Στραγγαλίζει οικονομικά η κυβέρνηση Δήμους και Περιφέρειες
30/05/2025
Η κυβέρνηση αποφάσισε να συντάξει και να παρουσιάσει Νέο Κώδικα για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Στην κοινή συνεδρίαση, της 28ης Απριλίου, της ΚΕΔΕ (Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας) και της ΕΝΠΕ (Ένωση Περιφερειών Ελλάδας) με την ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών (ΥΠΕΣ) και με κύριο ομιλητή τον υπουργό κ. Λιβάνιο, παρουσιάσθηκαν οι βασικές αρχές και τα ουσιαστικότερα στοιχεία των «μεταρρυθμίσεων» που, κατά την άποψη της κυβέρνησης, περιλαμβάνονται στον νέο Κώδικα.
Με τον νέο Κώδικα, σύμφωνα με την ηγεσία του ΥΠΕΣ, επιδιώκεται να αντιμετωπισθεί η πολυνομία και να ξεπεραστούν νομοθετήματα χρονικά ξεπερασμένα. Δεν αλλάζουν τα όρια και ο αριθμός ούτε των δήμων, ούτε φυσικά των περιφερειών. Ο νέος Κώδικας αποτελείται από τέσσερα (4) βιβλία τα οποία αφορούν στο εκλογικό σύστημα, τη διακυβέρνηση και την εποπτεία, τις αρμοδιότητες και την οικονομική διαχείριση σε δήμους και περιφέρειες. Στο πλαίσιο αυτό θα γίνει και επανακαθορισμός του χαρακτήρα των δήμων –ορεινοί, ημιορεινοί, μητροπολιτικοί. Αναφορικά με την εκλογική διαδικασία, προτείνεται οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες να εκλέγονται σε ένα γύρο ενώ καταργούνται οι δημοτικές ενότητες ως εκλογικές περιφέρειες στους δήμους.
Έχει κατά καιρούς έντονα προβληθεί -και είναι υπαρκτή- η ανάγκη μεταβίβασης αρμοδιοτήτων και εξουσιών από το «κεντρικό κράτος» προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις Περιφέρειες, όπως επίσης και η ακριβής οριοθέτηση περιεχομένου αρμοδιοτήτων και ευθυνών άσκησης εξουσίας. Όμως, δεν θα μπορούσε κανείς να ελπίζει σε θετικές αποφάσεις ανταποκρινόμενες στις πραγματικές ανάγκες από την κυβέρνηση της ‘’Νέας Δημοκρατίας’’ ούτε στον πρώτο τομέα (πραγματική αποκέντρωση εξουσιών), ούτε στον δεύτερο (οριοθέτηση και ουσιαστική άσκηση των πολιτικών).
Σε μια κυβέρνηση όπου όχι απλώς η ισχυρή πρωτοκαθεδρία αλλά η απόλυτη κυριαρχία ανήκει και ασκείται από τον πρωθυπουργό και το συγκεντρωτικό του κέντρο (το γνωστό για όλες τις οικονομικές και πολιτικές υποθέσεις «Μαξίμου») δεν μπορεί κανείς να αναμένει -και η 6ετής εμπειρία είναι καταλυτική- θετικές αποφάσεις εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης με περιεχόμενο αποκέντρωσης, ούτε καν με αποχρώσεις αποκέντρωσης.
Ο στόχος είναι κυρίως ο πλήρης κομματικός («νεοδημοκρατικός») έλεγχος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ο παραπέρα έλεγχος των Περιφερειών. Κι αυτό επιδιώκουν να το πετύχουν μέσω του νέου τρόπου εκλογής Δημάρχων και Περιφερειαρχών, ακυρώνοντας την δεύτερη Κυριακή μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων (δημάρχων, περιφερειαρχών) της πρώτης Κυριακής.
