Τοπίο στην ομίχλη το ελληνικό πολιτικό σύστημα
14/11/2024Οι δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις της Opinion Poll και της Real Polls αναπαράγουν την εικόνα που διαμορφώθηκε από τις ευρωεκλογές και μετά: Ένα πολιτικό σύστημα σε τέλμα, κατακερματισμένο και σε δυσαρμονία με το εκλογικό σώμα.
Η κυβέρνηση κινείται στην ζώνη του 22%-25%, το ΠΑΣΟΚ, παρότι το “μπουστάρουν” από διάφορες πλευρές, κινείται στο όριο του 15%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει την πορεία παρακμής και διάλυσης με άγνωστη κατάληξη, όχι μόνο για το κόμμα της Κουμουνδούρου, αλλά για την ευρύτερη Αριστερά. Προκύπτει από όλες τις δημοσκοπήσεις ένα κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα, τόσο στο Δεξιό και Κεντροδεξιό φάσμα, όσο και στο φάσμα της Αριστεράς και Κεντροαριστεράς, με κόμματα που κινούνται από 2%-3% έως 6%-7% που δεν μπορούν καν να συνεργαστούν.
Οι δημοσκόποι και τα Μέσα Ενημέρωσης χρησιμοποιούν την αμφιλεγόμενη εκτίμηση ψήφου με αναγωγή, για να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη, παρότι αυτή η μέθοδος διαψεύστηκε, τόσο στις πρόσφατες ευρωεκλογές στην Ελλάδα, όσο και στις αμερικανικές εκλογές.
Στην πρόθεση ψήφου που είναι πιο κοντά στις διαθέσεις των πολιτών, η Opinion Poll έδωσε στη ΝΔ 23,7% και πιο γαλαντόμα η Real Polls 25,7%. Αντίστοιχα στο ΠΑΣΟΚ η πρώτη έδωσε 16,2% και η δεύτερη 13,1%. Τώρα βέβαια, τι αξιοπιστία έχει μία μέτρηση (της Real Polls) που φέρνει στην τρίτη θέση με 6,6% την Αφροδίτη Λατινοπούλου, χωρίς καν να διαθέτει κόμμα, πάνω από το ΚΚΕ και την Ελληνική Λύση είναι ένα ερώτημα. Όποια μέτρηση και αν επιλεγεί από τις πρόσφατες ή τις παλαιότερες και πιο αξιόπιστες, αθροιστικά τα δύο πρώτα κόμματα δεν ξεπερνούν το 40%. Με αυτά τα ποσοστά πόρρω απέχουν από έναν νέο δικομματισμό ή διπολισμό, όπως σπεύδουν να προεξοφλήσουν τα συστημικά ΜΜΕ, που να είναι σε αντιστοιχία με τις διαθέσεις της κοινωνίας.
Στα λεγόμενα ποιοτικά ευρήματα η πλειονότητα των πολιτών διαφωνεί με τους χειρισμούς της κυβέρνησης – με κυμαινόμενο ποσοστά – σε όλα ανεξαιρέτως τα μεγάλα θέματα από την οικονομία συνολικά, την ακρίβεια, το ενεργειακό κόστος, την υγεία. Παρά την αντεπίθεση της κυβέρνησης, οι περισσότεροι πολίτες εκφράζουν τις επιφυλάξεις έως διαφωνίες τους, για τους χειρισμούς στα ελληνοτουρκικά. Φάνηκε αυτό καθαρά με το 50% που δήλωσε στην δημοσκόπηση της MRB ότι συμφωνεί με την κριτική του ασκούν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς στην πολιτική των “ήρεμων νερών”.
Στους τυφλούς ο μονόφθαλμος
Στους τυφλούς ο μονόφθαλμος βασιλεύει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης με ένα 22% του εκλογικού σώματος εξακολουθεί να διατηρεί την πολιτική κυριαρχία. Ο λόγος είναι ότι είναι ο μόνος που διαθέτει – ή τουλάχιστον αυτό πιστεύει ένα ποσοστό της – ένα σχέδιο, έστω και κακό για την χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλη την διάρκεια από το 2019 και μετά δεν έπεισε ότι διαθέτει εναλλακτική πρόταση, ούτε καν ενιαία. Παρομοίως, επί του παρόντος, δεν πείθει το ΠΑΣΟΚ ότι θα είναι η εναλλακτική λύση στην διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Το ΠΑΣΟΚ θα γίνει αξιωματική αντιπολίτευση άναυλα λόγω της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ με εκλογικό ποσοστό 12%.
