Τρεις δρόμοι για τη Δημοκρατική Συμπαράταξη
30/10/2017της Νεφέλης Λυγερού –
Οι διαδικασίες για την ανάδειξη προέδρου στη Δημοκρατική Συμπαράταξη έχουν εισέλθει στην τελική ευθεία, αλλά το βασικό πρόβλημα της υπό συγκρότηση παράταξης ήταν και παραμένει πολιτικό και όχι οργανωτικό. Στο επίπεδο της ρητορικής, οι υποψήφιοι αρχηγοί έχουν θέσει ως στόχο στις ερχόμενες εκλογές το κόμμα τους να καταλάβει τη δεύτερη θέση, εκτοπίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ και στέλνοντάς τον εκεί που ήταν πριν το 2012, έστω και με μεγαλύτερο ποσοστό.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ακόμα και όσοι θέτουν αυτό τον στόχο έχουν συνείδηση πως δεν είναι ρεαλιστικός. Οι δημοσκοπήσεις δεν αφήνουν καμία αμφιβολία περί αυτού. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να χάνει εκλογικό έδαφος και η διαφορά που τον χωρίζει από τη ΝΔ να είναι μεγάλη, αλλά η Δημοκρατική Συμπαράταξη δεν δείχνει να έχει δυναμική. Κατά πάσα πιθανότητα θα πάρει σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό από το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, αλλά πάρα πολύ δύσκολα θα προσεγγίσει το 10%.
Το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα είναι ο ρόλος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης την επόμενη ημέρα των εκλογών. Θα συμπράξει με τη ΝΔ στον σχηματισμό κυβέρνησης ή όχι; Δεδομένου ότι από το παιχνίδι αυτό είναι για διαφορετικούς λόγους εκτός και το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή, η σύμπραξη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης θα είναι αναγκαία για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Εκτός και αν η ΝΔ κατακτήσει την αυτοδυναμία, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον δεν φαίνεται πολύ πιθανό.
Υπάρχουν πολλοί στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, οι οποίοι υποστηρίζουν τη θέση “ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με τη ΝΔ”. Μπορεί κάποιος να καταλάβει την πολιτική σκοπιμότητα που εξυπηρετούν τέτοιες δηλώσεις. Ο ενδιάμεσος χώρος φοβάται μήπως φανεί στα μάτια των ψηφοφόρων σαν μελλοντικό “δεκανίκι” του ενός ή του άλλου μεγάλου κόμματος και ως εκ τούτου πέσει θύμα της αναπόφευκτης πόλωσης.
Το σενάριο των δεύτερων εκλογών
Στην περίπτωση βέβαια που η Δημοκρατική Συμπαράταξη συγκροτηθεί σε παράταξη και δεν μεσολαβήσουν διαλυτικές αντιθέσεις, η μέχρι το τέλος άρνηση σύμπραξης με τη ΝΔ για τον σχηματισμό κυβέρνησης πιθανότατα θα οδηγήσει σε δεύτερες εκλογές, οι οποίες θα γίνουν με απλή αναλογική. Και τότε η Δημοκρατική Συμπαράταξη θα υποχρεωθεί να συμπράξει, επειδή αλλιώς η χώρα θα περιέλθει σε ακυβερνησία. Και μάλιστα θα συμπράξει από δυσμενέστερη θέση, αφού το εκλογικό σώμα πιθανότατα θα την έχει τιμωρήσει για την άρνησή της.
