Συνεχίζει να αγοράζει τις επιταγές χωρίς αντίκρισμα του Βερολίνου ο Μητσοτάκης
27/03/2021Ο αστικός μύθος των τελευταίων ημερών και οι πλέον πρόσφατοι διπλωματικοί ψίθυροι φέρουν τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να εκφράζεται κολακευτικά για τον Έλληνα πρωθυπουργό, εγκωμιάζοντας με θερμότατα λόγια τη στάση του κατά την περσινή μεταναστευτική “εισβολή” στον Έβρο. Λαμβάνοντας υπόψη την παγκόσμια ισχύ της Γερμανίας και τη σημασία των διαπροσωπικών σχέσεων στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, η θετική προδιάθεση της καγκελαρίου θα είχε, ασφαλώς, βαρύνουσα σημασία, αν αποδεικνυόταν ειλικρινής και κυρίως μακράς διάρκειας. Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος που δεν πρέπει να ενθουσιάζεται, αν θυμηθεί τα –κατά το κοινώς λεγόμενο– “αδειάσματα” του Βερολίνου προς αρκετούς προκατόχους του.
Θα ήταν μεγάλο λάθος αν τα εγκώμια της Άνγκελα Μέρκελ αποτελούν τη δικαιολογητική βάση όσων ο Κυριάκος Μητσοτάκης καυχήθηκε στην συνέντευξή του στην εφημερίδα “Το Βήμα”. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, πως «εμείς επιτρέψαμε στην Ευρώπη να διαπραγματεύεται με την Τουρκία, ειδικά στο Προσφυγικό, από θέση ισχύος. Κρατήσαμε τα σύνορά μας. Εάν δεν είχε συμβεί αυτό, η Ευρώπη θα διαπραγματευόταν με την Τουρκία από θέση αδυναμίας. Σήμερα μιλά από θέση ισχύος. Κι αυτό το οφείλει σε εμάς».
Οι διατυπώσεις του πρωθυπουργού περιέχουν πολλές αντιφάσεις επί του Μεταναστευτικού. Γιατί, όσο κι αν –ορθώς– διατρανώνουμε ότι τα σύνορά μας είναι και ευρωπαϊκά, η αλήθεια είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστώνεται ότι προστάτευσε αποτελεσματικά μόνον την ημέτερη μεθόριο και την εθνική επικράτεια. Αν η ΕΕ αναγνώριζε πραγματικά όσα δηλώνει ο πρωθυπουργός και για τα δικά της σύνορα, η πολιτική της έναντι της Τουρκίας θα ήταν αυστηρότατη και οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου θα ήταν –έστω κατ’ ελάχιστον– υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, από τη στιγμή που οι Βρυξέλλες (και το Βερολίνο) συνδέουν το κυριαρχικό δικαίωμα φύλαξης των ελληνικών συνόρων με τη διαδικασία παροχής ασύλου. Επίσης, δεν αναγνωρίζουν δικαίωμα συσχετισμού-περιορισμού του αριθμού των εισερχομένων και των αιτούντων άσυλο, ενώ οι κεντροευρωπαϊκές χώρες θα αποφασίζουν αυτόνομα αν και πώς θα δεχτούν μεταφορά μεταναστών από την Ελλάδα.
“Αποθήκη ψυχών”
Σε αυτό το πλαίσιο, οι περισσότεροι εταίροι κρίνουν, δυστυχώς, πως προστατεύονται επαρκώς όχι από τις ελληνικές κινήσεις του Μαρτίου 2020, αλλά από τις αποφάσεις του Μαρτίου 2016, όταν σφραγίστηκαν τα σύνορα της βαλκανικής και κεντροευρωπαϊκής διόδου των μεταναστών με “μπλόκα” στα σύνορα των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας και μέχρι τη Σλοβακία και την Αυστρία.