Στην αποδυνάμωση της κυβέρνησης περισσότερο έχει συμβάλλει η εσωκομματική κριτική, παρά η θεσμική αντιπολίτευση από τα αριστερά ή από τα δεξιά. Κάπου εδώ όμως φαίνεται και το αδιέξοδο των δύο πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά. Τα εθνικά είναι σημαντικά στην αντίληψη της κοινωνίας και η woke ατζέντα για ένα σημαντικό μέρος των πολιτών, αλλά ούτε αυτά αποτελούν συνολική εναλλακτική πρόταση.
Το οικονομικό μοντέλο Μητσοτάκη που βασίζεται στην αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των χαμηλότερων και μεσαίων στρωμάτων της κοινωνίας δεν αμφισβητείται. Όχι γιατί οι δύο πρώην πρωθυπουργοί δεν το βλέπουν, αλλά γιατί εάν αρχίσουν να ξιφουλκούν στα οικονομικά και στην διανομή του δημοσίου χρήματος όπως στα ελληνοτουρκικά, θα έλθουν σε ρήξη όχι μόνο με το Μαξίμου, αλλά και με τους ολιγάρχες που σχετίζονται μαζί του. Και αυτό προφανώς ο καθένας για τους δικούς του λόγους δεν το επιλέγουν.
Αλλά ούτε και το ΠΑΣΟΚ αμφισβητεί τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης αποδιάρθρωσης που υλοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως στο πρόσφατο παρελθόν δεν έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε με τον Αλέξη Τσίπρα, είτε με τον Στέφανο Κασσελάκη. Ο δε Τσίπρας έχει ταυτιστεί πλήρως με το κυρίαρχο σύστημα, όπως δείχνουν οι εκδηλώσεις του ομώνυμου Ινστιτούτου. Οι θέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είναι μερικές, αποσπασματικές και περιορίζονται στο διαχειριστικό πεδίο. Ακόμη περισσότερο έχουν πρόσκαιρες επικοινωνιακές στοχεύσεις.
Το ΠΑΣΟΚ π.χ. ζήτησε να συνδιαμορφώσουν το κυβερνητικό του πρόγραμμα οι πολίτες με προτάσεις που θα καταθέσουν ηλεκτρονικά στις πλατφόρμες που θα δημιουργηθούν, όπως και να καταθέσουν βιογραφικά για συμμετοχή σε τομείς προγράμματος. Τα είχε εξαγγείλει και τα είχε ξεκινήσει αυτά και ο Κασσελάκης στον ΣΥΡΙΖΑ και δεν πρόλαβε να τα ολοκληρώσει.
Δεξιά στροφή στο πολιτικό σύστημα
Η επικράτηση Τραμπ στην Αμερική και οι κραδασμοί στο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης της ΕΕ φουσκώνουν τα πανιά της ελληνικής Δεξιάς – της εκτός ή και της εντός ΝΔ, αλλά πέρα από το κυρίαρχο μοντέλο Μητσοτάκη. Ωστόσο κανείς δεν πιστεύει ότι κάτι αντίστοιχο με την Ιταλία της Μελόνι ή την Γαλλία της Λεπέν, θα γίνει στην Ελλάδα με τον Κυριάκο Βελόπουλο, την Αφροδίτη Λατινοπούλου ή τη ΝΙΚΗ. Θα μπορούσε να το κάνει η ΝΔ, υπό την προϋπόθεση της αλλαγής ηγεσίας σε συνδυασμό με μία συνολική επανατοποθέτηση στις ιδέες της κοινωνικής και πατριωτικής δεξιάς. Αλλά ενώ συζητείται στο παρασκήνιο, επί του παρόντος δεν διαφαίνεται σαν ρεαλιστική προοπτική.
Το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη δεν φαίνεται έτοιμο ή έστω πρόθυμο για κάποιο μεγάλο πέταγμα. Μία ενδεχόμενη μελλοντική συγκυβέρνηση με τη ΝΔ δίχως τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι ίσως η πιο ρεαλιστική προοπτική. Στην Αριστερά μετά την διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι ακόμη πιο απογοητευτικά. Είτε ο ευπρεπής Σωκράτης Φάμελλος επικρατήσει, είτε ο Παύλος Πολάκης κανείς δεν στοιχηματίζει ούτε ένα ευρώ πώς θα επιστρέψει έστω στο 15% των ευρωεκλογών. Ο Κασσελάκης έδειξε ότι δεν μπορεί να είναι η απάντηση, αφού άλλωστε και ο ίδιος δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί πολιτικά. Μπορεί να φτιάξει fun club, αλλά όχι κόμμα. Αφήνουμε έκτος το ΚΚΕ που έχει αυτοεξαιρεθεί από τις πολιτικές εξελίξεις.
Το αδιέξοδο στο πολιτικό σύστημα φαίνεται πλήρες, επί του παρόντος δίνει περιθώρια κινήσεων στον Κυριάκο Μητσοτάκη, δημιουργεί όμως το εύφλεκτο υλικό για ένα ξέσπασμα της ελληνικής κοινωνίας.