Σανίδα σωτηρίας με αντεπίθεση ψάχνει η κυβέρνηση
17/03/2023Χαμένη στις αντιφάσεις της παραμένει η κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να διαχειριστεί το πολιτικό κόστος του δυστυχήματος των Τεμπών και εν τω μεταξύ μετράει τις απώλειες σε δημοσκοπικές μονάδες, αναζητώντας κατάλληλη ημερομηνία εκλογών. Πριν κλείσει 24ωρο, εσπευσμένα, ως μη όφειλε, ο πρωθυπουργός είχε προσπαθήσει να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη στην κατεύθυνση του ανθρώπινου λάθους.
Η τοποθέτηση απλώς αύξησε την κοινωνική δυσαρέσκεια. Στην συνέχεια η γραμμή άλλαξε: από το ανθρώπινο λάθος, η κυβέρνηση και τα συστημικά ΜΜΕ πέρασαν στο «οι ευθύνες είναι διαχρονικές και τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο βαθύ κράτος και στους συνδικαλιστές». Ακολούθως, παράλληλα με την γενική και διαχρονική ευθύνη, προβλήθηκε από τα κυβερνητικά στελέχη και από τα φιλικά ΜΜΕ ότι έχει ευθύνες ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας που ήταν πρωθυπουργός το 2015-2019 και ο τότε υπουργός Χρήστος Σπίρτζης.
Ο δε κ. Σπίρτζης κατηγορήθηκε γιατί δεν ανταποκρίθηκε στις προσκλήσεις των ΜΜΕ να δώσει συνέντευξη, ενώ ακόμη οι οικογένειες και μαζί τους όλη η χώρα έκλαιγε τους νεκρούς. Είναι παράδοξο ότι συμπεριφέρονται ωσάν να μην είναι κυβέρνηση η ΝΔ και αποφεύγουν να μιλήσουν για τις ευθύνες του κ. Μητσοτάκη και του υπουργού του κ. Καραμανλή. Εν τω μεταξύ ο πρωθυπουργός δεν έχει αναλάβει ευθύνη για τα χρόνια της δικής του διακυβέρνησης, μόνο “ηρωικά” για τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους!
Ορφανή παραμένει και η διαχειριστική ευθύνη. Γιατί βέβαια κάποιος από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου είχε την αρμοδιότητα και την ευθύνη για την λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου – ο υπουργός, ο υφυπουργός Γιώργος Καραγιάννης ή ο γενικός γραμματέας; Όποιος είχε την αρμοδιότητα έχει και την αντίστοιχη ευθύνη για το γεγονός ότι το μοιραίο βράδυ δεν λειτούργησε καμία δικλείδα ασφαλείας, εάν υπήρχε. Η υπουργική απόφαση που εκ των υστέρων νομιμοποιούσε την αντικανονική τοποθέτηση του σταθμάρχη, αποτελεί τεκμήριο ενοχής του κ. Καραμανλή.
Τα μηνύματα από τις δημοσκοπήσεις
Εν τω μεταξύ, στην προσπάθεια να αφήσει τον κ. Μητσοτάκη εκτός κάδρου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι δεν γνώριζε την κατάσταση στους σιδηροδρόμους. Μετά την κατακραυγή διόρθωσε, λέγοντας ότι γνώριζε τις δομικές αδυναμίες, αλλά όχι ποιος σταθμάρχης είχε βάρδια. Η θεωρία του βαθέως κράτους ως δικαιολόγηση γιατί δεν υπήρχαν σταθμάρχες ακυρώνει ό,τι είχε απομείνει από το “επιτελικό κράτος” και την διαχείριση των “αρίστων του κ. Μητσοτάκη”.
Το εάν είναι διαχειρίσιμο το πολιτικό κόστος του δυστυχήματος από την στιγμή που ο μέσος πολίτης κατανοεί ότι η ευθύνη ανήκει κυρίως στην κυβέρνηση της τετραετίας, δεν είναι καθόλου βέβαιο. Με τους επικοινωνιακούς χειρισμούς της, πάντως, η κυβέρνηση –με βασικό μέλημα να μείνει στο απυρόβλητο ο κ. Μητσοτάκης– μάλλον κάνει τα πράγματα χειρότερα. Στην ακολουθία των πολιτικών χειρισμών προστέθηκαν και οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν μία δυσανάλογα μικρή φθορά για την κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση ακόμη προηγείται, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εισπράττει όχι μόνο από τις πρόσφατες διαρροές, αλλά ούτε και από την απροσδιόριστη ψήφο της προ του δυστυχήματος περιόδου.
Οι ακριτομυθίες δημοσκόπων και πολιτικών, πάντως, που φθάνουν μέχρι τα δημοσιογραφικά γραφεία κάνουν λόγο για διαφορά που έχει μηδενιστεί, ή είναι στα όρια του στατιστικού λάθους. Παράλληλα είναι εμφανής η αμηχανία της κυβέρνησης που εξακολουθεί να αναζητά την κατάλληλη ημερομηνία των εκλογών. Οι διαδηλώσεις που συνεχίζονται είναι ένδειξη ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια διατηρείται, ενώ η βίαιη αντιμετώπιση θρέφει την αμφισβήτηση.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει την αντεπίθεσή της. Σήμερα θα ανακοινώσει την αύξηση στον κατώτατο μισθό αν και σε σημαντικό βαθμό έχει προεξοφληθεί. Η τραπεζική κρίση εξετάζεται σαν ευκαιρία για να επανέλθει “ο φόβος του ΣΥΡΙΖΑ”. Εκεί, όμως, που δεν έχει απάντηση η κυβέρνηση είναι στο μείζον πρόβλημα της ακρίβειας, μεταξύ των άλλων και στα είδη διατροφής. Προς τούτο εξετάζει νέα επιδόματα. Το εάν θα αναστρέψει την κατάσταση, ή η δυσαρέσκεια θα αποκτήσει χαρακτηριστικά χιονοστιβάδας δεν μπορεί προς το παρόν να προβλεφθεί.