Υποταγή και στην ιδεολογία των Μνημονίων
08/11/2017του Κώστα Μελά –
Είναι κοινός τόπος ότι στο εφαρμοζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής κυριαρχούν απολύτως οι νεοφιλελεύθερες απόψεις. Το μνημόνιο επιβάλλει τη λογική του όχι μόνο στα κύρια ζητήματα της οικονομικής πολιτικής (τραπεζικό σύστημα, κοινωνικό κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, αναπτυξιακή λογική κ.τ.λ), αλλά και σε όσα η κυβέρνηση Τσίπρα θεωρεί ότι αποτελούν και δικές της απόψεις και τις προβάλλει ως θετικά αφηγήματα.
Η πρόθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να σύρει γραμμές αμύνης, ή ακόμη να επιδιώξει την αλλαγή συγκεκριμένων απαιτήσεων αποδείχτηκε πολύ σύντομα φενάκη. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις για την 1η και τη 2η αξιολόγηση, η κυβέρνηση Τσίπρα επιμήκυνε τις συζητήσεις για να δείξει ότι διαπραγματεύεται σθεναρά.
Επίσης και για να καταστήσει αυτό καθ’ αυτό το κλείσιμο της αξιολόγησης κέντρο του πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος στην ελληνική πολιτική ζωή. Στην παραπάνω εξήγηση θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τη σαφή έλλειψη προετοιμασίας των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων στις απαιτήσεις των δανειστών, ειδικά του ΔΝΤ και της Γερμανίας).
Ιδεολογική επικυριαρχία
Η διαμόρφωση ενός τέτοιου πολιτικού περιβάλλοντος λειτούργησε καταλυτικά όχι μόνο στο να συσκοτιστούν όλα όσα συμφωνήθηκαν για να κλείσουν οι δύο προηγούμενες αξιολογήσεις, αλλά και να γίνει αποδεκτό το συνεχιζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αποδεκτό ως προς την εσωτερική του λογική, την ιδεολογική του οπτική, αλλά και ως προς τους στόχους που μέσω αυτού έχουν τεθεί.
Με απλά λόγια, να γίνει αποδεκτό το μνημόνιο ως απαιτούμενο, ως ορθό και κατάλληλο για την επίλυση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή, να καταστεί εμφανής η θεωρητική και ιδεολογική επικυριαρχία του ακολουθούμενου προγράμματος σε σχέση με τις εναλλακτικές θεωρητικές προσεγγίσεις για την υπέρβαση της κρίσης.
Αναφέρω ως παραδείγματα τον πόλεμο κατά τις φοροδιαφυγής και της διαφθοράς με τη συνεχή δημιουργία μηχανισμών ελέγχου και με τη συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών στη Βουλή. Επίσης, μπορώ να αναφέρω την επέκταση των γευμάτων στα σχολεία ως «κοινωνική» παρέμβαση, η οποία αποτελεί ουσιαστικά «πράξη φιλανθρωπίας», όπως ακριβώς επιθυμεί το ΔΝΤ να καταστήσει το Κοινωνικό Κράτος.
Για να αντιληφθεί κανείς αρκεί να μελετήσει προσεκτικά τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και τις διατυπωμένες θέσεις του ΔΝΤ στις εκθέσεις του για την Ελλάδα. Ως προς το πρώτο, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ουδενός ότι οι μηχανισμοί ελέγχου δημιουργούνται με την υπόδειξη, την καθοδήγηση και την τεχνική βοήθεια των δανειστών.
