Τσαλαβουτάει η Μελόνι στα θολά νερά της εξουσίας…
10/12/2022Ερασιτεχνισμός, προχειρότητα και άγνοια χαρακτηρίζουν ήδη από τον πρώτο μήνα την ιταλική κυβέρνηση της Τζώρτζα Μελόνι. Αυτές τις ημέρες έχει επιδοθεί σε σκληρό αγώνα δρόμου. Ο στόχος που επιδιώκει είναι να καταφέρει να εγκρίνει στο Κοινοβούλιο και να στείλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον προϋπολογισμό της χώρας για το 2023 πριν από την Πρωτοχρονιά.
Εάν δεν τα καταφέρει, η Ιταλία θα περάσει σε καθεστώς προσωρινής διαχείρισης και μεγάλο μέρος από το μυθικό ποσό των 200 δισ. που εξασφάλισε από το Ταμείο Ανάκαμψης ο πρώην πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε θα εξανεμιστεί. Το πρόβλημα χρόνου επιβαρύνθηκε από το γεγονός πως η μετα-φασίστρια πρωθυπουργός αγνόησε τις υποδείξεις των υπουργών και των συμμάχων της κι επέμεινε στην αναθεώρηση 55 ιταλικών σχεδίων του Μάριο Ντράγκι που οι Βρυξέλλες είχαν ήδη εγκρίνει, συνολικού κόστους 19 δισ. Συνολικά, κατά το 2023 η Ιταλία προβλέπεται να εισπράξει από το Ταμείο Ανάκαμψης 50 δισ.
Μέχρι τη στιγμή που γράφουμε αυτές τις αράδες ο προϋπολογισμός έχει εγκριθεί μόνο στο Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα τρία κυβερνητικά κόμματα, τόσο που η τελική διαμόρφωση του καθυστέρησε για περίπου μια εβδομάδα. Τώρα, η διαδικασία προβλέπει το τελικό σχέδιο να περάσει από την έγκριση των Βρυξελλών και μετά να ψηφιστεί στα δύο τμήματα του ιταλικού Κοινοβουλίου. Διαδικασία χρονοβόρα και επίπονη. Στο παρελθόν δεν ήταν λίγες οι κυβερνήσεις που υπέκυψαν στις πιέσεις του Κοινοβουλίου σε θέματα προϋπολογισμού και κατέρρευσαν.
Η Μελόνι επιμένει σε κάθε δήλωσή της πως θα τα καταφέρει. Οι ελπίδες της όμως είναι αβάσιμες. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός δεν είναι μόνον άπειρη σε θέματα διακυβέρνησης, αλλά είναι γενικότερα ελλιπής στην παιδεία της. Οι σπουδές της περιορίζονται σε τεχνική σχολή τουριστικών επαγγελμάτων. Ό,τι έμαθε εκτός σχολείου ήταν στα τοπικά γραφεία της φασιστικής νεολαίας στη λαϊκή συνοικία Γκαρμπατέλα της Ρώμης. Κάτι που διαπιστώνεται στις δημόσιες ομιλίες της, στο Κοινοβούλιο, στις συνεντεύξεις Τύπου, όταν δεν εκφράζεται στην ιταλική γλώσσα παρά μιλά τη διάλεκτο της Ρώμης. Αυτό, σε συνδυασμό με την επιμονή και την αλαζονεία της, εξηγεί εν μέρει και τα ατοπήματα της στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής.
Μέτωπο Μελόνι έναντι Βρυξελλών
Μπορεί στην προεκλογική περίοδο να ακολούθησε τις υποδείξεις των συμβούλων επικοινωνίας και να κατηγόρησε, δικαίως το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα ότι ασπάστηκε το νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα, προτείνοντας το υπόδειγμα του Μουσολίνι, ο οποίος είχε δώσει ώθηση στην μεταπολεμική βιομηχανία της Ιταλίας, όχι μόνον καταστέλλοντας με τη βία το εργατικό κίνημα, αλλά με την εφαρμογή του κεϋνσιανού προτύπου.
Η ίδια, όμως, η ύστερη θαυμάστρια του Ντούτσε, από τη στιγμή που ανέλαβε την πρωθυπουργία αμέσως ανήγγειλε νεοφιλελεύθερα οικονομικά μέτρα και έβαλε στο συρτάρι τις έστω λίγες εθνικοποιήσεις που είχε υποσχεθεί προεκλογικά, (είναι τρεις και όλες αφορούν βιομηχανίες σε κρίση από τις οποίες οι ιδιώτες θέλουν να απαλλαγούν). Παράλληλα, και τα 55 σχέδια του Ταμείου Ανάκαμψης που η κυβέρνηση θέλει να αναθεωρήσει εδώ και τώρα αφορούν όλα μέτρα κοινωνικής πολιτικής που είχε θεσπίσει ο Ντράγκι.
