ΣΥΡΙΖΑ: Tα βουλιμικά σαΐνια του “ρεαλιστικού μετακομμουνισμού”
05/03/2019Τώρα πια βλέπω, αν και πολύ αργά, την τρέλα να ξεκινάς ένα έργο πριν μετρήσεις το κόστος της Δύναμης που απαιτεί.
Ντάνιελ Ντεφόε, Ροβινσών Κρούσος
Το κακό ήρθε από μακριά. Το χρονικό μιας ολοκληρωτικής μετάλλαξης δεν διαμορφώνεται από την μία στιγμή στην άλλη. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερα εφόδια ή ικανότητες για να καταλάβεις ότι το χρονικό της πορείας προς την πλήρη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε νέο κόμμα «παλαιάς κοπής», ξεκινάει από καιρό και κανένα περιθώριο διαφυγής δεν υπάρχει σε όσους ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξαν σταθερές, διαρκείς και επίμονες προειδοποιήσεις για την έλευση και το μέγεθος του κινδύνου.
Δεν αποτελεί κατ’ ελάχιστον σχήμα λόγου, το γεγονός ότι πλήθος ήταν εκείνοι που δημόσια ή εσωκομματικά εξέφρασαν ποικιλοτρόπως τις αγωνίες, τους φόβους, τους ενδοιασμούς, τις διαφωνίες αλλά και τις προτάσεις τους για τα κατά τη γνώμη τους «κακώς κείμενα». Ένα μεγάλο μέρος αυτού του υλικού έχει ήδη δημόσια κατατεθεί (Βλέπε λ.χ. το εξ 180 σελ. αφιέρωμα του περιοδικού «Τετράδια», τον χειμώνα του 2017, που φιλοξένησε εκτεταμένα κείμενα 20 γνωστών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ) και είναι χρήσιμο να εγκύψουμε πάνω του βαθαίνοντας την ανάλυσή μας.
Τώρα που η βασική μετατόπιση έχει πλέον, συντελεστεί, φρόνιμο είναι να δούμε τα πράγματα πιο νηφάλια γιατί αυτό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ότι η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο. Είναι οι ίδιοι όροι που αφετηριακά τον συγκρότησαν ως συσπείρωση δυνάμεων με ετερόκλητα ή και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από την ακολουθούμενη ρητορική. Αυτό άμεσα γινόταν αντιληπτό στον καθένα που ερχόταν σε ουσιαστικότερη επαφή με την «συριζική πραγματικότητα». Το ότι δηλαδή τον ΣYΡΙΖΑ συγκροτούσαν δύο διαφορετικά στρατόπεδα με ημιανταγωνιστικά χαρακτηριστικά.
Τα στρατόπεδα
Το πρώτο εξέφραζε την συσπείρωση των δυνάμεων εκείνων που από καιρό είχαν μπει κάτω από τις σημαίες του αστικού εκσυγχρονισμού στην τροχιά του κοινωνικοπολιτικού τους μεταμορφισμού. Πρωτοστάτες στη συγκρότηση του εν λόγω στρατοπέδου υπήρξαν οι δημιουργικοί απόφοιτοι της κυρκικής αριστεροδεξιάς μαζί με τα βουλιμικά σαΐνια «του ρεαλιστικού μετακομμουνισμού». Από κοινού συνέθεσαν το νέο τύπο αριστερού επαρχιώτη μικροευρωπαίου, που θεώρησε φρόνιμο και συμφέρον να εγκαταλείψει το «αντιπαραγωγικό» αριστερό παρελθόν του, αναζητώντας τη νέα του φάτνη στις Βρυξέλλες.
