Γιατί ο Τσίπρας μετέτρεψε σε σήριαλ το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης
10/04/2017Όπως είχε διαφανεί και παρά κάποιες αντίθετες εκτιμήσεις, το σήριαλ της 2ης αξιολόγησης βαίνει προς το τέλος του. Η συμφωνία στο Eurogroup της Μάλτας σφράγισε σε πολιτικό επίπεδο την ολοκλήρωση μίας διαδικασίας, η οποία είχε μετατραπεί σε πολιτικό θρίλερ. Η Αθήνα εξέπεμπε από πριν μηνύματα αισιοδοξίας, έχοντας αποφασίσει τελικώς να κάνει ό,τι χρειάζεται για να κλείσει η συμφωνία.
Η κυβέρνηση Τσίπρα ξεκίνησε αυτή τη διαπραγμάτευση με σκοπό να φθάσει σε μία συμφωνία-πακέτο. Εκτός από τα προβλεπόμενα στο 3ο Μνημόνιο προαπαιτούμενα, ήθελε με τρόπο οριστικό να αντιμετωπισθούν οι πρόσθετες απαιτήσεις του ΔΝΤ, να ορισθεί το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018 και βεβαίως να καθορισθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους που θα εφαρμοσθούν το 2018.
Στο Μαξίμου δικαιολογημένα θεωρούσαν πως μία τέτοια συμφωνία-πακέτο θα καθάριζε το έδαφος για τα επόμενα χρόνια, θα διέλυε το κλίμα αβεβαιότητας που καθηλώνει την οικονομία και κατ’ αυτό τον τρόπο θα της επέτρεπε να εισέλθει σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης. Εκτός αυτού, η γνωστοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους θα έδινε στην κυβέρνηση ένα επιχείρημα για να εξισορροπήσει αφενός την κοινωνική οργή, αφετέρου τις αντιδράσεις βουλευτών της συμπολίτευσης.
Η έμφαση που δίνει η κυβέρνηση στα εργασιακά δεν οφείλεται μόνο στο ότι οι Ευρωπαίοι είναι πιο εφεκτικοί σ’ αυτό τον τομέα. Οφείλεται και στο γεγονός ότι τα εργασιακά δικαιώματα κατά μία έννοια είναι εγγεγραμμένα στο ιδεολογικοπολιτικό γονίδιο της Αριστεράς. Όπως μας είπε κυβερνητική πηγή, «πέρα από τις δικές του ευαισθησίες, ο Τσίπρας λαμβάνει υπόψη τις ευαισθησίες και τα όρια αντοχής των βουλευτών του». Έχει, άλλωστε, επανειλημμένως υπογραμμίσει στους Ευρωπαίους συνομιλητές του τη δυσκολία αυτή. Αυτός είναι ο λόγος που έκανε παρέμβαση στους ομολόγους του πριν τη σύνοδο κορυφής στη Ρώμη. Για τον ίδιο λόγο συναντήθηκε με τον επικεφαλής του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO) Ράιντερ.
Λόγω της απροθυμίας του Βερολίνου να συναινέσει πριν τις γερμανικές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου στην ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, δεν υπήρχαν περιθώρια για συμφωνία-πακέτο. Αυτή η στάση των Μέρκελ και Σόιμπλε, άλλωστε, έχει εδώ και καιρό προκαλέσει εμπλοκή αναφορικά με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Μετά από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις και παζάρια πάνω από το κεφάλι της Ελλάδας, όλα δείχνουν πως έχει επιτευχθεί ένας κατ’ αρχήν συμβιβασμός. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, όσον αφορά το χρέος υπάρχει σύγκλιση στο να υπάρχει πλαφόν στο ύψος των ποσών που θα πηγαίνουν για την ετήσια εξυπηρέτηση. Το πλαφόν, μάλιστα, θα είναι αισθητά κατώτερο από το 15% του ΑΕΠ που είχε αρχικά απαιτήσει το ευρωιερατείο. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ήδη επεξεργάζεται το πακέτο των μεσοπρόθεσμων μέτρων, ώστε να είναι έτοιμο το σχέδιο για να συζητηθεί σε πολιτικό επίπεδο.
Σύμφωνα με κοινοτική πηγή, πρώτα το ελληνικό Κοινοβούλιο θα ψηφίσει τα μέτρα και μετά το Eurogroup θα εκφράσει τη δέσμευσή του να προχωρήσει το 2018 στην εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους. Η ίδια πηγή θεωρεί κρίσιμες τις συνομιλίες που θα πραγματοποιηθούν στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον (21-23 Απριλίου). Αν και το Ταμείο δεν έχει ακόμα αναλάβει δέσμευση για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση, εκτιμάται πως αυτό θα γίνει.
