναι πολίτες-ψηφοφόροι από μεσαία και εργατικά στρώματα που αναζητούν αντίβαρο στις εξουθενωτικές πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού επιλέγοντας αντισυμβατικά, αντισυστημικά σχήματα για να πιέσουν το σύστημα.
Ο λόγος είναι ότι η αριστερή διανόηση και οι πάσης αποχρώσεως αριστεροί πολιτικοί αυτοπροσδιορίζονται με φληναφήματα, με κάποιες φιλολαϊκές πολιτικές, με την οικολογία και τα δικαιώματα που αφειδώς προσφέρει το σύστημα ως κατευναστικό αντιβιοτικό. Έτσι η Αριστερά παραμένει διαπιστωτική, ενίοτε ακτιβιστική, αλλά ποτέ ουσιαστικά ανατρεπτική. Όμως, εάν δεν θέσει το χρηματο-οικονομικό σύστημα στη θέση του κεντρικού ταξικού εχθρού με σοβαρή επιχειρηματολογία και πολιτικές επανελέγχου του από τα κράτη θα παραμείνει δεκανίκι της “φιλελεύθερης συναίνεσης”…