Η Μελόνι ζητάει να κλείσουν σχολεία και νοσοκομεία, λιγότερη χρηματοδότηση στην τοπική αυτοδιοίκηση (κάτι που έχει εξαγριώσει τη Λέγκα του Σαλβίνι), δραστικό περιορισμό των δημοσίων έργων και ούτω καθ΄ εξής. Ανήγγειλε επίσης και την εφαρμογή κατά το νέο έτος του flat tax, που προβλέπει τον ίδιο φορολογικό συντελεστή για μεγάλα και μικρά εισοδήματα. Το μέτρο, όμως, που ευθύς εξαρχής έβαλε σε συναγερμό τους οικονομικούς παράγοντες και την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν η ριζική απελευθέρωση των συναλλαγών σε ρευστό. Θέλει δηλαδή η Μελόνι να καταργήσει την υποχρέωση που ισχύει μέχρι τώρα, κάθε συναλλαγή που ξεπερνά τις 2.000 ευρώ να γίνεται μέσω τραπέζης, ενώ στο λιανεμπόριο η Ιταλίδα πρωθυπουργός θέλει η υποχρεωτική πληρωμή μέσω POS να ανεβεί από τα τωρινά 150 στα 600 ευρώ.
Όλα αυτά είναι μέτρα που την φέρνουν σε μετωπική σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όπως επισήμαναν οι πάντες όχι μόνο στην Ιταλία, η ελεύθερη διακίνηση ρευστών διευκολύνει μόνον το οργανωμένο έγκλημα. Επίσης, εδώ και χρόνια η Ιταλία κατέχει ένα θλιβερό ρεκόρ φοροδιαφυγής εντός της Ευρωζώνης. Το 2020 υπολογίζεται πως μόνον από τη μην καταβολή του ΦΠΑ διέφυγαν περίπου 26 δισ. ευρώ, περίπου το 23,2% του ΑΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψη του όλα αυτά τα στοιχεία, ο Πάολο Τζεντιλόνι αντέδρασε με τρόπο ιδιαίτερα πιεστικό, τόσο που η Ιταλίδα πρωθυπουργός αναγκάστηκε να δεσμευτεί πως θα αναθεωρήσει τα μέτρα για το ρευστό. Το πότε δεν το διευκρίνισε.
Μέτωπο και με την Κεντρική Τράπεζα
Δεν πρόλαβε όμως η Μελόνι να καθησυχάσει τις Βρυξέλλες και βρέθηκε μπροστά σε ένα άλλο ανοιχτό μέτωπο. Αυτή τη φορά οι αμφισβητήσεις για το σχέδιο προϋπολογισμού προέρχονται από την Κεντρική Τράπεζα Ιταλίας. Αυτή επισημαίνει πως το σχέδιο προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ το 2023 κατά 0,6%, ενώ το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση κατά 0,2%. Η Τράπεζα επισήμανε πως δεν θα μειωθεί η σχέση μεταξύ χρέους και ΑΕΠ, όπως έχει δεσμευτεί εδώ και πολλά χρόνια να κάνει η Ιταλία.
Επίσης, οι φορολογικές διευκολύνσεις, η ανοιχτή πόρτα στη φοροδιαφυγή και τα φιλόδοξα δαπανηρά σχέδια της πρωθυπουργού (τα 800 εκατομμύρια μπόνους στις ένοπλες δυνάμεις και η κατασκευή μεγάλης γέφυρας που να ενώνει την Σικελία με την ηπειρωτική Ιταλία) έχουν δημιουργήσει μια τρύπα στα έσοδα ύψους 4,2 δισ. Η απάντηση της Μελόνι είναι μεγάλες περικοπές στα κοινωνικά έξοδα.
Επιδιώκει να καταργηθεί το καλοκαίρι του 2023 το κοινωνικό εισόδημα, το οποίο κρατά εν ζωή 450.000 οικογένειες, κυρίως στο Νότο, οι οποίες δεν διαθέτουν κανένα εισόδημα. Έως τότε θα υπάρξει δραστική μείωση για όσους αρνούνται την οποιαδήποτε προσφορά εργασίας. Η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί πως αυτό το μέτρο, πέρα από την κοινωνική αναταραχή που θα προκαλέσει με την αύξηση της εγκληματικότητας, τελικά δύσκολα θα επιφέρει έσοδα που να ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο το μήνα.
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό έχει βάλει σε συναγερμό τους Ιταλούς επιχειρηματίες. Για να γίνει σαφές το επίπεδο ανησυχίας, η οικονομική εφημερίδα της Ένωσης Βιομηχάνων Il Sole 24 Ore ήταν η πρώτη –αργότερα ακολούθησαν η Corriere della Sera, η Repubblica και άλλες εφημερίδες– που ανέλαβε να μετατρέψει τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι από πρώην “Μπούνγκα Μπούνγκα” σε “σώφρονα και έμπειρο γέροντα που θα πρέπει να καθοδηγεί την κυβέρνηση της Μελόνι”.
Το έχουμε ξαναπεί και επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο καθώς περνούν οι ημέρες: Η μεγάλη τύχη της Μελόνι είναι η ανυπαρξία αντιπολίτευσης. Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν θα αναδείξει το νέο ηγέτη του πριν από τον Φεβρουάριο, ενώ οι προσπάθειες του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε και του συνδικαλιστή ηγέτη Μαουρίτσιο Λαντίνι να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς, είναι ακόμη στα πρώτα βήματα. Για μερικούς μήνες, λοιπόν, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Μελόνι θα είναι ο εαυτό της και η ετερογενής κυβερνητική συμμαχία που την στηρίζει.