Ο Τσίπρας και το επιτελείο του μπορεί να δυσφορούσαν με τις πραγματικά υπερβολικές απαιτήσεις των δανειστών και ταυτοχρόνως με τη μη ανακοίνωση από τώρα των μεσοπρόθεσμων μέτρων, αλλά κυρίαρχο κριτήριό τους είναι η παραμονή στην εξουσία. Γι’ αυτό και μετά από διαπραγματεύσεις ουσιαστικά έκαναν όλες τις υποχωρήσεις που απαιτούνταν για να κλείσει η 2η αξιολόγηση. Δεν θα υποχωρούσαν μόνο εάν έκριναν ότι τα νομοσχέδια θα σκοντάψουν στη Βουλή.
Στην Κουμουνδούρου υπάρχουν φωνές που εδώ και καιρό υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να έχει επιλεγεί ο δρόμος της αποχώρησης από την εξουσία δια της προκήρυξης εκλογών. Το επιχείρημά τους δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαφύλαξη της ιδεολογικής-πολιτικής καθαρότητας. Θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ θα συγκρατούσε ένα σχετικά υψηλό ποσοστό και θα εδραιωνόταν ως ο άλλος πόλος του πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, η επιλογή της παραμονής στην εξουσία όσο το δυνατόν περισσότερο οδηγεί σε συνεχή συρρίκνωση την εκλογική επιρροή του.
Προς το παρόν, η συρρίκνωση δεν έχει προσλάβει διαστάσεις κατάρρευσης. Αυτό δεν οφείλεται στην πολιτικοεκλογική αντοχή του κυβερνώντος κόμματος. Οφείλεται κυρίως στην ανυπαρξία εναλλακτικής λύσης για τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που λόγω Μνημονίου κατέφυγαν στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αξιόπιστο κόμμα για να υποδεχθεί όσους από αυτούς δυσφορούν με την πολιτική της κυβέρνησης.
Η ανυπαρξία διαπραγματευτικής ισχύος έναντι των δανειστών και ταυτοχρόνως η απόρριψη της φυγής με στήσιμο κάλπης στερούν από τους κυβερνώντες εναλλακτική λύση. Με άλλα λόγια, ο συνδυασμός αυτός καθιστά τις αλλεπάλληλες υποχωρήσεις μονόδρομο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί και στην 1η και στη 2η αξιολόγηση άφησαν τον χρόνο να κυλήσει, όταν τα διαπραγματευτικά κέρδη είναι σαφώς μικρότερα από τις αρνητικές επιπτώσεις που η καθυστέρηση είχε στην οικονομία.
Το πάθημα των διαπραγματεύσεων στο πρώτο μισό του 2015 θα έπρεπε να τους είχε γίνει μάθημα. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η νίκη στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, μετά τη στροφή των 180 μοιρών και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, δημιούργησε στον Τσίπρα την πεποίθηση πως η τακτική της μακρόσυρτης διαπραγμάτευσης, που συνδυάζεται με τη ρητορική της αντίστασης στις απαιτήσεις των δανειστών, αποδίδει πολιτικά.
Θεωρεί πως δημιουργεί στους ψηφοφόρους την εντύπωση ότι τουλάχιστον αυτή η κυβέρνηση αγωνίζεται για το καλύτερο στις δύσκολες μνημονιακές συνθήκες. Με άλλα λόγια, θεωρεί ότι η τακτική αυτή αφενός μειώνει τη λαϊκή δυσφορία και τις εκλογικές απώλειες, αφετέρου θα επιτρέψει την επανασυσπείρωση των ψηφοφόρων εάν η οικονομία εισέλθει σε τροχιά ανάκαμψης.
Το κλίμα το φθινόπωρο του 2015, όμως, ήταν ποιοτικά διαφορετικό από το σημερινό. Οι ψηφοφόροι αναγνώριζαν στην κυβέρνηση μία ειλικρινή πρόθεση να ακολουθήσει ένα διαφορετικό δρόμο από τον μνημονιακό. Κυρίως, όμως, δεν είχε αρχίσει να τους έρχεται ο λογαριασμός του 3ου Μνημονίου. Στην πραγματικότητα, η τακτική του Τσίπρα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από όσο όφελος όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για το κόμμα του.
Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για τις εσωτερικές ισορροπίες του ΣΥΡΙΖΑ. Η τακτική του αυτή μπορεί να συγκινεί ολοένα και λιγότερους ψηφοφόρους, αλλά παραμένει αρκούντως αποτελεσματική όσον αφορά τη συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η πτώση του εκλογικού ποσοστού αναμφίβολα επηρεάζει τους βουλευτές της συμπολίτευσης, αλλά δεν είναι από μόνη της ικανή να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση. Οι 153 έχουν μέχρι τώρα υπερψηφίσει επώδυνα μέτρα, όπως π.χ. τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό, και όλα δείχνουν πως θα υπερψηφίσουν και ό,τι χρειασθεί για να κλείσει η 2η αξιολόγηση. Η βολή που έριξε ο Ζουράρις τελικώς μάλλον θα αποδειχθεί άσφαιρη, αλλά η περίπτωσή του είναι ξεχωριστή και σε κάποιο βαθμό απρόβλεπτη.