Το δεύτερο στρατόπεδο ήταν περισσότερο αντιφατικό και ετερόκλητο. Εκτεινόταν από το πλειοψηφικό στον χώρο της αντιπολίτευσης Αριστερό Ρεύμα, τη μειοψηφική, εμπνεόμενη από τις αξίες του Δημοκρατικού Πατριωτισμού Πατριωτική Αριστερά ως και τις ποικίλες κομμουνιστικής οπτικής συσπειρώσεις με σημαντικότερες από αυτές, εκείνες που αναφέρονταν στον χώρο του μαοϊσμού και του τεταρτοδιεθνιστικού μαρξισμού. Απαρτιζόταν από αυτούς που εξακολουθούσαν να θεωρούν την Αριστερά ως χώρο που οι υποτελείς τάξεις ανασυγκροτούσαν τις δυνάμεις τους με στόχο την εθνική και κοινωνική χειραφέτηση τους.
Όμως, το στρατόπεδο αυτό περιέκλειε πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων καταστάσεων που ήταν εξαιρετικά δύσκολο στρατηγικά να συνυπάρξουν, όχι μόνο λόγω των πραγματικών ή φανταστικών διαφορών τους, όχι μόνο λόγω της έλλειψης γείωσης με το κοινωνικά και πολιτικά πραγματικά υπάρχον, αλλά -κυρίως- λόγω μιας ευρύτερης πολιτικοϊδεολογικής ανεπάρκειας που επιδεινωνόταν εξαιτίας ενός αφόρητα αναποτελεσματικού υποκειμενισμού.
Το αφετηριακό δράμα
Αυτή η συνύπαρξη των δύο στρατοπέδων στην συσκευασία του ενός συγκροτεί το «αφετηριακό δράμα» που αποτυπώθηκε στο Ιδρυτικό Συνέδριο, αλλά και όλες τις υπόλοιπες εσωκομματικές διαδικασίες που διαιώνισαν την κατοχυρωμένη από την περίοδο του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ αναλογία 7 προς 3 ή 6 προς 4, όπου οι άγονες, ορεινές αλλά και ολίγες εύφορες περιοχές, αποτελούσαν το ανταποδοτικό τέλος της ηγεσίας προς αριστερά ρεύματα, πλατφόρμες, ποικίλες αντιπολιτεύσεις κ.λπ.
Είναι εμφανές ότι αυτό από μόνο του αποτελούσε ένα βαθύ δομικό πρόβλημα που αποτυπώθηκε και στο αντιδημοκρατικό Ιδρυτικό Συνέδριο, στο οποίο τέθηκε σε διωγμό μέρος της υπάρχουσας χλωρίδας και πανίδας από την ηγετική ομάδα, που λειτούργησε «ως εξολοθρευτής της κανονικότητας των εσωκομματικών διαδικασιών», κατά την εύστοχη παρατήρηση κάποιων.
Το κυρίαρχο μπλοκ, με την ανοχή ή και στήριξη μέρους της αριστερής αντιπολίτευσης (οποία ομοιότης με τον ιστορικό σταλινισμό), επέβαλε τελικά μέσω της πλειοψηφίας την πολιτική του βούληση, τόσο σε επίπεδο καταστατικών Αρχών και πολιτικών θέσεων, όσο και σε επίπεδο εκπροσώπησης, χωρίς ως φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι η ενέργειά του αυτή επανέφερε ως ένα βαθμό τον ΣΥΡΙΖΑ στο ancient regime.
Αυτό που μετασυνεδριακά κατεγράφη ως «συριζική πραγματικότητα» ήταν η μερική κατίσχυση της υπό συγκρότηση νέας ηγετικής ομάδας. Μιας ομάδας βαθύτατα ανεπαρκούς γνωσιολογικά και κατεξοχήν εμπαθούς και ρεβανσιστικής πολιτικά, που χρεώνεται σε μεγάλο βαθμό την συντηρητική, καθεστωτική στροφή, που απέκλεισε από τον ΣΥΡΙΖΑ την δυνατότητα να διευρυνθεί κοινωνικά εντάσσοντας οργανικά στους κόλπους του τα ριζοσπαστικοποιημένα στρώματα που μετά το 2012 τον είχαν πλησιάσει.
