Το άβατο των Εξαρχείων, η πολιτική υποκρισία και η μηδενική ανοχή
05/04/2019Το άβατο των Εξαρχείων είναι αναπόσπαστο μέρος της ρητορικής κυρίως της ΝΔ εδώ και δεκαετίες. Παρόλα αυτά, οι “γαλάζιες” κυβερνήσεις δεν έκαναν τίποτα για να το καταλύσουν. Ο όρος επανήλθε με ένταση, λόγω του περιστατικού που σημειώθηκε το βράδυ της Πέμπτης. Όπως είναι γνωστό, οκτώ λιμενικοί, συνοδευόμενοι από εισαγγελέα πήγαν σε σπίτι με σκοπό την πραγματοποίηση έρευνας για ναρκωτικά. Πράγματι, βρήκαν ναρκωτικά, αλλά περικυκλώθηκαν από 50 περίπου οπλισμένους με καλάσνικοφ και μαχαίρια κουκουλοφόρους, οι οποίοι τους επιτέθηκαν και τραυμάτισαν με μαχαίρι έναν εξ αυτών.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το προκλητικό αυτό περιστατικό πυροδότησε μία πολιτική αντιπαράθεση. Η ΝΔ κατήγγειλε την κυβέρνηση για το “άβατο των Εξαρχείων”, το δε υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δηλώνει ότι δεν υφίσταται άβατο, υποκρινόμενο πως δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο! Το πρόβλημα με αυτού του είδους την ανταλλαγή κατηγοριών είναι ότι συσκοτίζει και παρακάμπτει το πρόβλημα, αντί να συμβάλει στη λύση του.
Η πραγματικότητα είναι ότι με την πάροδο των χρόνων έχει διαμορφωθεί στον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο ένας σκληρός πυρήνας επαγγελματιών της βίας, που διαθέτουν οργάνωση και συνήθως λειτουργούν σαν ομάδες κρούσης. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως το φαινόμενο αναπαράγεται στον χρόνο. Από ένα ηλικιακό σημείο και πέρα, η μεγάλη πλειονότητα των κάθε είδους αντιεξουσιαστών αποσύρεται. Παίρνουν τη θέση τους, όμως, νέοι και έφηβοι που έλκονται από την εμπειρία της συλλογικής μέθης των συγκρούσεων του πεζοδρομίου.
Είναι ενδεικτικό ότι κάθε τόσο έχουμε συγκρούσεις κουκουλοφόρων με διμοιρίες ΜΑΤ στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων. Παλαιότερα, όταν πραγματοποιούνταν μεγάλες διαδηλώσεις, οι ¨μπαχαλάκηδες” τις μετέτρεπαν σε πεδίο μάχης. Τώρα που δεν πραγματοποιούνται μεγάλες διαδηλώσεις, οργανώνουν συνήθως Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ το δικό τους πάρτι με τα ΜΑΤ.
Τρομοκρατία χαμηλής έντασης
Το φαινόμενο των λεγόμενων σκληρών αντιεξουσιαστών πάει πίσω στον χρόνο, αλλά μετά τη νεανική εξέγερση του 2008, η φαντασίωση μιας δυναμικής συνέχειας του έδωσε νέα ώθηση, όπως έδωσε ώθηση και στις επιδρομικές επιχειρήσεις κουκουλοφόρων και στις ένοπλες επιθέσεις. Είναι σαφές ότι η ριζοσπαστικοποίηση εκείνης της νεολαίας και οι συγκρούσεις τον Δεκέμβριο 2008 τροφοδότησαν τη δεξαμενή απ’ όπου αντλούν σε πρώτο επίπεδο αυτές οι οργανωμένες ομάδες.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφονται και οι κάθε είδους επιθέσεις αντιεξουσιαστών με ακάλυπτα πρόσωπα κυρίως σε πανεπιστήμια, αλλά όχι μόνο. Αν και οι παραπάνω ενέργειες έχουν μεταξύ τους διαφορές, έχουν και έναν κοινό παρονομαστή: Διαμορφώνουν κλίμα φόβου και ως εκ τούτου βιάζουν σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία των πολιτών. Είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικές, που δεν νομιμοποιούνται από κανένα αντιεξουσιαστικό ιδεολόγημα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για χαμηλής έντασης τρομοκρατικές επιθέσεις, που αντίκεινται στο Κράτος Δικαίου.
Μπορεί η ΝΔ να έχει υψώσει τη σημαία του “νόμου και της τάξης”, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πιο ανεκτικός, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις διαχειρίζονται –με περισσότερη ή λιγότερη αυστηρότητα– το φαινόμενο. Καμία δεν επιχείρησε να το ξεριζώσει. Όπως προανέφερα, οι “γαλάζιες” κυβερνήσεις δεν έκαναν τίποτα ποιοτικά διαφορετικό από τις άλλες. Εξ ου και το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται με διακυμάνσεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Μηδενική ανοχή ίσον κήρυξη πολέμου
Επιχείρηση ξεριζώματος σημαίνει επί της ουσίας μηδενική ανοχή. Ουσιαστικά σημαίνει κήρυξη πολέμου εναντίον του χώρου των επαγγελματιών της βίας, που ασκούν τρομοκρατία χαμηλής έντασης. Ένας τέτοιος πόλεμος θα συνδυάζει αστυνομικές επιχειρήσεις και ειδικά νομοθετικά μέτρα. Προϋπόθεση γι’ αυτό, όμως, είναι να υπάρχει η αναγκαία δεδηλωμένη βούληση εκ μέρους του πολιτικού συστήματος, να υπάρξει, δηλαδή, διακηρυγμένο προς την κοινή γνώμη δόγμα μηδενικής ανοχής, το οποίο να έχει εξασφαλισμένη ευρύτατη κοινοβουλευτική στήριξη.
