Ταμείο Ανάκαμψης: Άλλαξαν όλα χωρίς να αλλάξει τίποτα
24/06/2020Το Ταμείο Ανάκαμψης υποκαθιστά την συζήτηση για την συνοχή της υπερχρεωμένης Ευρώπης και την αναγκαία θεσμική της αναθεώρηση. Με ένα swap, ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης, η χρηματοοικονομική λύση παραγκωνίζει την πολιτική. Όταν όμως το μέλλον διαμορφώνεται στο παζάρι, το πρόβλημα κρύβεται κάτω από το χαλί και η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας είναι αμφίβολη.
«Επί της βασικής αρχιτεκτονικής του σχεδίου λέμε “ναι”, αλλά υπάρχουν ακόμη κάποια ανοιχτά ζητήματα», ήταν η επισήμανση της Μέρκελ, μετά την τηλεδιάσκεψη των 27 ηγετών. Φαίνεται πως η συζήτηση για το τεράστιο δάνειο των 750 δις, αφορά πλέον δύο μόνο θέματα: την αναλογία δανείων και επιχορηγήσεων και τα κριτήρια κατανομής πόρων στις χώρες μέλη.
Η σύντομη διάσκεψη των 27, ασχολήθηκε κυρίως με τις απαντήσεις της Κομισιόν, σε πολλές “τεχνικές” ερωτήσεις, που όμως αφορούν την ουσία της πρότασης. Μία από αυτές είναι τα κριτήρια κατανομής, με βάση την οποία θα διανεμηθούν τα ποσά. Πολλοί ηγέτες διαμαρτυρήθηκαν, καθώς ένα από τα κριτήρια βασίζεται σε δεδομένα που δεν σχετίζονται με την κρίση του κορονοϊού, όπως τα ποσοστά ανεργίας της προηγούμενης πενταετίας (2015-2020).
Τα κριτήρια κατανομής που πρότεινε η Κομισιόν, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένα, αλλά είναι επιλεγμένα έτσι ώστε να ευνοήσουν χώρες, όπως την Ιταλία και την Ισπανία. Ο γαλλογερμανικός άξονας, θέλει να διατηρήσει τις χώρες αυτές, στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης μετά την πανδημία.
Ένα έξυπνο swap
Με τον τρόπο αυτό, η γαλλογερμανική πρόταση παρέκαμψε τα καίρια θεσμικά ζητήματα που αφορούν το πολιτικό διακύβευμα της συνοχής και του μέλλοντος της ΕΕ, το οποίο οφείλει να συμπεριλάβει την διόρθωση των θεσμικών ατελειών (που οδηγούν σε ανισότητες και υπερχρέωση των κρατών). Μετά το Brexit και με την προοπτική της οικονομικής επιβράδυνσης, η ΕΕ όδευε αναγκαστικά σε μια συζήτηση για το μέλλον της και το πολιτικό κλίμα έθετε το ζήτημα της θεσμικής αναθεώρησης.
Το σοκ της πανδημίας, έδωσε την ευκαιρία για να “αλλάξουν όλα, χωρίς να αλλάξει τίποτε”. Η ευρωπαϊκή θεσμική διαπραγμάτευση, ανταλλάσσεται με ένα γιγαντιαίο δάνειο, με ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης. Ο γαλλογερμανικός άξονας, πρότεινε μια “έξυπνη” λύση με δύο συνιστώσες. Η πρώτη είναι εμφανής. Αφορά ένα δανειακό πακέτο, που απαντά στις άμεσες ανάγκες αντιμετώπισης της ύφεσης.
Η δεύτερη είναι δυσδιάκριτη, καθώς αποτελείται από ένα πλέγμα προδιαγραφών και θεσμικών ελέγχων, που εμμέσως πλην σαφώς φιλοδοξεί να εξασφαλίσει και μετά την πανδημία, το πλαίσιο κανόνων που έχει αποκληθεί “γερμανική Ευρώπη”. Μέσω των προδιαγραφών και των επιλογών πολιτικής, που εμπεριέχονται στην πρόταση von der Leyen, προκαθορίζεται η κατεύθυνση των δαπανών που θα χρηματοδοτήσουν τομείς και περιφέρειες των κρατών μελών.