Είναι χρήσιμο να θυμίσουμε πως το καλοκαίρι του 2016 η κυβέρνηση είχε αποτύχει να περάσει τη διάταξη για την απλή αναλογική (με 200 ψήφους) και ως εκ τούτου αυτή να εφαρμοσθεί στις επόμενες εκλογές. Στόχος του Τσίπρα ήταν τότε -και παραμένει μέχρι τώρα- να θέσει το ΠΑΣΟΚ/Δημοκρατική Συμπαράταξη ενώπιον του διλήμματος: με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με τη ΝΔ;
Στο Μέγαρο Μαξίμου θα ήθελαν πολύ να εξισορροπήσουν τη μεγάλη πολιτική-εκλογική φθορά τους, συγκροτώντας έναν ευρύτερο συνασπισμό με το ΠΑΣΟΚ. Είχαν αποφασίσει, μάλιστα, να πραγματοποιήσουν πολιτικό άνοιγμα που θα λάμβανε και τη μορφή βολιδοσκόπησης ακόμα και για συμμετοχή στο κυβερνητικό σχήμα. Στο πλαίσιο αυτού του πολιτικού σχεδιασμού είχαν προωθήσει και την ψήφιση της απλής αναλογικής.
Τότε, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζαν στο Μέγαρο Μαξίμου. Η Φώφη Γεννηματά δεν ανταποκρίθηκε στο άνοιγμα και το κόμμα της καταψήφισε την απλή αναλογική. Έτσι ακυρώθηκε εν τη γενέσει της η προσπάθεια να στήσει ο ΣΥΡΙΖΑ γέφυρες με το ΠΑΣΟΚ. Οι περισσότεροι βουλευτές του, εξάλλου, τρέφουν εχθρικά αισθήματα προς τον Αλέξη Τσίπρα και το κόμμα του, ενώ αντιμετωπίζουν τη ΝΔ ως πιθανό κυβερνητικό εταίρο.
Η παρουσία, μάλιστα, του Κυριάκου στην ηγεσία της διευκολύνει αυτή την πολιτική ροπή. Στο νέο πλαίσιο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης η ροπή προς τη ΝΔ έχει ενισχυθεί, αλλά υπάρχει και μία μειοψηφική τάση που δεν αποκλείει συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ
“Με ποιον θα πάει και ποιον θ’ αφήσει”
Στο Μέγαρο Μαξίμου πιστεύουν πια πως η Δημοκρατική Συμπαράταξη τελικά μάλλον θα συνεργαστεί με τη ΝΔ. Και πια βλέπουν την καλή πλευρά μιας τέτοιας εξέλιξης, ότι θα αφήσει τον ΣΥΡΙΖΑ μοναδικό σοβαρό παίκτη στην αντιπολίτευση. Δηλαδή, θεωρούν ότι έτσι θα μείνει ελεύθερος ο εκλογικός χώρος της κεντροαριστεράς, γεγονός που θα διευκολύνει τον Αλέξη Τσίπρα να εδραιωθεί ως πολιτικός εκφραστής του ευρύτερου χώρου που θα περιλαμβάνει και την αριστερά και την κεντροαριστερά. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να εδραιωθεί ως πυλώνας του πολιτικού συστήματος και θα εγγράψει υποθήκες για να επανέρθει στην εξουσία.
Το πολιτικό δίλημμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης “με ποιον θα πάει και ποιον θ’ αφήσει” είναι εγγενές και πηγάζει από τη θέση της στον πολιτικό χάρτη και βέβαια από το μεσαίο εκλογικό της μέγεθος. Ένας τρόπος να απαντήσει στο δίλημμα είναι να αποδεχτεί τον ρόλο του ενδιάμεσου κόμματος που λειτουργεί ως ρυθμιστής και συνεργάζεται με το εκάστοτε πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως εάν αυτό είναι η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μια δεύτερη απάντηση είναι να επιλέξει τη συγκρότηση μετώπου με τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια αντιδεξιά βάση. Όπως αναφέραμε παραπάνω το κλίμα είναι αρνητικό εντός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για μια τέτοια επιλογή. Όλα, λοιπόν, δείχνουν πως εκ των πραγμάτων και χωρίς να ομολογείται, η Δημοκρατική Συμπαράταξη θα οδηγηθεί δια της διολισθήσεως στην τρίτη επιλογή που είναι να λειτουργήσει σαν συμπλήρωμα της ΝΔ, αρχίζοντας από την συνεργασία τους για τον σχηματισμό κυβέρνησης την επαύριο των επόμενων εκλογών.