Σε ενεργειακό αδιέξοδο Ελλάδα και ΕΕ
06/04/2022Ενώπιον αδιεξόδων σε όλες τις εναλλακτικές επιλογές ταχείας αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης βρίσκονται η Ελλάδα και η ΕΕ, όπως προκύπτει από τις διπλωματικές επαφές με αρμόδιους Αμερικανούς αξιωματούχους, αλλά και στελέχη της Κομισιόν. Όπως έχει πλέον αποδειχθεί με τον πιο δυσάρεστο τρόπο και θα επαναβεβαιωθεί τις προσεχείς εβδομάδες, ειδικά η περίπτωση της Ελλάδας είναι ακόμα πιο επιβαρυμένη συγκριτικά με άλλα μέλη της ΕΕ, λόγω της κυβερνητικής ολιγωρίας.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συναρμόδιοι υπουργοί δεν αντέδρασαν εγκαίρως στην αλματώδη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου από πέρυσι τον Ιούλιο. Ακολούθως, το Μέγαρο Μαξίμου υποβάθμισε (επί της ουσίας, δεν πίστεψε καν!) την έγκαιρη απόρρητη ενημέρωση που μετέφερε ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ, στα τέλη Νοεμβρίου 2021, με ρητές αναφορές στην έναρξη του πολέμου το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου του 2022.
Ακολούθησαν πρόσθετες αμερικανικές ενημερώσεις, στα τέλη Δεκεμβρίου και στα μέσα Ιανουαρίου, αλλά ο πρωθυπουργός συγκάλεσε τις πρώτες συσκέψεις για την ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια μόλις στις 14 και τις 21 Φεβρουαρίου. Δηλαδή ελάχιστες ημέρες πριν από τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου και ενώ είχε ήδη μεσολαβήσει (και χαθεί) ολόκληρο τρίμηνο από την αρχική ενημέρωση του Τζέφρι Πάιατ. Όμως, πέραν όλων αυτών, μέγιστη σημασία έχουν οι επικείμενες εξελίξεις, οι οποίες προδιαγράφονται ως εξής, διαλύοντας τις αυταπάτες της Αθήνας:
Πρώτον, η Ουάσινγκτον αξιολογεί κατηγορηματικά ως ανεδαφική την εκτίμηση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των μελών της ΕΕ, όπως εκφράστηκε στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, κατά 66%, έως τα τέλη του 2022. Τα στελέχη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που καλούσαν εδώ και 15 χρόνια την Ευρώπη να μεριμνήσει για την εξασφάλιση εναλλακτικών πηγών και προμηθευτών ενέργειας, δικαιώθηκαν στις προβλέψεις τους και τώρα υπογραμμίζουν σε Έλληνες και άλλους συνομιλητές τους ότι δεν πρέπει να τρέφουν ψευδαισθήσεις για ταχεία απεξάρτηση. Επισημαίνουν δε ότι η ΕΕ είναι χρήσιμο να συνειδητοποιήσει πως θα εξαρτάται από τη Μόσχα για πολλά χρόνια ακόμα.
Ενεργειακό αδιέξοδο
Δεύτερον, είναι αβάσιμες οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις περί κάλυψης των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας χάρη στη συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ για την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Παρά τις ειλικρινείς αμερικανικές προθέσεις για την παροχή μεγάλων ποσοτήτων LNG φέτος και έως το 2030, η Ουάσινγκτον δεν δεσμεύθηκε ως προς τις πραγματικές παραδόσεις (με συγκεκριμένους αριθμούς και ρήτρες), αλλά μόνον ως προς την εξασφάλιση των απαραίτητων πλοίων μεταφοράς και την υποστήριξη των σχετικών ευρωπαϊκών υποδομών.
Τρίτον, εξίσου εκτός πραγματικότητας βρίσκονται οι κυβερνητικές ελπίδες για ταχύτατη (συνολική ή μερική) υλοποίηση της απόφασης της ΕΕ περί κοινής προμήθειας φυσικού αερίου για λογαριασμό όλων των κρατών-μελών. Έγκυρες πηγές στις Βρυξέλλες αναφέρουν πως, λόγω της πολυπλοκότητας του θέματος, οι πρώτες σχετικές ενέργειες της Κομισιόν θα γίνουν στο δεύτερο δεκαπενθήμερο ή στα τέλη Μαΐου.
Στο παιχνίδι Ισραήλ και Αίγυπτος
Την ίδια περίοδο θα υποβληθούν οι προτάσεις της Κομισιόν για τον –κοινό και εθνικό– επανασχεδιασμό του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας σε συνεργασία και με τον ιδιωτικό τομέα. Σε κάθε περίπτωση, μεγάλο ερώτημα παραμένει η στάση του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς, ο οποίος μάλλον θα αρνηθεί μια γενναία χρηματοδότηση των ενεργειακών αναγκών των ασθενέστερων μελών της ΕΕ, αν και το Βερολίνο ήταν το πρώτο που διέπραξε το ιστορικών διαστάσεων λάθος της υπερεξάρτησης από τη Ρωσία.
Αντίθετα, μετά το προ τετραμήνου πλήγμα της απόσυρσης της αμερικανικής υποστήριξης από το σχέδιο του αγωγού EastMed, αισιόδοξα είναι τα συμπεράσματα από τις τρέχουσες επαφές με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ για την αξιοποίηση των ενεργειακών πηγών της Ανατολικής Μεσογείου. Η Ουάσινγκτον φέρεται καταρχήν πρόθυμη να εξετάσει τη χρηματοδότηση έργων καλωδιακής σύνδεσης της Ελλάδας με φιλικές μεσογειακές χώρες, καθώς και έργων “πράσινης ενέργειας” και φωτοβολταϊκής μονάδας στην Ελευσίνα μέσω του οργανισμού DFC, παρά τους ατυχείς ελληνικούς χειρισμούς του 2020-21 για τα ναυπηγεία.
Ταυτόχρονα, το Ισραήλ (ξεπερνώντας τις πιέσεις της Άγκυρας για την κατασκευή αγωγού από τα κοιτάσματά του προς την Τουρκία) διατηρεί στο διαπραγματευτικό τραπέζι όλες τις επιλογές. Μεταξύ αυτών βρίσκονται η κατασκευή αγωγού μεταφοράς ισραηλινού φυσικού αερίου προς την Αίγυπτο με σκοπό την επανεξαγωγή, μέσω Ελλάδας, προς την ευρωπαϊκή αγορά. Η Αίγυπτος αποτελεί τη χώρα-κλειδί σε όλα τα εναλλακτικά σχέδια και η Ιερουσαλήμ φέρεται ότι ευνοεί τη στενή συνεργασία του Καΐρου με την Αθήνα και τη Λευκωσία.