Ταυτόχρονα, μέσω της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, η Άγκυρα (δήθεν) δεσμεύτηκε για τις επανεισδοχές όσων παράνομα εισέρχονται στα ελληνικά νησιά και όχι στον ηπειρωτικό χώρο. Οι εταίροι, προφανέστατα, επέμειναν (κι αυτοί) στα νησιά, επιθυμώντας να προλάβουν οποιαδήποτε μεταναστευτική πίεση προς Βορρά και έχουν μείνει ήσυχοι με την “αποθήκευση” αξιολύπητων προσφύγων και περίεργων οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα.
Η νέα Κοινή Δήλωση με την Τουρκία, που τώρα επεξεργάζεται η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεν θα μεταβάλει τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Παράλληλα, οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού επαναφέρουν στο προσκήνιο τη συνήθη παρεξήγηση (ή τον συνήθη ευσεβή πόθο) μεταξύ της ΝΔ και των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών. Στην Αθήνα επικρατεί η άποψη ότι, λόγω των συγγενικών δεσμών μεταξύ των δύο κομμάτων, το Βερολίνο θα είναι πιο δεκτικό έναντι των ελληνικών θέσεων.
Μέγιστη πλάνη
Η εμπειρία δείχνει πως πρόκειται για μέγιστη πλάνη. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν βέβαιος πως ο Χέλμουτ Κολ θα συνέδραμε τη βαλκανική του πολιτική, μέχρι που η Γερμανία διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία, με την αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας τον Ιανουάριο του 1992, και “κλότσησε” το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων από την τότε ΕΟΚ στον ΟΗΕ τον Ιανουάριο του 1993.
Ο δε Αντώνης Σαμαράς άκουγε την Άνγκελα Μέρκελ και συνεργάτες της να εκμυστηρεύονται εμπιστευτικά «έχουμε επενδύσει στο ελληνικό πρόγραμμα» και «αναγνωρίζουμε την επιτελούμενη πρόοδο», μιλώντας για «erfolgsgeschichten» (ιστορίες επιτυχίας ή στα… ελληνικά success story) και πιθανή αναδρομικότητα του μηχανισμού ESM προς ελάφρυνση του χρέους.
Μέχρι που ο υπουργός Οικονομικών Βόλφανγκ Σόιμπλε έστειλε το μήνυμα πως οι ιδέες περί χρέους «μου προκαλούν αηδία», όπως είπε. Και η καγκελάριος, ως διά μαγείας, συμφώνησε απόλυτα. Μοναδική εξαίρεση, που επιβεβαιώνει τον κανόνα, ήταν ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος έθετε όρια εκ των προτέρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πίεση της Άνγκελα Μέρκελ τον Ιούλιο του 2007 για άμεση αγορά των Eurofighter.
Ας κρίνει εξ ιδίων ο Μητσοτάκης
Ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε ότι πρέπει πρώτα να επαναληφθεί η διαπραγμάτευση που είχε ανασταλεί από το 2001, αναγκάζοντας την καγκελάριο να αναγνωρίσει δημόσια πως «πρέπει όλα να είναι ανοιχτά και διάφανα». Γνωρίζοντας όλα αυτά και ήδη με πείρα 20 μηνών στο Μαξίμου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης όφειλε να μην παρασύρεται. Άλλωστε και τα προσωπικά του βιώματα από την επίσκεψη στο Βερολίνο τον Αύγουστο του 2019 είναι διδακτικά.
Στο πλαίσιο της διπλωματικής κολακείας, η γερμανική πλευρά εξέφρασε μέγα θαυμασμό για το ταχύ μεταρρυθμιστικό έργο του Κυριάκου Μητσοτάκη, που όμως πολύ απλά δεν μπορούσε να υπάρχει μέσα σε μόλις 52 μέρες από τις εκλογές εκείνης της χρονιάς. Επιπρόσθετα, η καγκελάριος υποσχέθηκε στήριξη στο Μεταναστευτικό, στις επενδύσεις-ιδιωτικοποιήσεις και στα θέματα των Βαλκανίων και της λιβυκής κρίσης. Ως γνωστόν, τίποτε από όλα αυτά δεν τηρήθηκε ή υλοποιήθηκε έκτοτε.