Χέρι και στην ιδιωτική περιουσία
Υπάρχουν δύο ζητήματα που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη: το συμβολικό, που μεταφράζεται στο ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα, στην οποία κυριαρχεί η φοροδιαφυγή και παράλληλα είναι ανίκανη από μόνη της (για πολιτικούς και τεχνικούς λόγους) να την καταπολεμήσει. Αυτό θέτει μια πινακίδα στο μέτωπο της χώρας: διεφθαρμένη. Και αυτό γίνεται αποδεκτό με αλαλαγμούς από τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Δεν θα αναφερθώ στο τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και στο ποιες μορφές λαμβάνει η λεγόμενη in senso lato διαφθορά για να μην εκληφθεί ότι επιχειρώ συμψηφισμό. Οι αλλεπάλληλες προανακριτικές επιτροπές της Βουλής μέχρι σήμερα (θεωρώ και στο μέλλον) ήταν απολύτως αναποτελεσματικές. Ποια εικόνα μεταφέρουν στην Ευρώπη; Σε ποιόν παρέχουν περαιτέρω επιχειρήματα;
Παράλληλα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συνεχής αναφορά στον πλούτο των Ελλήνων που βρίσκεται κάπου παράνομα κρυμμένος, αποτελεί ένα επιπλέον επιχείρημα των Γερμανών (Σόιμπλε) για την επιβολή συνεχώς νέων δημοσιονομικών μέτρων και άρνηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Οι Γερμανοί υπολογίζουν για την αποπληρωμή των δανείων που έχουν προσφέρει στην Ελλάδα όχι μόνο τη δημόσια περιουσία, αλλά και την ιδιωτική περιουσία.
Όμως, η στοιχειώδη προστασία της χώρας εκ μέρους των κυβερνήσεων της επιβάλει την προσπάθεια επίλυσης όλων των υπαρκτών προβλημάτων «εν οίκω» και όχι «εν δήμω». Έτσι πράττουν όλες τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά ευνομούμενα κράτη. Τα προβλήματα διαφθοράς θα πρέπει να επιλύονται από τους αρμόδιους διοικητικούς και δικαστικούς μηχανισμούς της χώρας. Δεν πρέπει να γίνονται προπαγανδιστικά επιχειρήματα στα χέρια του πολιτικού συστήματος και με τον τρόπο αυτό να καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων.
Η ιδιοκτησία του προγράμματος
Όλα τα παραπάνω έχουν θέσει στις ελληνικές καλένδες, πλέον, την κριτική αποτίμηση του προγράμματος δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Τα κόμματα εξουσίας και όχι μόνο έχουν κυριολεκτικά αποδεχτεί την ιδεολογική άποψη που στηρίζει το μνημόνιο. Μάλιστα, για μερικά από αυτά ταυτίζεται και με τη δικιά τους ιδεολογική προσέγγιση.
Τα υπόλοιπα ψελλίζουν την ανάγκη ύπαρξης κάποιου σχεδίου εθνικής στρατηγικής. Εκ της μέχρι σήμερα εμπειρίας, όμως, όλα τα κατατεθειμένα σχέδια αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου (Ζάππειο 1 και 2, Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης κτλ). Ο λόγος είναι προφανής: ουδεμία σχέση είχαν με την πραγματικότητα, νοούμενη κυρίως ως αντικειμενικός συσχετισμός παραγωγικών δυνατοτήτων, αλλά και ισχύος.
Ο πλήρης αποπροσανατολισμός της κοινωνίας από το που πραγματικά οδηγεί το συνεχιζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, την οδηγεί ως έρμαιο σε μια πορεία χωρίς θετικές διεξόδους. Η επιμονή των δανειστών οι ελληνικές κυβερνήσεις να αναλάβουν την ιδιοκτησία του προγράμματος, στοχεύει ακριβώς στο ιδεολογικό ξεδόντιασμα όσων αντιτίθενται. Μέχρι σήμερα, αυτό έχει συμβεί. Και αποτελεί τη μεγαλύτερη ήττα του πολιτικού συστήματος. Πιο μεγάλη ακόμη και από την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών.
Η ανάκτηση της ιδεολογικής πρωτοβουλίας αποτελεί το ζητούμενο. Τα προβλήματα που εμφανίζει το ιδεολογικό περίβλημα της μαζικοδημοκρατικής παγκοσμιοποίησης δεν οδηγούν από μόνα τους σε επιθυμητές δημοκρατικές λύσεις. Οι διαφαινόμενες λύσεις πολύ απέχουν από κάτι τέτοιο.