Θολό πολιτικό τοπίο και στο βάθος η προεδρική εκλογή
16/07/2024Σε αναζήτησή πολιτικού ελιγμού, κατά το πρότυπο του Μακρόν στην Γαλλία, που θα του επιτρέψει να ανακόψει την φθορά της κυβέρνησης και να επαναβεβαιώσει την πολιτική του κυριαρχία, βρίσκεται το Μέγαρο Μαξίμου.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται διάφορα σενάρια πρόωρων εκλογών μέσα στο έτος ή στην αρχή του επόμενου, σε συνδυασμό και με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας που παίρνει τα χαρακτηριστικά επερχόμενης πολιτικής ήττας για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Παράλληλα όμως με τα σενάρια πρόωρων εκλογών (το 4+2+4 όπως το λένε σχηματικά), κυκλοφορούν και σενάρια αμφισβήτησης του Μητσοτάκη και πρόωρης, συναινετικής αποχώρησης από την ηγεσία της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τάση περαιτέρω μείωσης από το 28% των ευρωεκλογών, οι επιδόσεις της κυβέρνησης δεν βελτιώνονται. Ο ανασχηματισμός δεν άφησε πολιτικό αποτύπωμα, ενώ οι αλλαγές στους Γενικούς Γραμματείς εξαντλούνται στο πεδίο της μικροπολιτικής. Οι προβλέψεις για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας μόνο ενθαρρυντικές δεν είναι, αντίθετα εκτιμάται ότι τα προβλήματα είναι μπροστά.
Στο μείζον θέμα της ακρίβειας, οι τιμές εξακολουθούν να ανεβαίνουν, έστω και με χαμηλότερο ρυθμό, χωρίς όμως να έχουν ακόμη περάσει οι αυξήσεις της ενέργειας στους καταναλωτές. Η αναδρομική είσπραξη επιδοτήσεων ρεύματος σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, φέρνει ξανά αντιμέτωπη την κυβέρνηση με τμήμα της μεσαίας τάξης, ενώ η διασύνδεση των POS επισωρεύει προβλήματα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σταδιακά διογκώνεται το θέμα των υπερκερδών των τραπεζών. Η κυβέρνηση απέτυχε στον τομέα της Υγείας, όπως δείχνει η προσπάθεια υποχρεωτικής απασχόλησης ιδιωτών στο δημόσιο σύστημα, το οποίο καταρρέει.
Η πιο κραυγαλέα αποτυχία της είναι στο πεδίο της ασφάλειας: Η μαφία λύνει τις διαφορές της με δολοφονίες, ενώ τα πρόσφατα επεισόδια απαξίωσαν τις επανειλημμένες διακηρύξεις του πρωθυπουργού για την οπαδική βία. Ακόμη και το θέμα των “ακαθάριστων οικοπέδων” προκαλεί δυσαρέσκεια. Συνολικά δύσκολα μπορεί να βρεθεί τομέας στον οποίο η κυβέρνηση να έχει θετικά αποτελέσματα, με βάση την βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.
Εσωκομματική αμφισβήτηση
Η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την εσωκομματική αμφισβήτηση, τόσο στο μείζον επίπεδο από τους δύο πρώην προέδρους και πρωθυπουργούς της ΝΔ, όσο και στο επίπεδο των βουλευτών, οι οποίοι υφίστανται τις πιέσεις από τους ψηφοφόρους και τις εκλογικές πελατείες στις περιφέρειες τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βουλευτής Μάριος Σαλμάς, αφού κατηγόρησε τον πρωθυπουργό για εξυπηρέτηση των μεγάλων συμφερόντων, κατέθεσε ερώτηση στην Βουλή για τα υπερκέρδη των τραπεζών και για την διαφορά των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων.
Έχει προηγηθεί η εκτεταμένη κριτική κατά την πρώτη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ μετά τις ευρωεκλογές, την οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει με καταστολή των βουλευτών. Μετά την κοινή εμφάνιση των δύο πρώην πρωθυπουργών, το ερώτημα είναι ποια θα είναι η επόμενη καμπή που θα επαναλάβουν την αμφισβήτηση.
Οι διεθνείς επιδόσεις του πρωθυπουργού δεν ευνοούν την γενική εικόνα. Από τον Έντι Ράμα υφίσταται διαρκή ταπείνωση, από την Βόρειο Μακεδονία τώρα “εκλιπαρεί” την εφαρμογή της “επονείδιστης Συμφωνίας”, ενώ έναντι της Τουρκίας συνεχίζει μυστική διπλωματία, που προεικάζει για υποχωρήσεις. Ο δε πρωθυπουργός αναγνωρίζει κενά στην αμυντική δυνατότητα της χώρας λόγω αποστολής όπλων στην Ουκρανία και πρωτοστατεί στην ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της ΕΕ, δίχως αναφορά στο ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό.