Στοχευμένα, θα χρηματοδοτηθούν «επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις» στα κράτη-μέλη (σύμφωνα με σχέδια που θα καταρτίσουν τα ίδια), όπως γίνεται με τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ. Ωστόσο οι χώρες δεν θα έχουν κυριαρχία επί των σχεδίων, δηλαδή δεν θα μπορούν να προτείνουν ό,τι θέλουν, με βάση εθνικό προγραμματισμό. Θα είναι λόγου χάριν εκτός προδιαγραφών η χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους. Τα σχέδια, θα πρέπει να είναι συμβατά με τους νέους στόχους της ΕΕ για το κλίμα και την ψηφιακή οικονομία και θα πρέπει να παραμένουν εντός των δημοσιονομικών κανόνων και τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Η διαπραγμάτευση που δεν έγινε
Η πρόταση von der Leyen (παρά το γεγονός ότι αφαιρεί προς όφελος της Κομισιόν την κυριαρχία των κρατών σε δανειακούς πόρους που αποκτώνται με κρατικές εγγυήσεις και συνεισφορές στον προϋπολογισμό), έχει γίνει αποδεκτή από τις κυβερνήσεις. Και αυτό, παρά το γεγονός πως είναι εντελώς διαφορετική από το αρχικό αίτημα για ευρωομόλογα, που αφορούσε αμοιβαιοποίηση κρατικού χρέους.
Καθώς βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική θέση, ακόμη και οι μεγάλες χώρες του Νότου (όπως η Ιταλία και η Ισπανία,) μπροστά στο φάσμα της ύφεσης, κλείνουν τα μάτια σε ζητήματα κυριαρχίας (που όμως θα εκδηλώσουν αργότερα τις συνέπειές τους), προκειμένου να λάβουν γρήγορα πόρους, που θα διευκολύνουν την άμεση διαχείριση της κρίσης. Με αυτή την έννοια, η διαπραγμάτευση έχει λήξει και αυτό εξέφρασε η δήλωση της Μέρκελ.
Παραμένει όμως πεδίο για παζάρια, σχετικά με το ύψος της βοήθειας που θα διανεμηθεί. Οι βόρειες χώρες που αποτελούν συμμάχους της Γερμανίας (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία και Φινλανδία) επιθυμούν αλλαγή των κριτηρίων κατανομής, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν και οι ίδιες. Αυτό θα είναι ένα από τα ανταλλάγματα για την αποδοχή της χορήγησης επιδοτήσεων. Το άλλο, κρύβεται στο θέμα των λεγόμενων “επιστροφών”.
Από την εποχή της Θάτσερ, οι πλούσιες χώρες που συνεισφέρουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό, περισσότερα από όσα λαμβάνουν, έπαιρναν πίσω ένα μέρος. Έτσι υπονομεύονταν η χρηματοδότηση της σύγκλισης. Εάν αυτές οι “επιστροφές” καταργηθούν, όπως προβλέπεται μετά την έξοδο της Βρετανίας, οι πλούσιες χώρες του Βορρά, θα βρεθούν αντιμέτωπες με διπλή αύξηση των υποχρεώσεών τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Η διατήρηση των “επιστροφών” αποτελεί λοιπόν απαίτηση, για να αποδεχθούν οι χώρες του Βορρά τις επιχορηγήσεις.