Η στροφή αυτή του ΣΥΡΙΖΑ του στέρησε την δυνατότητα να εξυγιανθεί πολιτικά από την μέγκενη του άτοπου και άχρονου διεθνισμού και από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του «ιμπεριαλιστικού» δικαιωματισμού, προσεγγίζοντας με σοβαρούς όρους τα ζητήματα της γεωπολιτικής, τα εθνικά προβλήματα, την θέση της Αριστεράς απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό και τη Νέα Τάξη. Έτσι δεν μπόρεσε να προσεγγίσει τα ουσιαστικά για την στρατηγική της Αριστεράς ζητήματα της σχέσης ανάμεσα στο εθνικό και κοινωνικό ζήτημα, της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της εθνικής ανεξαρτησίας, του νέου πολιτικού υποκειμένου ως αυθεντικού εκφραστή των συμφερόντων των υποτελών τάξεων.
Τα πρώτα βήματα προς τον «προωθητικό συμβιβασμό»
Εκ του αποτελέσματος δεν είναι παρακινδυνευμένη, φρονώ, η εκτίμηση ότι σε αυτήν ακριβώς την περίοδο ήταν που αντιφατικά διευρύνθηκαν τα όρια μετάλλαξης, πχ επαφές με κύκλους του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας και ξένα κέντρα. Ισχυρό μάλιστα επιχείρημα σε αυτό αποτελεί το γεγονός της λυσσώδους προσπάθειας για την εδραίωση της ηγετικής ομάδας και την επιτήρηση στην εφαρμογή της «γραμμής» μέσω γκαουλάιτερ, το προσεκτικό και πάντα ετεροβαρές μοίρασμα της εσωκομματικής πίτας και η σταθερή απόκρουση όλων των προσπαθειών που πλήθος στελεχών έκαναν για αλλαγή γραμμής πλεύσης.
Προσπάθειες που συστηματικά προσέκρουσαν σε ήδη ειλημμένες πολιτικές αποφάσεις που εντάσσονταν στην σταδιακά διαμορφούμενη καινούργια ατζέντα της μεθοδευμένης προσαρμογής, στην ανάληψη ενός νέου ρόλου, ενός «προωθητικού συμβιβασμού», στα πλαίσια του συστήματος και των Μνημονίων. Είναι πραγματικά πλούσιο το υλικό που αφορά τις προσπάθειες που τότε έγιναν από μια πλειάδα στελεχών του κόμματος. Ενδεικτικά στέκομαι σε δύο δικές μου δημόσιες παρεμβάσεις-εκκλήσεις προς την ηγεσία μέσα στο 2013, σε περίοδο δηλαδή που ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στα πρώτα στάδια μαζικής εξάπλωσής του και όπου ο στόχος της εξουσίας δεν ήταν ακόμη άμεσα ορατός.
Στην πρώτη, τον Ιούνιο του 2013 σε ομιλία μου στο Φεστιβάλ Resistance είχα επισημάνει ότι «πρέπει να ξεφύγουμε από τον συντεχνιασμό, την μικροπολιτική, τον τακτικισμό και τον οικονομισμό. Πρέπει να φύγουμε από το γήπεδο του αντιπάλου που είναι και γήπεδο του κακού εαυτού μας. Πρέπει να επαναφέρουμε στην κεντρική σκηνή την πολιτική και την ηθική. Γιατί η πολιτική σε συνδυασμό με την ηθική αποτελούν μείζονα αυτοδύναμα στοιχεία, που στον βαθμό που τα έχεις κατακτήσει είναι σε θέση να λειτουργήσουν δραστικά, επιλύοντας πολλά δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα.
»Πρέπει έστω και στο παραπέντε να συνειδητοποιήσουμε ότι το μεγάλο διακύβευμα δεν είναι τα ιερά και τα όσια του εσωτερικού μας μικρόσκοσμου. Το μεγάλο διακύβευμα είναι αν θα τα υπερβούμε και θα διεκδικήσουμε, λέγοντας πάντα την πικρή, σκληρή αλήθεια, το ηγεμονικό πρόταγμα μιας νέας λαϊκής μεταπολίτευσης απέναντι στην νεοσυντηρητική-νεοφιλελεύθερη διεκδίκηση, που θα χρησιμοποιήσει ως άλλοθι-καύσιμη ύλη όλα τα κούτσουρα και τα σκουπίδια, της σε αποσύνθεση ευρισκόμενης νεοφιλελεύθερης Κεντροαριστεράς».
