Το φάντασμα της συγκυβέρνησης πάνω από το ΠΑΣΟΚ
21/02/2023Ο μετεωρισμός και οι παλινωδίες της νέας ηγεσίας του ΠΑΣΟK στο θέμα της συγκυβέρνησης οδήγησαν πρόσφατα σε μια σταδιακή δημοσκοπική συρρίκνωση, με ανακοπή της αρχικής δυναμικής. Στην αναμενόμενη συμπίεση από ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τα ΜΜΕ, η προφανής απάντηση στο διαρκές ερώτημα “με ποιον;” έπρεπε να είναι μονότονα “ναι με τον πρώτο, όποιον και αν επιλέξει ο λαός”.
Αντ’ αυτού, οι απαντήσεις κινήθηκαν από μικρομεγαλισμό (ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας) έως ανερμάτιστες εκδοχές (σοσιαλδημοκρατικός κορμός), ή και σε αμφισημία (ΝΔ στην αντιπολίτευση, αλλά και όχι κυβέρνηση ηττημένων)! Θόλωσαν έτσι το μήνυμα και τους λόγους της συμμετοχής σε μια συγκυβέρνηση, τροφοδοτώντας με αβεβαιότητα το μετεκλογικό τοπίο. Το βασικό όμως ζητούμενο αυτής της συμμετοχής του ΠΑΣΟΚ σε μία κυβέρνηση είναι ακριβώς η διασφάλιση κυβερνησιμότητας στη χώρα –με αποφυγή αλλεπάλληλων εκλογών– και συνακόλουθα η συνέχιση της μεταμνημονιακής ανάπτυξης, με καίριες μεταρρυθμίσεις που χρονίζουν.
Το άλλο θεμιτό ζητούμενο για το ΠΑΣΟΚ είναι η επιστροφή του σε κυβερνητική συνυπευθυνότητα, σε άσκηση πολιτικής και αξιοποίηση μέρους του σοσιαλδημοκρατικού του προγράμματός και του έμπειρου ανθρώπινου δυναμικού του με σκοπό και τη σημαντική στήριξη του χώρου της εργασίας και των ασθενέστερων. Η συγκυβέρνηση, ως ισχυρή πιθανότητα από τις ερχόμενες εκλογές, επιστρέφει ξανά για τρίτη φορά την τελευταία δεκαετία.
Παρά την έντονη πόλωση, που αυξάνεται προεκλογικά από τα δύο μεγάλα κόμματα, φαίνεται ότι και στη χώρα μας αρχίζει σταδιακά μια νέα περίοδος –αντίστοιχη της ευρωπαϊκής– συμμαχικών κυβερνήσεων. Η δική μας εμπειρία, των δύο προηγούμενων συγκυβερνήσεων, μνημονικά εξαναγκασμένη (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) έγινε χωρίς ξεκάθαρες και στιβαρές προγραμματικές συμφωνίες, πάνω σε ένα ελάχιστο κοινό σχέδιο. Αυτό συνοδεύτηκε από πολλούς αυτοσχεδιασμούς, εξαναγκασμούς στη διαχείριση των προαπαιτούμενων της Τρόικας, αλλά και με τη διαρκή διαχείριση κρίσεων.
Άρα μια τωρινή παρόμοια προσπάθεια προϋποθέτει κανόνες μιας νέας περιόδου, που ήδη έχει αρχίσει μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις (οικονομική, πανδημική, ουκρανική). Ειδικά όταν η νέα εποχή δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες ανάκαμψης και ανάπτυξης, στις οποίες η χώρα μπορεί και πρέπει να ανταποκριθεί ελεύθερα και αυτόνομα, με νωπή επίγνωση των παθολογιών και στρεβλώσεων του παρελθόντος και των συνεπειών τους.
Ξεκαθάρισμα θέσεων και προθέσεων
Σημαντικό αίτημα στον προεκλογικό δημόσιο διάλογο είναι το πέρασμα σε γόνιμα προγράμματα και προτάσεις, που να σηματοδοτούν απόφαση για ένα διαφορετικό ορίζοντα, με διεργασίες και διαβουλεύσεις μέσα στα κόμματα και όχι σε μαγειρεία επαγγελματιών. Οι προγραμματικές συγκλίσεις ή εναλλακτικές δεν μπορούν να τίθενται προσχηματικά αλλά συνεργατικά, μετά τη βάσανο της έκθεσής τους –τώρα, έγκαιρα– στη δημόσια σφαίρα.
Κεντρικά σημεία σύγκλισης είναι ένα ελάχιστο συμφωνιών για οικονομία, εθνικά, κοινωνικά και θεσμούς. Είναι προφανές ότι αν δεν υπάρξει το μίνιμουμ συναντίληψης, θα είναι λυκοφιλία με γρήγορη αποτυχία, που θα βάλει τη χώρα σε περιπέτειες. Άρα, θα πρέπει να υπάρχει απόφαση για συμβιβασμούς και καθαρές συμπεριφορές και από τους δυο εταίρους με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά και ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Και επειδή πολλά θα κριθούν στη συνεργασία κορυφής στο Μαξίμου, οι δεσμεύσεις τόσο σε προϋπολογισμούς υπουργείων και της κεντρικής κυβέρνησης, όσο και στον γενικό προϋπολογισμό θα πρέπει να είναι σαφείς.
