Τα όμορφα τα λόγια τα μεγάλα της Θεσσαλονίκης…
17/09/2017του Σταύρου Λυγερού –
Εάν κάποιος, που δεν γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, που δεν γνωρίζει τι συμβαίνει στην Ελλάδα, άκουγε τον πρωθυπουργό και μια εβδομάδα αργότερα τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης πιθανότατα θα εντυπωσιαζόταν. Ο Τσίπρας παρουσίασε έναν απολογισμό του κυβερνητικού έργου και προδιέγραψε την περαιτέρω πορεία με κορύφωση την οριστική έξοδο από τα Μνημόνια το καλοκαίρι του 2018. Από την πλευρά του ο Μητσοτάκης παρουσίασε μία αλυσίδα προγραμματικών θέσεων για να τεκμηριώσει την επαγγελία του ότι με αυτόν πρωθυπουργό η Ελλάδα θα τεθεί σε μία τροχιά αναγέννησης.
Εάν άξιολογήσει κάποιος επαγγελματίας της επικοινωνίας τις εμφανίσεις των δύο κορυφαίων πολιτικών παραγόντων στη Θεσσαλονίκη θα τους βάλει καλό βαθμό. Γιατί, λοιπόν, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος δεν μπορούν να πείσουν τους πολίτες πέρα –σε γενικές γραμμές– από το δεδομένο εκλογικό ακροατήριό τους; Γιατί οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών να είναι τόσο απαισιόδοξο για το μέλλον της Ελλάδας; Γιατί τους εμφανίζουν να μην εμπιστεύονται τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα;
Η διάρρηξη της εμπιστοσύνης
Η διάρρηξη της αναγκαίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας εμπιστοσύνη των κυβερνωμένων προς τους σημερινούς και τους αυριανούς κυβερνώντες δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Τα τελευταία χρόνια, όμως, λόγω της σαρωτικής κρίσης, έχει προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις. Μπορεί η κοινωνία να μην είναι αθώα, αλλά το ψάρι βρωμάει πάντα από το κεφάλι. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν έπεσε μόνη της στα βράχια. Την έριξαν τα κόμματα που βρέθηκαν στο τιμόνι, που ευθύνονται για τα λάθη και τις παραλείψεις.
Το οικονομικό-κοινωνικό κόστος την τελευταία οκταετία δεν έχει προηγούμενο σε καιρό ειρήνης. Έχουν ανατραπεί οι σταθερές του βίου εκατομμυρίων Ελλήνων. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών έχει ήδη πέσει στον γκρεμό και ένα επίσης, μεγάλο ποσοστό βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού και αγωνίζεται να μην πέσει.
Έστω και κατόπιν εορτής, κατέστη εξόφθαλμο ότι η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη από ριζική ανασυγκρότηση σ’ όλα τα επίπεδα. Τα Μνημόνια δεν είναι ο τρόπος για να γίνει αυτή, όπως αφελώς ή ιδιοτελώς ισχυρίζονται ορισμένοι. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως τα προβλήματα ενός έθνους δεν τα λύνουν ποτέ οι ξένοι. Αυτοί θα κάνουν επιλογές με βάση τα δικά τους συμφέροντα.
Η πείρα της τελευταίας οκταετίας επιβεβαιώνει αυτό το δίδαγμα της ιστορίας. Δεν είμαστε στο 2010 να κάνουμε εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις που θα είχε το Μνημόνιο στην οικονομία και στην κοινωνία. Είμαστε στο φθινόπωρο του 2017 και ο απολογισμός εφαρμογής είναι αναμφισβήτητα δραματικός. Οι μόνοι που εθελοτυφλούν είναι όσοι συνεχίζουν από το 2010-11 να ισχυρίζονται ότι δεν φταίει η συνταγή (Μνημόνιο), αλλά ο μάγειρας που την εφαρμόζει (οι διαδοχικές κυβερνήσεις). Αναμφίβολα, υπήρξαν καθυστερήσεις στην εφαρμογή κάποιων μέτρων, αλλά ο κορμός των Μνημονίων έχει εφαρμοσθεί και είναι ακριβώς αυτή η πολιτική, η οποία έχει επιφέρει τα –επιβεβαιωμένα και στατιστικά– καταστροφικά αποτελέσματα.
Η ανυπαρξία εθνικού σχεδίου
Σ’ αυτή την τόσο δύσκολη και κρίσιμη περίοδο της εθνικής μας ιστορίας είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι παρά τις τεκτονικές αλλαγές που κατέγραψαν οι εκλογές του 2012 ΚΑΙ 2015, το πολιτικό σύστημα παραμένει κλειστό, σε μεγάλο βαθμό “αυτιστικό” και ουσιαστικά ανίκανο να ξαναστήσει την οικονομία στα πόδια της, χωρίς να καταστρέψει την κοινωνία. Απόδειξη αυτού είναι ότι στα οκτώ σχεδόν χρόνια της κρίσης, ούτε το ΠΑΣΟΚ που τη διαχειρίσθηκε αρχικά, ούτε η ΝΔ που στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη, αλλά ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο κατέφυγαν απελπισμένοι ψηφοφόροι, κατάφερε να εκπονήσει ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας και της κοινωνίας.
Εάν υπήρχε ένα επεξεργασμένο και ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο, που να λαμβάνει υπόψη τις δύσκολες συνθήκες της κρίσης και τους περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας, η Ελλάδα θα ήταν λιγότερο έρμαιο των δανειστών. Η εκάστοτε κυβέρνηση θα μπορούσε αφενός να διαπραγματεύεται από καλύτερη θέση με την Τρόικα, αφετέρου να δρομολογεί παράλληλες εξυγιαντικές και αναπτυξιακές δράσεις.
Ακόμα και εάν προσέκρουε στην άρνηση του ευρωιερατείου, θα είχε επιχειρήματα να κινηθεί εντός των ευρωπαϊκών θεσμών με αξιοπιστία και να βρει ερείσματα απέναντι στο σύστημα εξουσίας που εκπροσωπεί εμβληματικά ο Σόιμπλε. Μη έχοντας, όμως, ένα τέτοιο εθνικό σχέδιο, οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, το μόνο που κάνουν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, είναι να αγωνίζονται για την άμβλυνση των εκάστοτε μνημονιακών μέτρων, χωρίς κατά κανόνα να φέρνουν και αξιόλογο αποτέλεσμα.