Το σκάνδαλο Novartis, τα αυτονόητα και οι κομματικές μυλόπετρες
10/04/2019Η δικογραφία για το σκάνδαλο της Novartis που πριν ένα χρόνο έστειλαν οι αρμόδιοι εισαγγελείς στο Κοινοβούλιο ήταν αναμφίβολα “βαριά” από πολιτικής απόψεως, δεδομένου ότι περιείχε κατηγορίες για δωροδοκία εναντίον πρώην πρωθυπουργών και υπουργών. Τώρα, οι εισαγγελείς έστειλαν στο αρχείο την υπόθεση για τέσσερις από τους δέκα εμπλεκόμενους πολιτικούς (Βενιζέλος, Κουτρουμάνης, Πικραμμένος και Λυκουρέντζος), ζητούν την άρση της ασυλίας του Λοβέρδου και αφήνουν ανοικτή τη δικογραφία για τους υπόλοιπους πέντε (Σαμαράς, Γεωργιάδης, Στουρνάρας, Αβραμόπουλος και Σαλμάς). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα υπάρξει και επόμενος γύρος.
Λόγω της δεδομένης πολιτικής φόρτισης και της συνακόλουθης σύγχυσης που προκαλεί η ανταλλαγή πυρών, είναι επιβεβλημένο να ξεκαθαρίσουμε τα προφανή και αυτονόητα:
Πρώτον: Κανείς από τους εναπομείναντες 1+5 δεν είναι ένοχος πριν καταδικασθεί, πολύ περισσότερο που η σχετική διαδικασία βρίσκεται σε φάση διερεύνησης. Ακόμα και στην περίπτωση του Λοβέρδου δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες.
Δεύτερον: Αναμφισβήτητα και μόνο η εμπλοκή ενός ονόματος σε μία τέτοια υπόθεση εκ των πραγμάτων λειτουργεί σαν μηχανισμός έμμεσου πλην σαφούς στιγματισμού. Είναι άδικο, αλλά αυτό δυστυχώς συμβαίνει για κάθε πολίτη, του οποίου το όνομα εμπλέκεται σε υπόθεση σκανδάλου. Δεν θα μπορούσε να ισχύσει κάτι διαφορετικό για πολιτικούς, παρότι γι’ αυτούς ο έμμεσος πλην σαφής στιγματισμός είναι περισσότερο επώδυνος, με την έννοια ότι πιθανόν να οδηγεί σε πολιτικό θάνατο.
Τρίτον: Οι φαρμακευτικές εταιρείες χρησιμοποιούν διεθνώς αθέμιτες πρακτικές, προκειμένου να αυξήσουν τις πωλήσεις τους. Αυτό γίνεται και μέσω των γιατρών που συνταγογραφούν και μέσω αρμοδίων κρατικών αξιωματούχων που έχουν ρόλο στη λήψη σχετικών αποφάσεων, όπως η συμπερίληψη ενός σκευάσματος σε λίστες φαρμάκων.
Και σκάνδαλο και σκοπιμότητα
Τέταρτον: Στην Ελλάδα είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια μία γιγαντιαίων διαστάσεων λεηλασία του δημοσίου χρήματος στον χώρο της Υγείας. Περίπου το μισό του λεηλατημένου δημοσίου χρήματος αφορούσε στο φάρμακο. Η λεηλασία αποτυπώνεται στο γεγονός ότι η φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας ήταν πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το 2000 τα Ασφαλιστικά Ταμεία πλήρωσαν κάτι λιγότερο από 2 δισ. για φάρμακα. Το 2010 το ποσό αυτό εκτοξεύθηκε στα περίπου 5,6 δισ.(!) και το 2013 έπεσε στα 2 δισ., χωρίς να χρεοκοπήσουν φαρμακευτικές βιομηχανίες. Απλώς συρρικνώθηκαν τα αθέμιτα υπερκέρδη τους. Προφανώς, τη λεηλασία δεν μπορούσαν να την κάνουν μόνες τους οι φαρμακευτικές εταιρείες, ούτε μόνο με τη συνεργασία γιατρών. Δεν θα είχε καταστεί δυνατή, χωρίς τη σύμπραξη αρμοδίων κρατικών αξιωματούχων. Κατά συνέπεια, υπάρχει έγκλημα και εγκληματίες.