Εάν πριν 3-4 χρόνια έλεγε κάποιος στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ότι θα ψήφιζαν τέτοια μέτρα θα τον θεωρούσαν παράφρονα. Αναμφίβολα, αποφασιστικό ρόλο για την τωρινή στάση τους παίζουν αφενός τα προνόμια του αξιώματος, αφετέρου το “σύνδρομο της αγέλης”. Η βουλευτική ιδιότητα σήμερα, ειδικά για τους συριζαίους, που κατά κανόνα δεν είναι εύποροι και ούτε έχουν δυνατότητα ενός αντίστοιχου εισοδήματος, έχει αποκτήσει ζωτική σημασία.
Όσον αφορά το “σύνδρομο της αγέλης” έχει μείνει ιστορική και έχει αποδειχθεί η ισχύς της ατάκας του Αβέρωφ: «όποιο πρόβατο φεύγει από το μαντρί το τρώνε οι λύκοι». Δεν είναι, όμως, μόνο τα βουλευτικά προνόμια και το “σύνδρομο της αγέλης” που διατηρούν τη συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές έχουν πείσει τον εαυτό τους πως τα πράγματα το έφεραν έτσι που πρέπει αυτοί να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Πως μόνο εάν πιούν το πικρό ποτήρι θα μπορέσουν να ξαναστήσουν τη χώρα στα πόδια της.
Η έννοια του “σωτήρα”, άλλωστε, είναι στο πολιτικό γονίδιο της Αριστεράς. Θεωρεί πως είναι ταγμένη από την ιστορία να σώσει τον λαό. Η αίσθηση αυτής της υψηλής αποστολής οδήγησε στο παρελθόν σε εκδηλώσεις θαυμαστής ανιδιοτέλειας, ακόμα και σε προσωπικές θυσίες. Ταυτοχρόνως, όμως, τροφοδότησε και ένα είδος αλαζονείας. «Εμείς γνωρίζουμε την αλήθεια, εμείς ξέρουμε το συμφέρον του λαού, εμείς θα τον σώσουμε».
Η αίσθηση ότι είναι “οι εκλεκτοί της ιστορίας” τους ωθεί και στο “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”. Στον ΣΥΡΙΖΑ ομολογούν ότι είχαν υποτιμήσει τις δυσκολίες, ότι άλλα επαγγέλονταν πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και άλλα κάνουν. Επικαλούνται τη διαπραγμάτευση του 2015 για να αποδείξουν τις αριστερές προθέσεις τους. Και βεβαίως οχυρώνονται πίσω από το γεγονός ότι τους πολεμάει το πολυπλόκαμο κατεστημένο σύστημα εξουσίας.
Πιστεύουν ότι η “για πρώτη φορά Αριστερά” πρέπει να επιβιώσει για να καταπολεμήσει τη διαπλοκή και ευρύτερα για να επιτελέσει τον ιστορικό ρόλο της. Κατ’ επέκτασιν, αντιμετωπίζουν τις επίμαχες κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες σαν ένα είδος προσωπικής δοκιμασίας. Νοιώθουν πως εάν υποκύψουν στην αριστερή προσωπική ευαισθησία τους και καταψηφίσουν το νομοσχέδιο ουσιαστικά θα παίξουν το παιχνίδι των αντιπάλων τους, οι οποίοι επιδιώκουν την ανατροπή της κυβέρνησης. Μέσα από αυτό τον πολιτικο-ψυχολογικό μηχανισμό συμβιβάζουν οι βουλευτές το προσωπικό μικροσυμφέρον με την ανάγκη τους να νοιώθουν ότι επιτελούν υψηλή πολιτική αποστολή.
Λόγω ιδεολογίας, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα καταστούν ευάλωτοι μόνο εάν βρεθούν απέναντι σε μία μείζονος σημασίας κοινωνική αναταραχή. Όταν απέναντί τους βρεθούν μαζικά και δικοί τους αγανακτισμένοι ψηφοφόροι, το ιδεολογικό σχήμα που σήμερα τους κρατάει σε ισορροπία θα καταρρεύσει.
Μπορεί η ΝΔ να ζητάει και να προβλέπει ότι θα στηθούν κάλπες, μπορεί ο Μητσοτάκης και η Γεννηματά να συμφώνησαν πως η κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να φύγει το συντομότερο δυνατόν, αλλά εάν η κυβέρνηση κλείσει τη 2η αξιολόγηση θα αγοράσει πολιτικό χρόνο. Δεν μπορεί να υπολογισθεί πόσο χρόνο, αλλά προς το παρόν δεν φαίνονται στον ορίζοντα απροσπέλαστα εμπόδια.