Σκάι: Η βόμβα, το εμπάργκο και τα περί ηθικής αυτουργίας
18/12/2018Μουδιασμένη παρακολουθεί η κοινή γνώμη αλλά και ο πολιτικός κόσμος τις εξελίξεις γύρω από την τρομοκρατική επίθεση κατά του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ και της Καθημερινής. Μέσω δηλώσεων και ανακοινώσεων, πολιτικοί, άνθρωποι του αθλητισμού, δημοσιογράφοι, αλλά και απλοί πολίτες καταδίκασαν τη βομβιστική επίθεση που σημειώθηκε στις 2:37 τα ξημερώματα της Δευτέρας. Παράλληλα, εξέφρασαν την ειλικρινή συμπαράσταση στους δημοσιογράφους και στους υπόλοιπους εργαζόμενους του σταθμού.
Αυτό έπραξε και η υπουργός Προστασίας του Πολίτη. Η Όλγα Γεροβασίλη ήταν η πρώτη που έσπευσε να επισκεφτεί τις εγκαταστάσεις μετά από επικοινωνία που είχε με τον ίδιο τον πρωθυπουργό, λίγη μόλις ώρα μετά την επίθεση, την οποία χαρακτήρισε ως «γεγονός του τραυματίζει τη Δημοκρατία». Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης έφτασε χθες νωρίς το πρωί. «Έρχομαι εδώ καταρχάς για να εκφράσω τη συμπαράστασή μου στους εργαζόμενους του ΣΚΑΪ και της Καθημερινής. Η δημοκρατία και η πολυφωνία δεν φιμώνονται. Θέλω και να ζητήσω επιτέλους να βρουν τους δράστες με αυτά τα φαινόμενα τρομοκρατίας. Έχω εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της Ελληνικής Αστυνομίας».
Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι η κυβέρνηση έχει επιδείξει ανοχή στη βία. Στην παρατήρηση του δημοσιογράφου Δημήτρη Οικονόμου, ότι ο ΣΚΑΪ είχε στοχοποιηθεί και λόγω του κυβερνητικού εμπάργκο που επιβλήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ το περασμένο καλοκαίρι, ο κ.Μητσοτάκης απέφυγε να δώσει συνέχεια. Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι υπάρχει πόλωση και τοξικό πολιτικό κλίμα που δημιουργήθηκε με ευθύνη της κυβέρνησης και φαίνεται πως «έχει παρενέργειες». Στη συνέχεια συμφώνησε ότι πρέπει να υπάρξει αποκλιμάκωση.
Λίγο αργότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, με ανακοίνωσή του, τόνισε πως η επίθεση αποτελεί «μια βαθιά αντιδημοκρατική ενέργεια, που στρέφεται ενάντια στην ελευθεροτυπία και την ενημέρωση». Η καταδίκη της εγκληματικής ενέργειας από τον Αλέξη Τσίπρα ήταν επίσης άμεση και δίχως αστερίσκους. Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε την εγκληματική πράξη ως «επίθεση δειλών και σκοτεινών δυνάμεων απέναντι στην ίδια τη δημοκρατία». Και πρόσθεσε: «Δεν πρόκειται να πετύχουν τον στόχο τους. Ούτε να τρομοκρατήσουν ούτε να αποπροσανατολίσουν». Εξέφρασε παράλληλα τη συμπαράστασή του στους δημοσιογράφους και τους εργαζομένους του ΣΚΑΪ.
Λίγο αργότερα, όμως, οι τόνοι ανέβηκαν, καθώς κυβέρνηση και Κουμουνδούρου ξεκαθάρισαν ότι δεν σχετίζεται με κανέναν τρόπο το τρομοκρατικό χτύπημα με την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να θέσει εμπάργκο στον σταθμό, απορρίπτοντας τις μομφές όσων τα συνδέουν. Χαρακτηριστικό της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης ήταν το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης βγήκε τηλεφωνικά στον ΣΚΑΪ για να εκφράσει την καταδίκη του στην επίθεση (σπάζοντας το εμπάργκο), αλλά ζήτησε να μην «εργαλειοποιείται» η επίθεση για πολιτικούς λόγους.
Απουσία Τζανακόπουλου
Χαρακτηριστική ήταν η απουσία του αρμόδιου για τα ΜΜΕ κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου από τον τόπο της επίθεσης. Ο δε υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παππάς, αφού καταδίκασε την επίθεση, πρόσθεσε και αυτός τη λέξη «εργαλειοποίηση». «Νομίζω ότι είναι αυτονόητη η απόλυτη καταδίκη. Και απόλυτη καταδίκη σημαίνει και περιθωριοποίηση και μη εργαλειοποίηση αυτής της αποτρόπαιης πράξης στην πολιτική αντιπαράθεση».
Το Μέγαρο Μαξίμου διαμήνυσε στα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη ότι η επίθεση «εξελίσσεται σε προσπάθεια υποδαύλισης του διχασμού, ποντάροντας στην ακραία πόλωση και στοχοποιώντας την κυβέρνηση για τη βομβιστική ενέργεια». Πράγματι, την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπέδειξε ως βασικό ηθικό αυτουργό ο πρόεδρος του Ομίλου Γιάννης Αλαφούζος, ο οποίος τόνισε πως από το 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ έχουν ξεκινήσει μία απίστευτη εκστρατεία λάσπης και διασποράς ψευδών ειδήσεων εναντίον του ΣΚΑΪ. Κατηγόρησε παράλληλα την κυβέρνηση ότι δεν σέβεται και δεν υπερασπίζεται την πολυφωνία και την ελευθερία της έκφρασης.
«Η βομβιστική επίθεση στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ είναι μια εγκληματική ενέργεια, που καταδικάστηκε απερίφραστα από την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ σε όλους τους τόνους. Φαίνεται, όμως, ότι ο κ.Αλαφούζος άδραξε την ευκαιρία της επίθεσης για να εντείνει αυτό που κάνει τρία χρόνια τώρα από τα μέσα ενημέρωσης των οποίων είναι ιδιοκτήτης. Τη συκοφαντία, που ξεπερνά τα όρια της αθλιότητας. Με τις ανοησίες του κολλητού του κ.Γεωργιάδη, Άρη Πορτοσάλτε, περί ηθικής αυτουργίας της κυβέρνησης, τις οποίες επαναλαμβάνει ο κ.Αλαφούζος, επιβεβαιώνει την ορθότητα της επιλογής μας να αφήσουμε τους άθλιους προπαγανδιστές, χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των “ηθικών αυτουργών της τρομοκρατίας” στα τηλεοπτικά τους πάνελ».
Αντίρρηση στο εμπάργκο
Αξίζει να σημειώσουμε πως πολλά στελέχη και βουλευτές της Κουμουνδούρου είχαν εδώ και καιρό εκφράσει την αντίρρησή τους στο εμπάργκο που έχει επιβάλει το Μέγαρο Μαξίμου στον τηλεοπτικό σταθμό. Ειδικά μετά την επίθεση, μάλιστα, μία μερίδα βουλευτών εξέφρασε πιο έντονα την επιθυμία για άρση του εμπάργκο. Το Μέγαρο Μαξίμου κατέπνιξε την τάση αυτή, με ενδεικτική και τη μεταστροφή στη στάση της Όλγας Γεροβασίλη, η οποία από το βήμα της Βουλής εξαπέλυσε αιχμές περί προσπάθειας άλλων πολιτικών δυνάμεων να επωφεληθούν του χτυπήματος.
Η στάση της προκάλεσε την αντίδραση του Νίκου Δένδια, που την κατηγόρησε για απουσία αποτρεπτικής πολιτικής. Με καθυστέρηση καταδίκασε την επίθεση και ο Πάνος Καμμένος: «Άσχετα με τον πολυετή πόλεμο που δεχόμαστε από τον ΣΚΑΪ αρνούμαστε έστω και με τη στάση μας να βρεθούμε τυπικά με τη χρήση βίας. Στηρίζουμε το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης ακόμη και σε εκείνους που παραβιάζουν τη δίκη μας».
Η επίθεση απασχόλησε χθες και την ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Σε ανακοίνωσή του επισημαίνει ότι «παρόμοιες ενέργειες στρέφονται κατά της ελευθερίας της έκφρασης, της πολυφωνίας και εν τέλει της δημοκρατίας».
Ανακοίνωση συμπαράστασης εξέδωσαν και οι εργαζόμενοι στο ΕΣΡ, οι οποίοι επισημαίνουν ότι «έχοντες τη δυσάρεστη εμπειρία της άνοιξης του 2014, όταν οι εγκαταστάσεις μας επλήγησαν από την τοποθέτηση βόμβας και της μετέπειτα προσπάθειας να επαναλειτουργήσουμε, δηλώνουμε τη συμπαράστασή μας απέναντι στους εργαζόμενους στο τηλεοπτικό κανάλι ΣΚΑΪ. Ευχόμαστε την ταχύτερη δυνατή επαναφορά σε ανθρώπινες συνθήκες λειτουργίας και καταδικάζουμε κάθε είδους βίαιες και επιθετικές μεθόδους “διαφωνίας” στον χώρο της Ενημέρωσης και στη Δημοκρατία».