Τα ερωτήματα που ο Σημίτης αφήνει αναπάντητα
25/11/2018Κατά τη διάρκεια της -σχεδόν οκταετούς- παρουσίας του στο Μέγαρο Μαξίμου, ο κ. Σημίτης καλούσε επανειλημμένα την αντιπολίτευση να καταθέσει όποια στοιχεία διέθετε για πιθανά σκάνδαλα στον εισαγγελέα και να σταματήσει την αναπαραγωγή φημών. Δεν είχε ίσως άδικο, καθώς πολλές φορές ο καπνός δεν σήμαινε ότι υπήρχε απαραίτητα και φωτιά. Ωστόσο, σήμερα πια που οι εισαγγελείς έχουν πιάσει δουλειά, δεν είναι δυνατόν να μη συνεισφέρει στις έρευνες της Δικαιοσύνης, την ώρα μάλιστα που ένας βασικός υπουργός του υφίσταται τη βάσανο της προσωρινής κράτησης και δεκάδες τραπεζικά έγγραφα και μαρτυρικές καταθέσεις δείχνουν κινήσεις ύποπτων χρημάτων ανά την υφήλιο.
Αν ο κ. Σημίτης πραγματικά πιστεύει ότι «επιχειρείται να ανοίξει ένα άλλο πεδίο συζήτησης, το οποίο θα διευκολύνει την κυβέρνηση να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές μέσα σε ένα κλίμα σκανδαλολογίας και λάσπης», τότε διαθέτει και τον τρόπο εξουδετέρωσης μιας τέτοιας υποτιθέμενης προσπάθειας. Αρκεί να ανατρέξει στο περίφημο μπλοκάκι των σημειώσεών του, που διαφήμιζαν οι συνεργάτες του, και σε πλήθος εγγράφων της εποχής (μέρος ή το σύνολο αυτών έχει -ορθώς και προς τιμήν του- καταθέσει στα Γενικά Αρχεία του Κράτους), ώστε να βοηθήσει τους εισαγγελείς και τον στενό συνεργάτη του, ακυρώνοντας αμέσως τα δήθεν σχέδια αποπροσανατολισμού.
Τα ερωτήματα είναι πολύ απλά. Κατά τις επανειλημμένες -ιδιαίτερες και αναλυτικές- συζητήσεις που είχε με τον κ. Παπαντωνίου, πριν από τη λήψη τελικών αποφάσεων στις επίσημες συνεδριάσεις του ΚΥΣΕΑ, ο κ. Σημίτης είχε αντιληφθεί κάτι ύποπτο που ίσως δεν ήθελε να το πιστέψει; Ή τον είχε «αποκοιμίσει» ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας και όντως δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι υπήρχε βαθύ παρασκήνιο;
Ή δεν υπήρχε και δεν υπάρχει απολύτως τίποτε μεμπτό, ώστε αδίκως κατηγορείται ο πολιτικός σύμμαχός του; Γιατί ο πρωθυπουργός της περιόδου 1996-2004, που είχε ως προτεραιότητα τον εξευρωπαϊσμό της εθνικής οικονομίας, δεν συμβάλλει το 2018 και στον εξορθολογισμό των διαδικασιών της Δικαιοσύνης, έστω με μια απλή περιγραφική δήλωση των διαδραματισθέντων και διαμειφθέντων στις συνεδριάσεις του ΚΥΣΕΑ;
Σε κάθε περίπτωση, οι αποκαλύψεις για τα τουλάχιστον τέσσερα «προ-ΚΥΣΕΑ» των κ.κ. Σημίτη και Παπαντωνίου αποτελούν ένα μικρό τμήμα των χειρισμών για τα εξοπλιστικά προγράμματα αρχικής αξίας άνω των 4,11 δισ ευρώ που εξετάζονταν στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας την περίοδο Οκτωβρίου 2011 – Μαρτίου 2004. Η συνοπτική εικόνα είναι η εξής:
Η συνοπτική εικόνα
Πρώτον, στην πολυσυζητημένη υπόθεση εκσυγχρονισμού των φρεγατών τύπου «S» και του κατηγορητηρίου κατά του κ. Παπαντωνίου, είναι περίεργο πώς η υπόθεση εστιάζεται μόνον στη Thales Nederland, που ήταν ο υπεργολάβος-υποκατασκευαστής του προγράμματος. Ο πρώτος ενδιαφερόμενος και ανάδοχος ήταν τα (τότε υπό γερμανική ιδιοκτησία) Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στα οποία έγινε απευθείας ανάθεση στις 17 Οκτωβρίου 2001, δηλαδή όταν ήταν ακόμη υπουργός Εθνικής Άμυνας ο κ. Τσοχατζόπουλος.
Ακολούθησε τον Απρίλιο 2002 (επί κ. Παπαντωνίου και, προφανώς, με ενημέρωση του πρωθυπουργού) η υποβολή προσφορών από την αμερικανική Raytheon και τη γαλλοολλανδική Thales για το υποκατασκευαστικό έργο, ενώ τα ίδια τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά παρουσίασαν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού και τρίτη προσφορά με συγκερασμό στοιχείων των δύο προηγούμενων. Ακολούθησαν η απόφαση του ΚΥΣΕΑ τον Νοέμβριο του 2002 και η ενεργοποίηση του προγράμματος τον Μάρτιο του 2003.
Δεύτερον, τον Μάιο του 2002, και πάλι με ανάδοχο τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, αποφασίστηκε από τον κ. Παπαντωνίου ο εκσυγχρονισμός τριών υποβρυχίων τύπου «Ποσειδών» εν γνώσει του τότε πρωθυπουργού. Είχαν προηγηθεί, το 2000, η ανάθεση ναυπήγησης νέων υποβρυχίων στη γερμανική HDW και η πρωτοβουλία της, εδρεύουσας στο Κίελο, εταιρείας για την εξαγορά, το 2001, των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Και σε αυτή την περίπτωση ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Σημίτη προς το Βερολίνο είναι σαφής.
Τρίτον, τον Αύγουστο του 2003 υπεγράφη η σύμβαση προμήθειας 12 επιθετικών ελικοπτέρων Apache ΑΗ-64D με απευθείας ανάθεση στην αμερικανική Boeing ως μοναδικού κατασκευαστή του συγκεκριμένου τύπου που ήδη διέθεταν, μία δεκαετία νωρίτερα, οι ελληνικές ¨Ενοπλες Δυνάμεις. Κατά μυστηριώδη τρόπο, τα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Οικονομίας – Οικονομικών απευθύνθηκαν πάλι προς τη Γερμανία.
Προχώρησαν στην υπογραφή συμβάσεων ανταλλαγής τόκων και κεφαλαίου (swap) μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Deutsche Bank, με σκοπό τη διαχείριση των χρηματοοικονομικών κινδύνων. Το συγκεκριμένο συμβόλαιο swap έληξε πέντε χρόνια αργότερα, επιβαρύνοντας τελικά το Ελληνικό Δημόσιο με σχεδόν 70.000.000 δολάρια, χωρίς έκτοτε να έχουν διερευνηθεί ουσιωδώς ο λόγος και ο τρόπος εμπλοκής της Deutsche Bank.
Όπως ισχυρίζεται ο κ. Σημίτης, «τα προβλήματα της χώρας είναι τέτοια και τόσο σοβαρά που δεν επιτρέπουν παραδοξότητες». Με τη διαφορά ότι δεν είναι παραδοξότητα η αποκάλυψη θεμελιωμένων στοιχείων για όσα οδήγησαν στη σημερινή βαθιά κρίση.