Λίγο αργότερα τον Νοέμβριο του 2013 σε άρθρο μου στην Αυγή, επισημαίνοντας τα βαριά ιστορικά και πολιτικά ολισθήματα της κυρίαρχης στον ΣΥΡΙΖΑ αναθεωρητικής σχολής επεσήμανα πως: «Είναι γνωστό ότι στα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρξε ένα σημαντικό έλλειμμα για ό,τι θα αποκαλούσαμε, τόπο, πατρίδα, έθνος, ελληνικότητα, παράδοση, γλώσσα, ιστορία, με αποτέλεσμα να ενοχοποιηθούν οι ίδιες οι έννοιες και να δυσφημιστούν ως απάδουσες στην σύγχρονη παγκοσμιοποιητική τάση με την οποία -τάχα μου- συμβαδίζουν τα διεθνιστικά οράματα του σοσιαλισμού.
»Η αποσιώπηση ή απαξιωτική ιεράρχηση (ενδεικτικά) των Ρήγα, Κολοκοτρώνη, Καραΐσκάκη, των ολοκαυτωμάτων των Ελληνίδων στο Ζάλογγο και αλλού, της Μικρασιατικής και Ποντιακής Γενοκτονίας, του Εαμικού και Κυπριακού έπους δεν μπορεί να μην έχει επιπτώσεις. Όταν ο Άρης ή ο Αυξεντίου μένουν στην «δεύτερη σειρά διαλογής», τότε το κενό αυτό θα καλυφθεί από αλλού και δυστυχώς στην περίπτωσή μας με τον πιο χυδαίο, ρατσιστικό και σοβινιστικό τρόπο από την Χρυσή Αυγή».
Δεν χρήζει φρονώ ιδιαίτερης ανάλυσης το γεγονός, ότι το προκύψαν είναι αποτέλεσμα μιας συνειδητής επιλογής στην οποία ο σταδιακά (αρχής γενομένης από την διαβόητη ΕΑΔΕ στα χρόνια της Χούντας) διαμορφούμενος νεοχατζηαβατισμός, σε αγαστή συνεργασία με τον, πάντα παρόντα, εθνομηδενισμό-εθελοδουλεία, οδηγούν όχι απλώς στην θλιβερή πραγματικότητα και Μνημόνια και Πρέσπες αλλά και στο αβυσσαλέο θράσος του να αναφέρονται όλα τα παραπάνω σαν άσκηση αριστερής πολιτικής.
Η κρυφή γοητεία του κυρίου Χάιντ
Είναι, πια σχεδόν, αυταπόδεικτο ότι τόσο ως ελάσσων αντιπολίτευση, όσο και ως αξιωματική, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε με ένα σύνολο αρνητικών προδιαγραφών που μόνο με κυριολεκτική υπέρβαση του κακού του εαυτού θα μπορούσε, ίσως, ως νέος δρ. Τζέκιλ να δώσει ένα διέξοδο στο δράμα του, όταν ανήλθε στην εξουσία. Μόνο που η άλλη πλευρά, αυτή που εκπροσωπούσε ο κ. Χάιντ, ήταν σταθερά παρούσα και ενεργή, πέρα από το γεγονός ότι ως υποτίθεται «αυστηρά κοσμική» δεν πίστευε ούτε η ίδια στα θαύματα.