Είναι γεγονός ότι στον χώρο της Αυτοδιοίκησης, πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, οι αντιλήψεις, οι τακτικές και οι πρακτικές του «πελατειακού κράτους» με ασυναγώνιστο πρωταγωνιστή και ενορχηστρωτή τη ‘’Ν.Δ.’’ και την κυβέρνηση, αλλά και με εκτεταμένες μέσα στην κοινωνία ανάλογες συμπεριφορές και λογικές, αποτελούν ένα πλατύ διαβρωτικό βούρκο. Το νέο εκλογικό σύστημα της κυβέρνησης στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αυτήν την κοινωνικο-πολιτική κατάσταση εκμαυλισμού εκμεταλλεύεται ώστε με δύο εναλλακτικούς (πελατειακά ελεγχόμενους) εκλογικούς συνδυασμούς να κατορθώσει με το 43% και τη δυνατότητα διπλοσταυριών να αλώσει πλήρως Δήμους και Περιφέρειες με μία και μόνη Κυριακή.
Η αφαίμαξη της Αυτοδιοίκησης
Η κυβέρνηση έχοντας αφαιμάξει οικονομικά την Τοπική Αυτοδιοίκηση, έχοντας εξαρτήσει κάθε έργο υποδομών ή κοινωνικής φύσεως στους δήμους από τις «καλές σχέσεις» (δηλαδή, τις σχέσεις υποταγής) με τους υπουργούς, σε τελική ανάλυση με το «Μαξίμου», και έχοντας προωθήσει (επιβάλει) ένα πλέγμα «προτιμώμενων κατασκευαστικών επιχειρήσεων» και εταιρειών συμβούλων έχει εγκαταστήσει ένα πολυπλόκαμο σύστημα ελέγχου και ευνοιοκρατίας.
Όλη αυτή η επιχείρηση συναλλαγών και εξαρτήσεων μπόρεσε να προχωρήσει και να επεκταθεί, διότι -όπως προείπαμε, πλην εξαιρέσεων -στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης οι αντιλήψεις αρχών απέναντι στον «πελατειασμό», τη διαπλοκή και την μονοκρατορία της αθηναϊκής εξουσίας, καθώς και οι πολιτικές πραγματικής αποκέντρωσης, περιφερειακής ανάπτυξης και κοινωνικής δημιουργικής συμμετοχής, οι δράσεις σε παραγωγικούς τομείς κοινωνικού χαρακτήρα και οι κινητοποιήσεις έχουν υποστεί μεγάλη υποχώρηση κατά την τελευταία 20ετία.
Ένα νέο κίνημα Αυτοδιοίκησης είναι πλέον αναγκαίο. Ένα νέο κίνημα με κεντρικά στοιχεία του:
- την ουσιαστική-πραγματική αποκέντρωση,
- την περιφερειακή-βιώσιμη ανάπτυξη με δημιουργική εμπλοκή και ανορθωτικό ρόλο της Αυτοδιοίκησης,
- την δημογραφική και παραγωγική αναζωογόνηση των περιφερειακών και των περιθωριοποιημένων περιοχών,
- την ανάταξη-ενίσχυση και ανάληψη ευθύνης για τις αστικές και περιβαλλοντικές υποδομές και τις δομές κοινωνικού χαρακτήρα.
Για αυτό το νέο κίνημα Αυτοδιοίκησης -για την ανάδειξη της ανάγκης του και την υποστήριξη της συγκρότησης και ενδυνάμωσής του- θα χρειαστούν, πρωτίστως, οι κατάλληλοι, ικανοί άνθρωποι και πρωταγωνιστικά σχήματα (συνεπείς φορείς των αρχών του και ανάπτυξης των πολιτικών του). Εντωμεταξύ, κι ενώ οφείλουμε να έχουμε σταθερά προ οφθαλμών το σύνθετο και ζωτικής σημασίας καθήκον για το νέο κίνημα της Αυτοδιοίκησης, ορισμένα ζητήματα είναι κατεπείγοντα και κρίσιμα. Πρέπει να προβληθούν, να διεκδικηθούν για να λυθούν και να υποστηρίξουν -κατά κάποιο τρόπο- και τη δημιουργία πρωταρχικών όρων για το γενεσιουργού ξεδίπλωμα του νέου κινήματος Αυτοδιοίκησης.
