Το καθεστώς έκτακτης υγειονομικής ανάγκης έχει και άλλη όψη
04/04/2020Ποτέ, απ’ ό,τι γνωρίζουμε ως σήμερα, τόσο ολοκληρωτικά μέτρα έκτακτης ανάγκης δεν ελήφθησαν τόσο σπασμωδικά και με τόσο περιορισμένη βάση γνωστοποιημένων δεδομένων όσον αφορά υποτιθέμενη δημόσια απειλή. Ποτέ δεν θυμόμαστε τόσο ολοκληρωτική ενεργοποίηση των μηχανισμών πολιτικής προστασίας για τόσο κυριολεκτικώς ασύμμετρη, αλλά και εξαπίνης απειλή. Επιπλέον, επειδή ακόμα υποτίθεται ότι διατελούμε υπό καθεστώς δημοκρατίας, πολιτικές αποφάσεις χωρίς κανένα προηγούμενο δημόσιο διάλογο προϋποθέτουν πειστική αιτιολόγηση.
Οπωσδήποτε, όλες οι πολιτικές αναστολές της καθημερινότητας, τα καθεστώτα δηλαδή έκτακτης ανάγκης που συνεπάγονται περιορισμό των ελευθεριών και καταναγκαστικά μέτρα, ενεργοποιούνται πάντοτε εν όψει υποτιθέμενης απειλής μείζονος κοινωνικοπολιτικού αγαθού. Το αναμφισβήτητο μείζον αγαθό στην περίπτωσή μας είναι σαφέστατα η δημόσια υγεία, αξία οπωσδήποτε παραλυτικής βαρύτητας.
Εν ονόματι, λοιπόν, της προστασίας της δημόσιας υγείας βρισκόμαστε σήμερα, στην συνήθως επιμηθεϊκή Ελλάδα, μπροστά σε ένα εντυπωσιακό, παγκόσμια, υπόδειγμα ενεργού βιοπολιτικής κινητοποίησης προληπτικού χαρακτήρα, όσο όμως και ασυνήθιστα πειθήνιας λαϊκής αποδοχής. Και τα δύο συνιστούν εθνικά αξιοπερίεργα. Πώς όμως ακριβώς περιγράφεται διαφορικά σήμερα η συγκεκριμένη υγειονομική απειλή; Σε τι δηλαδή ακριβώς συνίσταται; Και ποια είναι τα εχέγγυα αυθεντίας που στηρίζουν τις συγκεκριμένες τόσο αστραπιαίες, αλλά και πολύπλευρα επαχθέστατες πολιτικές αποφάσεις που ελήφθησαν αυθωρεί στην Ελλάδα και με σημαντική υστέρηση σε άλλες βαρύτερα πληττόμενες χώρες;
Διακυμάνσεις στην συμπεριφορά των κρατών
Η βαρύτητα της επιδημικής μορφής προσβολής στην βόρεια κυρίως Ιταλία δικαιολογεί ασφαλώς κάποιον πανικό. Παρά ταύτα, ως προς τη ζητούμενη διαφορική περιγραφή του υποτιθέμενα νεοφανούς κινδύνου (σε σχέση βεβαίως με τις κοινές εποχιακές μορφές γρίπης) διατηρούνται ακόμη –παρά την απλή απαρίθμηση θυμάτων και κρουσμάτων– σοβαρές επιφυλάξεις, τόσο στη χώρα μας, όσο και στις άλλες απειλούμενες κοινωνίες. Διατυπώνονται, μάλιστα, διεθνώς (αλλά και στη χώρα μας) αποκλίνουσες εκτιμήσεις ειδικών που περιέργως δεν βρίσκουν εύκολη πρόσβαση στα ΜΜΕ.
Επιπλέον και με βάση την απόκλιση των σχετικών εκτιμήσεων, η συμπεριφορά των κρατών απέναντι στην υποτιθέμενη βαρύτητα της απειλής παρουσιάζει αξιοπρόσεκτου εύρους διακύμανση:
- Η Σουηδία και η Ολλανδία, χώρες με πολύ ανεπτυγμένη προνοιακή αντίληψη, επιδεικνύουν ακόμη εντυπωσιακή ψυχραιμία.
- Η Βρετανία, χώρα ιστορικά πρωτοπόρα στην προνοιακή υγειονομική οργάνωση, σε πρώτη φάση έδειξε σχετικά απάθεια για να προχωρήσει, όμως, στη συνέχεια σε κλιμάκωση της στάσης της και σε παροχή αντιμέτρων οικονομικής αντιστάθμισης εντυπωσιακού ύψους!
- Η Γερμανία αντιμετωπίζει το θέμα επίσης μετριοπαθώς και με δικαιολογημένη οικονομική αυτοπεποίθηση.
- Εξωευρωπαϊκές χώρες, επίσης, παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση, ιδιαίτερα όσον αφορά την έκταση της προσβολής.
Η γενικότερη πάντως εντύπωση είναι ότι περί το τί ακριβώς συμβαίνει, μάλλον καμία ιατρική ή άλλη υγειονομική αυθεντία δεν μπορεί να τεκμηριώσει. Δημόσιος διάλογος δεν έχει, όπως προαναφέραμε, προηγηθεί. Το αξιοπρόσεκτο, πάντως, είναι ότι συνεχίζει να αντιμετωπίζεται με φόβο. Πράγμα που από μόνο του είναι αρκούντως ανησυχητικό και τροφοδοτεί υποχθόνια τον πανικό και τη διαβρωτική συνωμοσιολογία, που αναπόδραστα στη συνέχεια θα τείνουν να προσλάβουν εφιαλτικές διαστάσεις.
