Ξεπλύθηκε το πολιτικό σύστημα με την καταδίκη Τσοχατζόπουλου;
30/08/2021Ο θάνατος του πρώην υπουργού Άμυνας της κυβέρνησης Σημίτη, μετά την κρίση των Ιμίων, του Άκη Τσοχατζόπουλου, σημάδεψε την επικαιρότητα την εβδομάδα που μας πέρασε. Μια εμβληματική πολιτική προσωπικότητα της Μεταπολίτευσης, που όμως στα στερνά του έμελλε να αποτελέσει απόδειξη της ορθότητας του ισχυρισμού των σοφών γερόντων προς τα παιδιά και τα εγγόνια τους: “Παιδάκι μου, μη ζηλέψεις στη ζωή σου κανέναν, εάν δεν δεις το τέλος του”…
Για την πολιτική του διαδρομή έχουν γραφτεί πολλά. Δεν σκοπεύω να ασχοληθώ με αυτά. Τον άνθρωπο είχα την τύχη να τον γνωρίσω στα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής μου με τη δημοσιογραφία και το στρατιωτικό ρεπορτάζ. Το επικοινωνιακό του χάρισμα σε προσωπικό επίπεδο ήταν φανερό. Γινόταν συμπαθής από το πρώτο χαμόγελο που νομοτελειακά σου χάριζε, όποιος και να ήσουν!
Σκοπός δεν είναι να παραθέσω “παρασκήνια”, διότι δεν τα γνωρίζω από “πρώτο χέρι”. Πολλά άκουσα και τότε και στην πορεία των ετών. Αυτό που όμως θεωρώ ότι νομιμοποιούμαι να καταθέσω, είναι η αίσθηση που μου αφήνει η απώλειά του, δυο δεκαετίες μετά από την επαφή μου με τον Έλληνα πολιτικό. Μια αίσθηση η οποία προσεγγίζεται καθαρά από την αναλυτική σκοπιά. Από την οπτική γωνία του αντίκτυπου που είχε στην πολιτική ζωή και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας…
Η πρώτη παρατήρηση δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, καθώς αποτελεί “ψίθυρο” στις τάξεις του συνόλου σχεδόν των ασχολούμενων με τα ζητήματα της εθνικής ασφάλειας. Μπορεί να λέγονται πολλά που αφορούν σε ζητήματα διαφθοράς στα εξοπλιστικά προγράμματα και συνήθως, “όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά”. Μέχρι εκεί. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ, πως εάν η Ελλάδα είχε κάποια αξιόπιστα κύρια οπλικά συστήματα να παρατάξει απέναντι στο κρεσέντο του τουρκικού αναθεωρητισμού του τελευταίου διαστήματος, όλα τα προμηθευτήκαμε την εποχή εκείνη, ως αποτέλεσμα του φιάσκου των Ιμίων.
Κι ας τα αφήσαμε χωρίς “εν συνεχεία υποστήριξη” (FOS) και τρέχουμε σήμερα –για ακόμη μια φορά στην ελληνική Ιστορία– πίσω από τις εξελίξεις μπας και τις προλάβουμε. Και για να γίνω περισσότερο επίκαιρος, ακόμα και τη νέα γενιά των Canadair τότε, τα CL-415, που συμπλήρωσαν τον γερασμένο στόλο των CL-215, επί εποχής Τσοχατζόπουλου τα προμηθευτήκαμε. Ξεχάσαμε ότι πανομοιότυπη συζήτηση για τα ρωσικά Beriev Be-200 διεξαγόταν και εκείνη την εποχή;
Κάθαρση μέσω διώξεων
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι για όλες τις προμήθειες υπήρχε σαφής κυβερνητική προσυπογραφή, αλλά και αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ, του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας (σήμερα πλέον “Εθνικής Ασφαλείας”). Πόσο υπερβολικός είναι ο συλλογισμός, ότι είναι αδύνατο να γνώριζε τα “κόλπα” μόνο ο Τσιχατχζόπουλος; Διότι είτε αυτό δεν ισχύει, είτε όλοι όσοι μετείχαν στο ΚΥΣΕΑ ήταν όλοι τους ακατάλληλοι να καταλαμβάνουν θέσεις τέτοιας σημασίας για το μέλλον της χώρας.