Οικονομική αυτοδυναμία για την Τοπική Αυτοδιοίκηση
Ο στόχος αυτός είναι ομόφωνος, συγκεντρώνει ευρύτατο συσχετισμό δύναμης και μεγάλη συσπείρωση με αγωνιστικές διαθέσεις και στα σημερινά όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στα οποία την πλειοψηφία κατέχουν στελέχη της «Ν.Δ.». Πλειοψηφία, που μπορεί -και έχει αποδειχθεί- ότι μπορεί να ανασχέσει ή να υποσκάψει τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση μαχητικών πρωτοβουλιών διεκδίκησης και επίτευξης του στόχου της απόδοσης των κατακρατούμενων πόρων προς την Αυτοδιοίκηση.
Υπάρχουν, ωστόσο, σχετικές αποφάσεις κεντρικών και περιφερειακών οργάνων (ΚΕΔΕ και ΠΕΔΕ), υπάρχουν δημόσια κατ΄επανάληψη και με έμφαση διατυπωμένες οι θέσεις απόδοσης των νομοθετημένων πόρων προς την Αυτοδιοίκηση. Κυρίως υπάρχει μια ευρύτερη διάχυτη κοινωνική διάθεση διεκδίκησης και υποστήριξης θετικών δράσεων της Αυτοδιοίκησης.
Συνοπτικά, και χωρίς να πάμε πολύ πίσω στο παρελθόν, το ζήτημα αυτό έχει ως εξής: Σύμφωνα με τον Ν. 3852/2010, η Τοπική Αυτοδιοίκηση (οι ΟΤΑ) δικαιούται ετησίως 8,3 δισ. ευρώ από Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ). Ωστόσο, ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2025, αυθαιρέτως, προβλέπει την απόδοση μόλις 2,5 δισ. ευρώ! Για το 2025 η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει στερηθεί 5,8 δισ. ευρώ, δηλαδή το 70% των νόμιμων πόρων της! Ποσό που υπολείπεται όχι μόνο της νομοθετικής υποχρέωσης/πρόβλεψης αλλά και του ελάχιστου ορίου αποδόσεων των 3,84 δισ. ευρώ που έχει τεθεί, έχει συμφωνηθεί για τους ΟΤΑ.
Αυτή η απόκλιση έφερε έντονες αντιδράσεις από την ΚΕΔΕ (Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας). Όμως, στην καθημερινή πράξη, δημιουργεί, κυριολεκτικά, συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής ασφυξίας. Υπάρχουν, μάλιστα δήμοι που έχουν φτάσει -και το δηλώνουν εμφατικά- σε συνθήκες οικονομικής χρεοκοπίας και αδυναμίας εκτέλεσης των στοιχειωδών αρμοδιοτήτων τους.
Επιπλέον, η Τοπική Αυτοδιοίκηση ζητά την κατάργηση του πλαφόν των 3,84 δισ. ευρώ που θεσπίστηκε αυθαίρετα από την κυβέρνηση της “ΝΔ” (άρθ. 44 του Ν. 5071/2023). Ενώ ρεαλιστικά διαρκώς επιμένει στην, έστω, σταδιακή αποπληρωμή των παρανόμως παρακρατηθέντων, μη αποδοθέντων πόρων, οι οποίοι υπολογίζονται σε περισσότερα από 12 δισ. ευρώ!
Συνοψίζοντας, η Τοπική Αυτοδιοίκηση στερείται αυθαιρέτως, ετήσια 5,8 δισ. ευρώ από τους θεσμοθετημένους πόρους που νόμιμα δικαιούται, ενώ της έχουν παράνομα παρακρατηθεί περισσότερα από 12 δισ. ευρώ!