Επικοινωνιακή καταστολή
Εκείνο στο όποιο επικεντρώνει η κυβέρνηση είναι για μία ακόμη φορά η επικοινωνία. Οι επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου κατέληξαν ότι οι αρνητικές επιδόσεις οφείλονται στο ότι “χαλάρωσε ο μηχανισμός και άρχισε η κριτική” – έστω και υποτυπώδης – “από τα ΜΜΕ”. Στο πλαίσιο αυτό αυξάνουν τις πιέσεις προς τα συστημικά Μέσα και τις εκπομπές να αποφεύγουν κριτική στην κυβέρνηση και να επιλέγουν τους κατάλληλους καλεσμένους και την αντίστοιχη θεματολογία.
Ακόμη και σε φάση υποχώρησης η ΝΔ θα κερδίσει τις εκλογές, λόγω της αποσύνθεσης των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης, η οποία από την πλευρά της δεν λέει να συνέλθει να μπει σε φάση διεκδίκησης της εξουσίας. Και αυτός είναι ο πειρασμός του Μεγάρου Μαξίμου. Από την άλλη, όσο και αν βελτιώσει τα τωρινά χαμηλά ποσοστά, δεν θα μπορεί να κάνει αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα πρέπει να αναζητήσει συνεργασία με δύναμη που δεν φαίνεται να υπάρχει. Επιπλέον τα ίδια προβλήματα από τα οποία θα επιχειρήσει να ξεφύγει θα τα έχει μπροστά της δίχως περίοδο χάριτος.
Διαφαινόμενη ήττα η προεδρική εκλογή
Σε μείζον ζήτημα εξελίσσεται σταδιακά η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Οποιαδήποτε πρόταση εκτός από την Κατερίνα Σακελλαρόπουλου είναι προσωπική ήττα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με την επιβολή της κ. Σακελλαρόπουλου ο πρωθυπουργός το 2020 θέλησε να συμβολίσει την στροφή του προς το κέντρο και τον σημιτικό εκσυγχρονισμό, σε βάρος της παραδοσιακής Δεξιάς του κόμματός του και την απόλυτη πολιτική του κυριαρχία. Εάν παρέμενε ισχυρός, θα την επέβαλε ξανά στο κόμμα του.
Τώρα όμως εάν επιμείνει κινδυνεύει να χάσει ικανό αριθμό βουλευτών του και να την εκλέξει με σχετική πλειοψηφία, κάτω των 151 βουλευτών. Από την πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου διαρρέουν αντικρουόμενες πληροφορίες. Από τη μία ότι η Πρόεδρος το σκέπτεται εάν θα είναι ξανά υποψήφια και από την άλλη ότι βολιδοσκοπεί τις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Στο μεν ΠΑΣΟΚ βέβαια δεν έχει ξεκαθαρίσει το θέμα της ηγεσίας, στον δε ΣΥΡΙΖΑ ο Στέφανος Κασσελάκης δεν έχει πάρει θέση, αλλά εκτιμάται ότι δεν θα βάλλει πλάτη στον Μητσοτάκη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το Μέγαρο Μαξίμου είναι σε αναζήτησή προσώπου που θα ξεπεράσει τις δυσκολίες. Για τον μεν Αντώνη Σαμαρά, δεν τίθεται θέμα, αφού οι σχέσεις τους είναι στο όριο της ρήξης. Μία λύση που δεν θέλει ο Μητσοτάκης είναι ο Κώστας Καραμανλής, εάν βέβαια και εκείνος συμφωνήσει. Η πρόταση για τον Κώστα Τασούλα που κυκλοφορεί, θα είναι απλώς η επισφράγιση της πολιτικής ήττας του πρωθυπουργού και είναι αμφίβολο εάν τύχει της πλήρους αποδοχής του κόμματός του. Παρομοίως και για τον Παναγιώτη Πικραμένο, που εσχάτως κάποιοι κύκλοι διοχέτευσαν.
Ένα όνομα που κυκλοφορεί σε δημοσιογραφικά και κομματικά γραφεία είναι του Ευάγγελου Βενιζέλου. Καθώς έχει διατελέσει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης συνεργασίας, ο Σαμαράς είναι υποχρεωμένος να τον αποδεχθεί, όπως άλλωστε και το ΠΑΣΟΚ. Σε αυτή την περίπτωση, το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Βέβαια ο Μητσοτάκης, εάν πάει σε μία παρόμοια λύση, θα πρέπει να συμβιβαστεί με έναν πααρεμβατικό Πρόεδρο που δεν θα συμπεριφέρεται σαν χαμηλόβαθμος υπουργός του.