Ο κίνδυνος μιας οικονομικής καταστροφής
Το ερώτημα που εγείρεται, υπό την πίεση των δραματικώς αποφασιστικών μέτρων εκτεταμένου καταναγκασμού, είναι το εξής: Μπορεί η κατάσταση αυτή να θεωρηθεί δημοκρατικώς αποδεκτή, όταν μάλιστα το καθεστώς των εκτάκτων μέτρων εκφεύγει από τα όρια της αυστηρής υγειονομικής αξιολόγησης και των υγειονομικών συνεπειών και προσλαμβάνει διαστάσεις ευρύτερης, σωρευτικής οικονομικής διακινδύνευσης; Διακινδύνευσης που σε βραχυμεσοπρόθεσμη προοπτική εκτιμάται ότι μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ την οποιαδήποτε προεκτιμώμενη αξιολόγηση, ακόμη και την πιο απαισιόδοξη, του βαθμού διακινδύνευσης της δημόσιας υγείας.
Ας είμαστε κυνικώς ειλικρινείς. Η υγειονομική διάσταση της απειλής είναι λιγότερο ίσως από τη μισή εικόνα του ζητήματος. Οι μορφές προστασίας που τόσο αποφασιστικώς (διάβαζε: αυταρχικώς) και με τόσο αδιαφανή διαδικασία διαβούλευσης έχουν από τις περισσότερες χώρες υιοθετηθεί –της Ελλάδας πρωταγωνιστικώς συμπεριλαμβανομένης– ισοδυναμεί με απόλυτη σχεδόν αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας.
Αυτό πόσο μπορεί άραγε να παραταθεί, χωρίς τον ορατό κίνδυνο ανεπανόρθωτης γενικότερης οικονομικοκοινωνικής καταστροφής; Η ενθουσιώδης, μάλιστα, ανάληψη του οικονομικού ρίσκου μέσα σε ποιο πλαίσιο διεθνούς οικονομικής συνεργασίας μπορεί να τοποθετηθεί, ιδιαίτερα μάλιστα για τις χώρες της Ευρωζώνης; Κι αυτό, όταν καθημερινώς επιβεβαιώνεται ότι οι μηχανισμοί ευρωπαϊκής οικονομικής αλληλεγγύης και συνοχής είναι εμφανώς αδύναμοι και ελλειμματικοί.
Αυτό συμβαίνει, λόγω του γνωστού καθεστώτος της ανελαστικής νομισματικής τάξης του ευρωνομίσματος και της δεδομένης ιδεολογικοπολιτικής αδυναμίας επείγουσας αναθεώρησής της. Κανείς δεν δικαιούται να αγνοεί ότι οι ιδεολογικοπολιτικοί καταναγκασμοί της τελευταίας τριακονταετίας έχουν στις χώρες της Ευρωζώνης σημαντικά αποδομήσει τους μηχανισμούς πρόνοιας και την έκταση της δημόσιας υγειονομικής υποδομής.
Χρειάζεται δημόσιος διάλογος
Αν διατηρούνται ακόμη κάποια υπόλοιπα δημοκρατικής ευθύνης, στις ευρωπαϊκές τουλάχιστον κοινωνίες, είναι επιτακτικό η ακολουθούμενη υγειονομική στρατηγική –αν πράγματι υπάρχει κάτι που προσομοιάζει– να επανεκτιμηθεί πάνω σε μια διευρυμένη βάση οικονομικών-κοινωνικών δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει και ο δημόσιος διάλογος αντιστοίχως να ουσιαστικοποιηθεί και διευρυνθεί, ώστε να ενισχυθεί η ανάληψη ευθύνης από τις ίδιες τις κοινωνίες για το διακυβευόμενο υγειονομικό και οικονομικό-κοινωνικό τους μέλλον.
Μια επιβεβαίωση της κοινωνικής στήριξης των βιοπολιτικών καταναγκασμών είναι απολύτως αναγκαία. Έτσι, οι κυβερνήσεις θα ενθαρρυνθούν να προχωρήσουν σε ενδεχομένως απαραίτητη διάρρηξη ασφυκτικών πλαισίων οικονομικών δεσμεύσεων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν ανετότερα τις προκλήσεις μιας τόσο απειλητικής (αν όντως είναι) υγειονομικής διακινδύνευσης, της οποίας η επιθυμητή απόσβεση –απ’ ό,τι διαφαίνεται– δεν μπορεί σε ορατό χρόνο να οριοθετηθεί.
Ο διάλογος σε έκτακτες περιστάσεις ασφαλείας ενέχει αναμφισβήτητους κινδύνους. Η διάχυση της σύγχυσης είναι σύμφυτη με τον ανοιχτό διάλογο, ιδιαίτερα σε κοινωνίες με συσσωρευμένα μακροχρόνια πολιτικά φορτία. Κάποιας μορφής ουσιαστικότερος διάλογος πρέπει πάντως να διενεργηθεί. Ο ανθρωπιστικός υγειονομικός πατερναλισμός, που ως τώρα επιδεικνύεται, κατ’ αρχάς φαίνεται να εισπράττεται θετικά από τις απειλούμενες κοινωνίες. Δεν παύει, όμως, ο κίνδυνος, που οι κυβερνήσεις από αγαθή πρόθεση έχουν ήδη αναλάβει, να είναι βαρύς. Η ευθύνη κινδυνεύει να αποδειχτεί πολιτικώς δυσβάστακτη, όταν έρθει η στιγμή το πραγματικό κόστος της ασύμμετρης υγειονομικής και οικονομικής διακινδύνευσης να λογιστικοποιηθεί και να κοινωνικοποιηθεί.