Στην οικονομία επείγουσα ανάγκη είναι η συμφωνία σε ένα μίγμα δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά και ουσιαστικής συστηματικής στήριξης νοικοκυριών (με λελογισμένες αυξήσεις μισθών) και επιχειρήσεων, ώσπου να ξεπερασθεί ο στασιμοπληθωρισμός και η πίεση του ενεργειακού και της ακρίβειας. Ομοίως, να συμφωνηθεί το κρίσιμο θέμα της φορολόγησης και του ΦΠΑ, με μια πιο προοδευτική αύξηση των άμεσων φόρων.
Συνακόλουθα ο εμπλουτισμός με καίριες δράσεις του “Ελλάδα 2020” και η αναπλαισίωση του Ταμείου Ανάπτυξης και ΕΣΠΑ με νέα έργα σε στρατηγικούς τομείς, είναι κρίσιμος. Ένας εξωστρεφής και στοχευμένος οδικός χάρτη ανάπτυξης, που τόσο λείπει τώρα, απαιτείται για την μέγιστη δυνατή κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και άριστη εκμετάλλευση όλων των διαθέσιμων πόρων.
Τι πρέπει να επιδιώκει το ΠΑΣΟΚ
Η πραγματική άσκηση συγκυβέρνησης όμως αρχίζει στην επεξεργασία πάνω σε πολιτικές, που απαιτούν συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές δράσεις που εκκρεμούν, αλλά είναι απόλυτης προτεραιότητας για αυτήν την αναπτυξιακή έξοδο της χώρας. Σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι κρίσιμη για το ΠΑΣΟΚ η σχέση και συμμαχία με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, του αρχιπελάγους των αυτοαπασχολουμένων σε μια προοπτική ραγδαίων συγχωνεύσεων, μετάβασης σε οικονομίες κλίμακος και βιώσιμης κλαδικής ανάπτυξης.
Άλλο τόσο σημαντική όμως είναι και η συνεργασία και στήριξη στην υγιή επιχειρηματικότητα, σε εγχώριες επενδυτικές πρωτοβουλίες με εξωστρέφεια αλλά και την προσέλκυση άμεσων, ξένων επενδύσεων, αρκεί να τηρείται ρήτρα απασχόλησης και ένταξης των ασθενέστερων. Η συμμετοχή του μικρότερου εταίρου πρέπει να γίνει με όρους ισοτιμίας και κυρίως, όχι με συγκατοίκηση, αλλά με δέσμευση κορυφής που θα πρέπει να επιτρέπει στα επί μέρους υπουργεία να παράγουν έργο τόσο διαχείρισης-διεκπεραίωσης-ανταπόκρισης στις τρέχουσες ανάγκες, όσο και στη δυνατότητα τομών και μεταρρυθμίσεων.
Η προηγούμενη εμπειρία ήταν “τα καλά ο μεγάλος, τα κακά ο μικρός” με αποτέλεσμα την σταδιακή απαξίωση και συρρίκνωσή του. Είναι επομένως θεμιτή τόσο η πρόβλεψη προστασίας, όσο και η δυνατότητα παρουσίασης ενός επιτυχημένου αυτοτελούς έργου σε συγκεκριμένα υπουργεία. Φυσικά προνομιακό χώρο για το ΠΑΣΟΚ θα αποτελούσαν τα “κοινωνικά” υπουργεία (Υγείας, Παιδείας, Εργασίας, Αγροτικής Ανάπτυξης).
Μήνυμα αποστολής
Οπωσδήποτε, για τον μικρότερο εταίρο θα υπάρξει και η ανάληψη, με την αντιπροεδρία, και ενός σημαντικού άλλου υπουργείου (πιθανόν ανάμεσα στο Εξωτερικών και στο Άμυνας). Η συμμετοχή του όμως δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι συναλλαγή εξουσίας, ούτε πελατειακής πρακτικής (τύπου 5-2-1), αλλά σημαίνουσας παρουσίας και προστιθέμενης αξίας στο κυβερνητικό έργο. Ένας πραγματικός σοσιαλδημοκρατικός βραχίονας στήριξης του κοινωνικού.
Σημαντική επίσης θα ήταν μια συναπόφαση στην ανάληψη ενός ή δύο καίριων υπουργείων (ενέργειας, ψηφιακής μετάβασης) από προσωπικότητες υπερκομματικές, με συγκεκριμένο, κοινά αποδεκτό σκοπό. Αυτό εκπέμπει ένα μήνυμα αποστολής, αλλά και συναίνεσης σε μεγάλες εθνικές πολιτικές. Το σχήμα αυτό συνεπάγεται και μεγαλύτερη συμμετοχή, κινητοποίηση και ενεργό ανταγωνισμό πολιτικών όλων των υπουργείων, αλλά και της δημόσιας διοίκησης απέναντι σε ένα τωρινό “Μαξιμοκεντρισμό”, που μπορεί σε μερικά σημεία να είναι πιο αποτελεσματικός, αλλά σίγουρα δεν αφήνει την γενική κυβέρνηση να αναπνεύσει δημιουργικά.
Αν η συγκυβέρνηση δεν μπορεί να απαντήσει στα τωρινά προβλήματα με σημαντικές αλλαγές, με ένα ελάχιστο αλλά υλοποιήσιμο πρόγραμμα διαχείρισης και μεταρρυθμίσεων δεν έχει νόημα η συγκρότησή της. Ο λαός καλείται να αποφασίσει δίνοντας στο ΠΑΣΟΚ την εκλογική-πολιτική δύναμη, η οποία θα του επιτρέψει να συμβάλλει ουσιαστικά στην μετεκλογική προσπάθεια της χώρας.