Τα παζάρια που θα γίνουν
Αν προσθέσουμε τις διαφορές σχετικά με τις πολιτικές επιλογές του προϋπολογισμού που προϋπήρχαν, προκύπτει ότι οι πολιτικοί ηγέτες έχουν μπροστά τους ένα μεγάλο παζάρι για την επίτευξη συμβιβασμού. Καθώς ο συμβιβασμός, θα πρέπει να λάβει την έγκριση του Ευρωκοινοβουλίου, οι πόροι θα είναι διαθέσιμοι το δεύτερο μισό του 2021. Η Κριστίν Λαγκάρντ, προσέφερε την χρονική άνεση, με την πρόσφατη διεύρυνση της ποσοτικής χαλάρωσης, κίνηση που καθησυχάζει τις αγορές.
Τώρα γίνεται αντιληπτή, η επιμονή της Γερμανίας, για την ένταξη του Ταμείου Ανάκαμψης στον Προϋπολογισμό. Στόχος ήταν, η σύνδεση με μακρόσυρτα παζάρια, να προσφέρει το περιθώριο για πάρε-δώσε, ώστε να διευκολυνθεί την επίτευξη συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, από το δάνειο των 750 δισ., το Ταμείο Ανάκαμψης, φιλοδοξεί να διανείμει 310 δισ. ως επιδοτήσεις και 250 δισ. ως δάνεια. Το υπόλοιπο ποσό των 190 δισ., προικοδοτεί διάφορα άλλα μικρά προγράμματα και αποτελεί γλυκαντικό για τον δελεασμό των χωρών.
Ο Νότος, ενδιαφέρεται για τα κονδύλια της συνοχής, η ανατολική Ευρώπη για τα κονδύλια του αγροτικού τομέα, οι χώρες του Βορρά προτιμούν βιομηχανία, έρευνα, κλιματική τεχνολογία, κλπ… Ωστόσο, το θέμα είναι περίπλοκο, γιατί η δανειοδότηση θα πραγματοποιηθεί, με βάση τον διπλασιασμό του πλαφόν των ιδίων πόρων, των ποσών που συνεισφέρουν οι χώρες στον προϋπολογισμό.
Σκόπελος οι συνεισφορές και οι εγγυήσεις
Η Κομισιόν χρειάζεται το αυξημένο πλαφόν ως εγγύηση, για να δανεισθεί από τις αγορές. Η αύξηση των συνεισφορών, συναντά μεγάλες αντιδράσεις από χώρες, που προτιμούν ένα μικρότερο Ταμείο και συνεπώς μικρότερο δανεισμό της Κομισιόν, άρα και μικρότερη δική τους συνεισφορά. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται να βοηθηθούν χώρες όπως Ιταλία και Ισπανία, που είναι πλουσιότερες.
Παράλληλα και τα άλλα δανειακά εργαλεία, όπως ο ESM, η ΕΤΕ και το SURE, επιβαρύνουν αρκετά τις κυβερνήσεις με εγγυήσεις. Επειδή το δανειακό βάρος είναι μεγάλο, η Κομισιόν, προτείνει την επιβολή νέων φόρων, που βεβαίως θα επιβαρύνουν τους Ευρωπαίους πολίτες. Προτείνει μάλιστα, να αποτελούν δικά της έσοδα, κάτι που στο παρελθόν ήταν απορριπτέο, γιατί κατοχυρώνει την ανεξαρτησία δράσης ενός διορισμένου οργάνου, απέναντι στα κράτη μέλη, προσβάλλοντας έτσι την δημοκρατική αρχή.
Τέλος, μια σημαντική λεπτομέρεια, είναι ότι οι κανόνες διαχείρισης του δανείου των 750 δισ., περιλαμβάνουν τον έλεγχο της Κομισιόν, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια. Με την ρήτρα αυτή, υπάρχει πάλι ελεγκτικός ρόλος για τον Σόιμπλε, που έχει συμβάλει αρκετά στην πρόταση von der Leyen. Η ρήτρα φιλοδοξεί να πείσει τις χώρες του Βορρά, πως για όσους πάρουν επιδοτήσεις, ο κέρβερος καραδοκεί στην πύλη της κολάσεως.