Πέμπτον: Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Τσίπρα χρησιμοποιεί το σκάνδαλο Novartis για πολιτικούς-εκλογικούς λόγους, για να στιγματίσει εμμέσως πλην σαφώς πολιτικούς αντιπάλους της. Ο χρόνος, άλλωστε, που η δικογραφία είχε σταλεί στη Βουλή (αρχές του 2018) δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Είχε επιλεγεί -προφανώς με την παρασκηνιακή παρέμβαση κυβερνητικών στελεχών- με σκοπό να αλλάξει η ατζέντα της επικαιρότητας. Για την ακρίβεια, για να μετατοπισθεί το κέντρο βάρους από το Μακεδονικό, όπου λόγω συλλαλητηρίου η κυβέρνηση είχε περιέλθει σε δυσχερή θέση.
Έκτον: Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα χρησιμοποιεί την υπόθεση Novartis για να υπηρετήσει δικές της πολιτικές σκοπιμότητες, δεν σημαίνει καθόλου πως δεν υπάρχει σκάνδαλο και κατ’ επέκτασιν δεν είναι λόγος να υποβαθμισθεί η σημασία του και κυρίως η ανάγκη ενδελεχούς διερεύνησής του.
Έβδομον: Με δεδομένο ότι προβλέπεται από τη νομοθεσία ο θεσμός του προστατευόμενου μάρτυρα, είναι απαράδεκτη η προσπάθεια όλο το προηγούμενο διάστημα των εμπλεκομένων πολιτικών όχι μόνο να τους απαξιώσουν εκ των προτέρων, αλλά και να τους απειλήσουν. Προφανώς, οι “καυτές” μαρτυρίες δεν συνιστούν από μόνες τους και εξ υπαρχής τεκμήρια ενοχής των εμπλεκομένων. Από την άλλη, δεν χάνουν τη σημασία τους, επειδή προέρχονται από προστατευόμενους μάρτυρες. Μόνη αρμόδια να κρίνει την αξιοπιστία τους είναι η Δικαιοσύνη.
Κομματική ομπρέλα προστασίας
Όγδοον: Εξαρχής υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι κυβερνητικά στελέχη είχαν λειτουργήσει αντιδεοντολογικά. Χωρίς να έχουν δικαίωμα, είχαν πριν ένα χρόνο λάβει γνώση της αρχικής δικογραφίας πριν αυτή διαβιβασθεί στη Βουλή. Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Πολάκης είχε, μάλιστα, αποκαλύψει δημοσίως ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες είναι στελέχη της Novartis, τα οποία βρέθηκαν με μαύρο χρήμα και συνεργάσθηκαν με τις ανακριτικές αρχές. Η παραβίαση των κανόνων εκ μέρους υπουργών είναι απαράδεκτη, καταδικαστέα και αποκαλυπτική μίας αντιθεσμικής νοοτροπίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, η καταδικαστέα αυτή συμπεριφορά υπουργών δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για να επικαλυφθεί η ουσία της υπόθεσης.
Ένατον: Παρά τις όποιες μάλλον βάσιμες υποψίες για κυβερνητική παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, ο μόνος τρόπος για να διαλευκανθεί το σκάνδαλο είναι να αφεθούν οι εισαγγελείς-δικαστές να κάνουν τη δουλειά τους. Και όταν έρθει η ώρα, τόσο η έρευνα όσο και η κρίση τους να αξιολογηθούν και από το Ειδικό Δικαστήριο, εάν τα πράγματα φθάσουν εκεί, και βεβαίως από τους πολίτες. Από θεσμικής απόψεως δεν έχουμε κανέναν άλλο τρόπο να ερευνούμε σκάνδαλα. Όταν η Δικαιοσύνη εγκλωβίζεται στις κομματικές μυλόπετρες ακυρώνει τον θεσμικό ρόλο της.
Δέκατον: Προφανώς, μία παράταξη δεν είναι δίκαιο να εγκαταλείπει ένα στέλεχός της, του οποίου το όνομα εμπλέκεται σε ένα σκάνδαλο. Είναι θεμιτό να εκφράσει τη συμπαράστασή της και την ελπίδα ότι θα αποδειχθεί η αθωότητά του. Μέχρι εκεί όμως. Θα πρέπει το ίδιο το κόμμα να ζητάει από τη Δικαιοσύνη να διερευνήσει ενδελεχώς την όποια εμπλοκή στελέχους του, να το κρίνει αμερόληπτα και δίκαια. Στην Ελλάδα, όμως, όταν νυν ή πρώην υπουργός κατηγορείται -δικαίως ή αδίκως- το κόμμα του (ισχύει για όλα τα κόμματα) καταγγέλλει σκευωρία, λειτουργώντας στην πράξη σαν ομπρέλα προστασίας και κατά συνέπεια ως εμπόδιο στη δικαστική διερεύνηση και στην αναγκαία κάθαρση.