Επεκτείνοντας δε λίγο τον συλλογισμό, εάν τη διαφθορά την εστιάσουμε στην εποχή του Τσοχατζόπουλου, άντε και σε αυτή του Γιάννου Παπαντωνίου που προφυλακίστηκε για 18 μήνες, τότε η εικόνα αλλάζει. Εξ αντιδιαστολής συνεπάγεται ότι όλοι οι υπουργοί Άμυνας, πριν και μετά τους συγκεκριμένους δύο, ήταν άσπιλοι και αμόλυντοι. Κατά συνέπεια, η ευθύνη προσωποποιείται και το “σύστημα” αποδίδεται στην ελληνική κοινωνία πεντακάθαρο. Είναι όμως έτσι;
Αυτή είναι ουσιαστικά η τρίτη παρατήρηση. Κατά την άποψη του υπογράφοντος, το πολιτικό σύστημα επιχείρησε την κάθαρση μέσω των διώξεων κυρίως κατά του Άκη Τσοχατζόπουλου και δευτερευόντως κατά του Γιάννου Παπαντωνίου. Η αποδοχή ή όχι αυτού του ισχυρισμού, εναπόκειται στη λογική και… το ένστικτο ενός εκάστου εκ των πολιτών. Διότι μοιάζει κάπως παράλογο, η όλη συζήτηση περί διαφθοράς στην Ελλάδα να εξαντληθεί στο υπουργείο Άμυνας και στα εξοπλιστικά προγράμματα. Μοιάζει βολικός στόχος όπως εξελίχθηκε. Εκτός κι αν αποδεχθούμε ότι όλες οι υπόλοιπες δημόσιες συμβάσεις ήταν πεντακάθαρες.
Η τέταρτη και τελευταία παρατήρηση αφορά τους ψιθύρους, ότι “ο Άκης πλήρωσε την επιλογή να αναθέσει εξοπλιστικές συμβάσεις σε μη ΝΑΤΟϊκές χώρες, δηλαδή τη Ρωσία”, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Εκτιμάται, ότι είναι δύσκολο η απόρριψη, αβασάνιστα, του εν λόγω επιχειρήματος. Εάν εξαχθούν δυο συμπεράσματα από αυτό το επιχείρημα, αυτά θα ήταν τα ακόλουθα:
Πολιτικό σύστημα και δημόσιες σχέσεις
Πρώτον, ότι κινήσεις γεωπολιτικής εμβέλειας σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, απαιτούν πολλά περισσότερα από μια απλή πρωτοβουλία. Χρειάζεται υπομονή και επιμονή, συμφωνία και υποστήριξη από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Ένα πολιτικό σύστημα όμως, το οποίο δείχνει εθισμένο στις δημόσιες σχέσεις με γνώμονα όχι την προαγωγή του εθνικού συμφέροντος, αλλά την προσωπική βελτίωση των επαφών των πρωταγωνιστών του, που παραμένουν διαχρονικά πιστοί στην ιδεοληψία ότι οι καλές σχέσεις με ξένες πρεσβείες και εν συνεχεία με τις ξένες κυβερνήσεις, αυξάνουν τις πιθανότητες λαμπρής πολιτικής σταδιοδρομίας. Όχι ότι δεν ισχύει εντελώς, όμως αποτελεί “μισή αλήθεια”.
Δεύτερον, ότι ακόμα κι αν συντρέχουν όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις χωρίς ίχνος προσωπικών στρατηγικών και επιδιώξεων, επειδή όντως οι κινήσεις στη γεωπολιτική σκακιέρα έχουν βαρύτητα, οι πρωταγωνιστές πρέπει όντως να είναι άσπιλοι και αμόλυντοι. Διότι τυχόν “παρεκτροπές” οικονομικής ή άλλης πιο προσωπικής φύσεως, αποτελούν “βούτυρο στο ψωμί” των υπηρεσιών πληροφοριών κάθε κράτους, του οποίου τα συμφέροντα θίγονται.
Οποιοδήποτε στοιχείο συλλέγεται, δεν είναι απαραίτητο να αξιοποιηθεί αμέσως. Κι ας κόπτεται ο Δυτικός Κόσμος στην επίσημη ρητορική του περί διαφάνειας και καταπολέμησης της διαφθοράς. Είναι ένα ισχυρό “όπλο” που θα ενεργοποιηθεί όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Πέραν του πλήγματος σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο, κάθε αποκάλυψη μπορεί να αποσταθεροποιήσει ακόμα και κυβερνήσεις. Χωρίς να μαθευτεί καν το πως ξεκίνησε.
Ας διατηρήσει λοιπόν καθένας μας την όποια άποψη έχει για τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Θα είχε ενδιαφέρον, όμως, να δαπανηθεί λίγος χρόνος για να συλλογιστούμε την περίπτωσή του σε σχέση με τα παραπάνω. Διότι εάν το πρόβλημα της χώρας πράγματι αντιμετωπίστηκε με την “παραδειγματική τιμωρία του Άκη”, τότε ζούμε πραγματικά σε μια σύγχρονη, δημοκρατική και ευνομούμενη χώρα. Κι ας μην το συνειδητοποιούμε οι αχάριστοι!