Εάν η Πολιτεία επιδιώξει με συστηματικό τρόπο την οριστική διάλυση των ομάδων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ασκούν τρομοκρατία χαμηλής (ή και υψηλής) έντασης, κατά πάσα πιθανότητα σε πρώτη φάση θα πολλαπλασιασθούν και θα κλιμακωθούν οι σχετικές επιθέσεις και κατ’ επέκτασιν οι επιχειρήσεις καταστολής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γι’ αυτό και μιλήσαμε για πόλεμο.
Ο πόλεμος έχει θύματα και γι’ αυτό τον ξεκινάς μόνο εάν είσαι αποφασισμένος να πας μέχρι το τέλος. Το γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις απέφυγαν επιμελώς να κηρύξουν αυτόν τον πόλεμο και να το πάνε μέχρι το τέλος κάτι λέει. Κάτι λέει, επίσης, και το γεγονός ότι κι αυτό το ζήτημα μετατρέπεται σε προπαγανδιστικό όπλο για χρήση στο πλαίσιο του κατά κανόνα στείρου κομματικού καυγά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, πρόβλημα υπάρχει και μάλιστα οξύ, αλλά η ρητορική περί καθεστώτος ανομίας και “άβατου των Εξαρχείων” είναι μεν σωστή διαπίστωση, αλλά πολιτικά καταλήγει σε προπαγανδιστική ρητορική.
Το άβατο των Εξαρχείων και τα συγκοινωνούντα δοχεία
Στον 20ο αιώνα η Αριστερά ήταν ο βασικός μηχανισμός διοχέτευσης, εκλογίκευσης και τελικώς αφομοίωσης του αντισυστημικού ρεύματος που αναδυόταν σε μία κοινωνία. Σήμερα, ο μετεξελιγμένος άγριος καπιταλισμός των Αγορών έχει οδηγήσει στη μεγαλύτερη διεθνή οικονομική κρίση μετά από εκείνη του 1929. Παρόλα αυτά, η Αριστερά όχι μόνο δεν είναι, αλλά ούτε και φαντάζει ανατρεπτική. Ως εκ τούτου, δεν είναι πόλος έλξης ούτε για τους κάθε λογής απόκληρους ούτε για νέους που ριζοσπαστικοποιούνται.
Ο διασυρμός της πολιτικής, καθώς και ο εκφυλισμός και η παρακμή της ιδεολογικής αμφισβήτησης έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο κενό. Και επειδή ούτε η φύση ούτε η ζωή ανέχονται για πολύ τα κενά, είναι αναπόφευκτο να αναδύονται κάθε είδους υποκατάστατα. Η πολιτική με όρους κοινοβουλευτισμού, λοιπόν, είναι για την πλειονότητα των νέων μακρινή και απεχθής.
Αντιθέτως, οι μάχες του πεζοδρομίου συγκινούν τους πιο ανήσυχους. Και οι πιο ατίθασοι στρατεύονται σ’ αυτό το ιδιότυπο “αντάρτικο πόλης” χαμηλής έντασης που βιώνεται σαν το μεγάλο πάρτι του χαβαλέ και της ασυδοσίας. Οι νέοι, άλλωστε, έχουν πάντα την τάση να καταπατούν τα όρια. Στην περίπτωσή μας, όμως, έχουμε προ πολλού αλλάξει πίστα. Έχει διαμορφωθεί καθεστώς, το οποίο παράγει το “άβατο των Εξαρχείων”.
Ο χουλιγκανισμός, οι κουκουλοφόροι με τις μολότοφ και η νεανική εγκληματικότητα είναι εκφάνσεις του ίδιου προβλήματος. Με την πάροδο του χρόνου, άλλωστε, επαγγελματίες της βίας, που διεκδικούν για τον εαυτό του το ιδεολογικό πρόσημο του αντιεξουσιαστή, όπως και οργανωμένες ομάδες χούλιγκανς, ήλθαν σε όσμωση με τον χώρο της εγκληματικότητας, ειδικά της εμπορίας ναρκωτικών. Το αποτέλεσμα είναι να λειτουργούν πλέον σχεδόν σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Τόσο οι χούλιγκανς όσο και οι αντιεξουσιαστές είναι χώροι στρεβλής κοινωνικοποίησης ενός λιμνάζοντος λούμπεν νεανικού δυναμικού που έχει ανάγκη από υπαρξιακή διέξοδο. Γι’ αυτό και συνήθως μετατρέπονται παραλλήλως και σε κέντρα παράνομων δραστηριοτήτων (διακίνησης ναρκωτικών, στρατολόγησης μπράβων κτλ.), καθώς και θερμοκήπια μικρονονών και συμμοριών, που προσπαθούν να βρουν τη δική τους θέση στον χώρο του υποκόσμου.