Το Βερολίνο τορπιλίζει την Ευρωζώνη – Εμποδίζει τις ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ
06/05/2020Νέα βόμβα στα θεμέλια ευρωπαϊκών θεσμών έριξε το Βερολίνο, αυτή τη φορά μέσα από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, με την οποία κρίνεται «εν μέρει αντισυνταγματικό» το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ. Η απόφαση αυτή αναμένεται να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στη λήψη αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μάλιστα σε μια κρίσιμη περίοδο, λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Με μια συντριπτική πλειοψηφία, επτά προς ένα, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι το πρόγραμμα PSPP παραβιάζει το γερμανικό Σύνταγμα. Απαγορεύει μάλιστα στην ομοσπονδιακή τράπεζα Bundesbank να συμμετέχει σε αυτό, εκτός και αν στη διάρκεια του επόμενου τριμήνου η ΕΚΤ παρουσιάσει, με σαφή τρόπο, μια νέα απόφαση που θα το καθιστά κατάλληλο.
Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν υιοθέτησε τις κατηγορίες ότι η ΕΚΤ χρηματοδοτούσε τις κυβερνήσεις των κρατών με υψηλό χρέος, παραβιάζοντας την εντολή της. Έκρινε, ωστόσο, ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων παραβιάζει εν μέρει το γερμανικό Σύνταγμα, επειδή οι αποφάσεις δεν ελέγχθηκαν από την κυβέρνηση και τη Βουλή.
Δικαίωσαν την Εναλλακτική
Η απόφαση δεν αφορά την τελευταία μαζική αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, η οποία έγινε σε μια προσπάθεια στήριξης των ευρωπαϊκών οικονομίων, εν μέσω της κρίσης που προκαλεί η πανδημία, και δεν είναι άμεσα δεσμευτική για κανέναν άλλον, πέραν της Bundesbank. Αυτό όμως δεν μειώνει τη βαρύτητά της για την συνέχιση του προγράμματος της ΕΚΤ ούτε τη σημασία της για τις μελλοντικές ευρωπαϊκές αποφάσεις.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η σημερινή απόφαση είναι η εξέλιξη μιας διαμάχης σχετικά με τον ρόλο της ΕΚΤ που ξεκίνησε το 2015, μαζί με το πρόγραμμα PSPP. Τότε είχαν προσφύγει στην “Καρλσρούη” ο Βαυαρός Χριστιανοκοινωνιστής Πέτερ Γκαουβάιλερ και πρώην στελέχη της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD), ζητώντας να διερευνηθεί η συνταγματικότητα της γερμανικής συμμετοχής.
Ήδη από το 2017, άλλωστε, Γερμανοί δικαστές εξέφραζαν ανησυχίες σχετικά με το αν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων αποτελούσε πράγματι παραβίαση της εντολής της ΕΚΤ. Έναν χρόνο αργότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανέλαβε την υπόθεση και αποφάνθηκε ότι οι ενέργειες της ΕΚΤ ήταν εντός του πλαισίου της εντολής της. Σήμερα ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι «δεν μπορεί πλέον να κατανοήσει» την απόφαση του 2018 και συνεπώς την κηρύσσει «αυθαίρετη και μη δεσμευτική».
Κακό προηγούμενο
Αξιοσημείωτο είναι όμως και το γεγονός, ότι με αυτή την απόφασή του το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποκλίνει, για πρώτη φορά, από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Και το κάνει την ώρα που το Βερολίνο επικρίνει άλλα κράτη μέλη (Πολωνία και Ουγγαρία) για ανάλογες συμπεριφορές.
Έχουν αναλογιστεί, άραγε, οι Γερμανοί δικαστές τι θα συμβεί στην ΕΕ, αν Συνταγματικά Δικαστήρια άλλων ευρωπαϊκών χωρών ακολουθήσουν αυτό το προηγούμενο; Η Βουδαπέστη του Όρμπαν για παράδειγμα, η οποία εγκαλείται για το “αντισόρος” νομοθετικό πλαίσιο, η Βαρσοβία, που είναι σε πολυετή διαμάχη με τις Βρυξέλλες για την δικαστική μεταρρύθμιση, ακόμη και το Βουκουρέστι, μετά την καταδίκη του για την παύση, το 2018, της διευθύντριας της εισαγγελίας κατά της διαφθοράς.
Με την απόφαση αυτή, οι Γερμανοί δικαστές δεν υπονομεύουν απλώς έναν ευρωπαϊκό θεσμό, την ΕΚΤ στην προκειμένη περίπτωση. Αντιθέτως θέτουν υπό αμφισβήτηση το σύνολο του ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο, όπως επισήμανε η Κομισιόν, υπερισχύει των αντίστοιχων εθνικών. Αυτό κάνουν ουσιαστικά, όταν καταργούν μία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση της Μέρκελ δεν τήρησε την προβλεπόμενη συνταγματική διαδικασία. Έτσι όμως, αναδεικνύουν εαυτούς υπεράνω των ευρωπαϊκών θεσμών και αποφάσεων.
Γιατί τώρα
Σε μια πρώτη αντίδραση, η Γερμανίδα καγκελάριος φέρεται να δήλωσε σε μέλη του κόμματός της ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο υπερέβη των εξουσιών του, ενώ ο υπουργός Οικονομικών Σολτς εκτίμησε ότι το χρονικό περιθώριο των τριών μηνών, που δίνει η απόφαση, είναι αρκετό για να υπάρξουν αλλαγές. Η ζημιά, ωστόσο, έγινε. Τα ευρωπαϊκά ομόλογα και οι ευρωπαϊκές μετοχές δέχθηκαν νέες πιέσεις, πέραν εκείνων που είχαν υποστεί τη Δευτέρα εξαιτίας της έντασης στη σχέση Ουάσιγκτον-Πεκίνου.
Η ΕΚΤ δεν έχει αντιδράσει ακόμη, ενώ την ίδια ώρα γερμανικοί κύκλοι προσπαθούν να αμβλύνουν τη σημασία της απόφασης, τονίζοντας ότι αυτή δεν δεσμεύει την Κεντρική Τράπεζα, αλλά μόνον την Bundesbank. Πρόκειται για ένα σαθρό επιχείρημα, αφού η ομοσπονδιακή τράπεζα της Γερμανίας, ως βασικός μέτοχος, κατέχει τη “μερίδα του λέοντος” στα ομόλογα ύψους περίπου τριών τρισεκατομμυρίων ευρώ που έχει σωρεύσει η ΕΚΤ, προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της Ευρωζώνης. Δεν χρειάζεται βέβαια να είναι οικονομολόγος κάποιος για να αντιληφθεί τι θα συμβεί, αν ξαφνικά αρχίσει το “ξεφόρτωμα”.
Ερωτήματα προκαλεί όμως και ο χρόνος έκδοσης της απόφασης, καθώς έρχεται λίγες ημέρες μετά τη Σύνοδο Κορυφής, όπου επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός, αφού πρώτα έπεσε “ταφόπλακα” στο αίτημα των χωρών του ευρωπαϊκού νότου για έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων. Το βασικό επιχείρημα μάλιστα της Γερμανίας και της Ολλανδίας, που αποτελούν τους μεγαλύτερους πολέμιους της αμοιβαιοποίησης του νέου χρέους, ήταν ότι έχουν γίνει ήδη πολλά. Και ως ένα από αυτά τα πολλά ανέφεραν και την αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ.