Το κυβερνητικό αφήγημα και ο φτωχός απολογισμός
18/05/2018Από το 2016 και πολύ περισσότερο από τις αρχές του 2017, η κυβέρνηση Τσίπρα είχε θέσει τρεις στόχους: Πρώτον, την έγκαιρη ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Δεύτερον τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο έληγε τον Μάρτιο του 2017 και παρατάθηκε. Τρίτον, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 να ισχύσει για τα λιγότερα δυνατόν χρόνια. Σήμερα, λίγους μήνες πριν τη λήξη του 3ου Μνημονίου, απολογισμός είναι πολύ φτωχός.
Τα λεγόμενα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την αναδιάρθρωση του χρέους ήταν αποφασισμένο ότι θα εφαρμοσθούν μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου, αλλά η έγκαιρη οριστικοποίησή τους είχε κρίσιμη σημασία. Από το περιεχόμενό τους και από τον προσδιορισμό του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων για τα χρόνια μετά το 2018 θα κρινόταν εάν το ελληνικό χρέος είναι ή όχι βιώσιμο.
Η βιωσιμότητά του ήταν όρος αφενός για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αφετέρου για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.Όπως είναι γνωστό, το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων καθορίσθηκε σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που ζητούσε το Ταμείο, αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε, επειδή δεν καθορίσθηκαν εγκαίρως τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να μη συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό δεν της κόστισε μόνο αρκετά δισ. ευρώ. Της κόστισε και το γεγονός ότι εάν συμμετείχε θα στελνόταν το μήνυμα στις Αγορές πως η χώρα έχει γυρίσει οριστικά σελίδα. Με τη σειρά του, αυτό θα είχε διευκολύνει την έλευση άμεσων ξένων επενδύσεων, τις οποίες έχει ζωτική ανάγκη η ελληνική οικονομία για να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης.
Μεσοπρόθεσμα και αβεβαιότητα
Έχοντας αποδεχθεί ότι δεν τίθεται θέμα να κουρευτεί το χρέος, η Αθήνα αγωνιζόταν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα να οριστικοποιηθούν πολύ πριν τη λήξη του 3ου Μνημονίου και βεβαίως να είναι όσο το δυνατόν πιο γενναιόδωρα. Ο λόγος που το επιδίωκε ήταν οικονομικός και όχι λογιστικός. Ήθελε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να διαλύσει την αβεβαιότητα για να καταστήσει την Ελλάδα ελκυστική για παραγωγικές επενδύσεις.
Είναι αληθές ότι το Ταμείο άσκησε μία πίεση στο Βερολίνο, αλλά, όπως απέδειξαν τα γεγονότα, δεν έφερε αποτέλεσμα. Οι Μέρκελ και Σόιμπλε τα ήθελαν όλα δικά τους. Και να συμμετάσχει το ΔΝΤ και να μην οριστικοποιηθούν εγκαίρως τα μεσοπρόθεσμα, επειδή θεωρούσαν πως εάν συνέβαινε αυτό ενδεχομένως θα είχαν πολιτικό-εκλογικό κόστος. Γι’ αυτό και τελικώς όλοι βολεύθηκαν με το Ταμείο να περιορίζεται σε ρόλο τεχνικού συμβούλου.
Ο μόνος χαμένος ήταν η Ελλάδα, επειδή από την εμπλοκή του ΔΝΤ εισέπραξε μόνο τα αρνητικά κι όχι τα θετικά. Το Ταμείο ζητούσε γενναία και άμεση ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, επειδή δεν είναι βιώσιμο. Αυτό δεν συνέβη και σήμερα πλέον η συζήτηση είναι εάν η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα διασυνδεθεί με τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας ή με την επιβολή και άλλων “μεταρρυθμίσεων”.
Η άλλη όψη του υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος
Το ΔΝΤ ζητούσε ακόμα -όπως προαναφέραμε- πολύ χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για μία πενταετία, όπως τελικώς αποφασίσθηκε, είναι μεγάλο βαρίδι για μία οικονομία που σέρνεται. Όσο μεγαλύτερο είναι το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο μεγαλύτερη ρευστότητα αφαιρείται από την πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα αναλόγως να εμποδίζεται η μεγέθυνση.
Όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση Τσίπρα και το 2016 και το 2017 παρήγαγε πολύ υψηλότερα του στόχου πρωτογενή πλεονάσματα, προκειμένου αφενός να πείσει τους δανειστές ότι δεν απαιτούνται νέες περικοπές, αφετέρου για να μοιράσει τον γνωστό “μποναμά” των Χριστουγέννων. Όπως καθίσταται προφανές, αυτά τα πλεονάσματα εξουδετέρωσαν τις πιέσεις του ΔΝΤ για μείωση του στόχου.
Ταυτοχρόνως, όπως αποδείχθηκε, συρρίκνωσαν την προβλεπόμενη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας. Όσο μεγαλύτερη ρευστότητα αφαιρείται από την πραγματική οικονομία μέσω της κάθε είδους υπερφορολόγησης και της μη εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες, τόσο δυσκολότερα η οικονομία μπορεί να ανακάμψει και κατ’ επέκτασιν να ανταποκριθεί στην ποικίλη υπερφορολόγηση. Δεν είχε άδικο η γερμανική εφημερίδα Tageszeitung που πριν ένα περίπου χρόνο είχε χαρακτηρίσει την Ελλάδα «αποικία του ευρώ».