Δεν είναι λίγα τα στοιχεία που συνηγορούν ότι η ιδέα του «προωθητικού συμβιβασμού» ήταν ήδη ενεργοποιημένη από έναν ορισμένο κύκλο στελεχών που υπόγεια πάλευε επί είκοσι χρόνια να δικαιώσει το μεγάλο άλμα της συγκυβέρνησης 1969-1990 ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και Ενιαίου Συνασπισμού. Να φέρει δηλαδή ομαλά και πολιτικοϊδεολογικά εις πέρας, αυτό που ο κοινωνικός μεταμορφισμός στα χρόνια που ακολούθησαν από το 1974 είχε διαμορφώσει ως νέο, αριστερής κοπής, κοινωνικό μεσόστρωμα.
Ίσως, λοιπόν, πιο κοντά στην πραγματικότητα βρίσκεται το γεγονός ότι τόσο ο δρ. Τζέκυλ, όσο και ο κ. Χάιντ ζούσαν στο ίδιο σπίτι όντας άλλοτε διαφορετικοί και άλλοτε ο ίδιος άνθρωπος. Γεγονός παραμένει, ότι με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, τόσο στην αντικειμενική σφαίρα (καμένη γη σε ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον), όσο και στην υποκειμενική (ένα ετερόκλητο ριζοσπαστικό κίνημα με πλήθος εγγενείς αδυναμίες), λίγα μόνο μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί.
Οι δομικές ανεπάρκειες που ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να αντιμετωπίσει (και που δεν το έκανε όταν τα περιθώρια ήταν ελαστικά), αποτελούσαν την αχίλλειό του πτέρνα, παίρνοντας κάτω από τους ασφυκτικούς πραγματικούς και χρονικούς όρους, τις διαστάσεις μιας ανίατης ασθένειας.
Αυτή λοιπόν η προβληματική έως ανίατη περίπτωση, έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα σύνολο προβλημάτων που ήταν προφανές ότι την ξεπερνούσαν.
Με μια γερμανική Ευρώπη που επεδίωκε «ο εξευτελισμός της Αριστεράς να είναι τέλειος», με μιαν αντιπολίτευση που υπεράσπιζε μέχρι τέλους τα συμφέροντα του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας, με ένα λαό εξουθενωμένο αλλά και εκμαυλισμένο και τέλος με ένα κόμμα που αποτελούσε την επιτομή της λέξης «προβληματικός», η παρτίδα του σκακιού ήταν προκαθορισμένη.
Είναι φανερό ότι το βάρος των προβλημάτων απαιτούσε μιαν άλλη διαφορετική λογική από αυτήν της εφαρμογής με όποιο τίμημα του «προωθητικού συμβιβασμού». Και αυτό υπήρχαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που το είχαν αντιληφθεί (αν και όχι στο βάθος που οι στιγμές απαιτούσαν) στιγματίζοντας την τυχοδιωκτική λογική να παίξουμε απρογραμμάτιστα στα ζάρια την τύχη της χώρας χωρίς όμως να αναλάβουν το ρίσκο να παρέμβουν δραστικά υπολογίζοντας το κομματικό κόστος.
Βουλιμική λογική
Έτσι, λοιπόν, αυτό που επικράτησε ήταν η αστόχαστη και βουλιμική λογική της ηγετικής ομάδας που εκβίασε τα πράγματα σηκώνοντας την σημαία του φτηνού λαϊκισμού, προσχωρώντας στο στρατόπεδο της ασύστολης παροχολογίας παρά το γεγονός ότι τα γεγονότα βοούσαν ότι το μήνυμα που χρειαζόταν να δοθεί στον λαό ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ότι δηλαδή ο δρόμος για την αλλαγή της υπάρχουσας κατάσταση ήταν αφάνταστα δύσκολος, ότι ήταν δρόμος που «απαιτούσε δάκρυα και αίμα». Τίποτε δεν έγινε από όλα αυτά, όμως εγώ θα επιμείνω ότι δεν ήταν οπωσδήποτε μοιραίο να καταλήξουν τα πράγματα στο σημείο αυτό.