Αυτή η εικόνα οικονομικής ασφυξίας των δήμων -σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα του κυβερνητικού θριάμβου για τα υπερπλεονάσματα και εν μέρει επεξηγηματική της προέλευσης των υπερπλεονασμάτων- δημιουργεί και πρόσθετα προβλήματα, στο βαθμό που η στέρηση αυτών των πόρων δρα απαγορευτικά στις συνέργειες των δήμων για την αξιοποίηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των ΠΕΠ, στην κατασκευή έργων υποδομής και περιβάλλοντος και ανάπτυξης δομών κοινωνικής και προνοιακής φύσεως.
Από κάθε πλευρά, όπως κι αν εξετασθεί το ζήτημα, είναι ξεκάθαρο ότι: η κυβέρνηση αυθαιρετεί, παρακρατώντας παράνομα θεσμοθετημένους πόρους που ανήκουν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η στάση της Αυτοδιοίκησης πλέον δεν μπορεί να είναι η μέχρι τώρα, των ατελέσφορων διαμαρτυριών, των αναποτελεσματικών παραπόνων και των ικεσιών για εύνοια των υπουργών και του «Μαξίμου». Πρέπει να ακολουθηθούν με προγραμματισμό, σχεδόν ταυτόχρονα, δύο δρόμοι.
Ανάγκη προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Ο πρώτος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εγκαλώντας την κυβέρνηση για την αυθαίρετη, μη νόμιμη και επαναλαμβανόμενη παρακράτηση θεσμοθετημένων πόρων της. Που έχουν ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να εκτελέσουν τα νομοθετημένα καθήκοντα της απέναντι στους πολίτες τους (που είναι και ευρωπαίοι πολίτες) και που αδυνατούν να αξιοποιήσουν κρίσιμους, πολλαπλά χρήσιμους ευρωπαϊκούς πόρους για την ανάπτυξη έργων υποδομών και ποιότητας ζωής στις τοπικές κοινωνίες τους. Στην προσφυγή αυτή, είναι βέβαιο ότι οι δυνάμεις της Αυτοδιοίκησης που ανήκουν στη «Ν.Δ.» δεν θα συμπορευτούν.
Όμως το δίκαιο και η ζωτικότητα του αιτήματος -μετά μάλιστα από τη χρόνια διεκδίκηση του- θα δημιουργήσει και την θετική εκείνη οριοθέτηση μεταξύ των δυνάμεων που πράγματι πιστεύουν και υπηρετούν την αποστολή της Αυτοδιοίκησης και εκείνων που στην πραγματικότητα αποτελούν προεκτάσεις κυβερνητικών μηχανισμών υποκρινόμενοι για την αυτοδυναμία της Αυτοδιοίκησης. Η επιλογή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι η σωστή, τόσο για λόγους κύρους και βάρους της υπόθεσης και της απόφασης, όσο και υπέρβασης του αντίστοιχου ελληνικού δικαστικού τοπίου όπου η πιθανότητα εμπλοκών, διαστροφής και καθυστερήσεων είναι μεγάλη.
Ο δεύτερος είναι ο δρόμος της κοινωνικής ενημέρωσης και των κινητοποιήσεων. Ενημέρωσης των πολιτών, πυκνής, με πολλά μέσα και διάφορους τρόπους και κυρίως με παραδείγματα έργων που θα μπορούσαν να γίνουν και δεν γίνονται για το λόγο της αφαίρεσης πόρων -και, υπογραμμίζουμε, ότι δεσμευτικά οφείλουν να γίνουν από τη στιγμή που αρχίσουν να υπάρχουν οι πρόσθετοι αυτοί πόροι ή μέρος τους. Και, κινητοποιήσεων, με εφευρετικότητα κινήσεων, προγραμματισμό αλλά και αιφνιδιασμό (ο οποίος δεν θα θίγει ανάγκες και υπηρεσίες πολιτών, αλλά θα πιέζει σημαντικά την κυβέρνηση προς την οποία σταθερά θα αναφέρεται ο λόγος δράσης).