Σε κάθε περίπτωση για το ότι ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε με το δοκιμασμένο παρελθόν όλων των κομμάτων που απαξίωσαν την κοινωνία, μπαίνοντας και αυτός πλησίστιος στον λιμένα των «παικτών του συστήματος», δεν φταίει κανένας ιμπεριαλισμός. Η ηγετική ομάδα είχε εξαρχής έξω από τον πολιτικό της ορίζοντα κάτι τέτοιο, ανεξάρτητα από τον διανθισμένο και με αριστερές κορόνες πολιτικό της λόγο. Σε τελευταία ανάλυση το βρίσκω «ταξικά ορθόν», στον βαθμό που πασχίζει να εκφράσει τα νεόκοπα μεσοστρώματα, αντλώντας θέσεις, ιδέες και εμπειρία από τους μέχρι πρότινος κύριους εκφραστές της μεταπολιτευτικής κλεπτοκρατίας, την θέση των οποίων ζήλευε, ορέγονταν και εποφθαλμιούσε.
Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ερήμην μεγάλου τμήματος των μελών και στελεχών του και κυρίως της συντριπτικής πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του, προσχώρησε στο στρατόπεδο του ιστορικού αναθεωρητισμού και της ντροπαλής έως πλήρους, απαξίωσης της ΕΑΜικής Εποποιίας. Υποβάθμιζε έως την εκμηδένιση τα εθνικά και τα γεωπολιτικά ζητήματα, είτε με το να έχει τοποθετήσει στα αζήτητα το υπ’ αρ. ένα πρόβλημα της χώρας αυτό δηλαδή που αφορά την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και κρατικής μας κυριαρχίας.
Έτσι έφτασε να ξεπουλά ανερυθρίαστα το ζήτημα της Μακεδονίας, να υποτιμά θανάσιμα την σταθερά παρούσα τουρκική απειλή, να αντιλαμβάνεται το Κυπριακό σαν ένα «δυσάρεστο», ξένο προς ημάς πρόβλημα, που… παραδόξως 3.000 χρόνια και πλέον μας ταλαιπωρεί και να υιοθετεί στο μεταναστευτικό μιαν αφόρητα ανεύθυνη και υποκριτική διεθνιστική -τάχα μου- στάση. Όλα αυτά αποτελούν ένα πρόσθετο στοιχείο της τεράστιας ευθύνης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για την οποία υπεύθυνοι δεν είναι ούτε οι δανειστές, ούτε όσοι της την επισημαίνουν.
Δεν είναι μόνο υποκριτικό, αλλά είναι, κυρίως, λαθεμένο να αποδοθούν τα παραπάνω στον ξένο παράγοντα, που σε τελευταία ανάλυση κάνει τη δουλειά του και να μην σταθούμε στο κεντρικό στοιχείο που είναι η πολιτική δειλία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να σηκώσει μέχρι τέλος το βάρος του αγώνα, που ιστορικά είχε αναλάβει. Δεν είναι τυχαίο ότι μετέτρεψε σε χρόνο που δεν έχει προηγούμενο στα παγκόσμια χρονικά, το μεγαλειώδες ΟΧΙ ενός λαού σε θλιβερό ΝΑΙ σε όλα.
Αυτό, λοιπόν, που προφανώς ανελέητα προβάλλει, είναι ότι τελικά μια μικρή καιροσκοπική ηγετική ομάδα κατάφερε το καίριο πλήγμα σε έναν αναμφίβολα προβληματικό σχηματισμό, που διέθετε όμως αποδεδειγμένα υπαρκτές εστίες αντιστάσεως και ότι στη συνέχεια πέτυχε τη μνημονιακή μετάλλαξη του μεγαλύτερου μέρους της κυβέρνησης και του κόμματος. Κατ΄αυτόν τον τρόπο οδήγησε στη διάλυση τον ΣΥΡΙΖΑ με την μετατροπή του σε ένα τυπικά αρχηγοκεντρικό κόμμα παραγόντων και παραγοντίσκων, πρόθυμων να παίξουν ως το τέλος τον θλιβερό, πλην και επωφελή, νέο τους ρόλο ως πιστών εντολοδόχων του στημένου νεοδιπολισμού και της ξενοκρατίας.