Το Βερολίνο πετάει την μπάλα στην κερκίδα
05/06/2017Αν και με την πάροδο των ημερών πυκνώνουν και εντείνονται οι παρασκηνιακές διεργασίες για εξεύρεση ενός συμβιβασμού εν όψει του Eurogroup στις 15 Ιουνίου, η επίμονη άρνηση του Βερολίνου να κάνει βήμα πίσω δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Το ΔΝΤ δεν πιέζεται και απ’ ότι φαίνεται δεν θα υποχωρήσει.
Για την ακρίβεια, είναι πολλά τα μέλη στο Συμβούλιό του που θεωρούν την αρνητική στάση του Σόιμπλε μία καλή ευκαιρία για να αποσυρθεί το Ταμείο από το ελληνικό πρόγραμμα, χωρίς να κατηγορηθεί ότι το έβαλε στα πόδια. Αντιθέτως, θα μπορεί να επιρρίψει όλες τις ευθύνες για τις περαιτέρω δυσκολίες της ελληνικής πορείας στο Βερολίνο. Το μόνο που συζητάει το Ταμείο είναι να συμμετάσχει, χωρίς χρηματοδότηση. Ο Τόμσεν έχει χαρακτηρίσει αυτή τη φόρμουλα «καλή ιδέα».
Η μεσολαβητική προσπάθεια του Γιούνκερ προς τον Σόιμπλε δεν έφερε αποτέλεσμα. Σύμφωνα με πληροφορίες, η εντύπωση, μάλιστα, που αποκόμισε ο πρόεδρος της Κομισιόν από τις επαφές του είναι ότι ο Γερμανός υπουργός έχει προσδώσει στο ζήτημα του ελληνικού χρέους συμβολικό χαρακτήρα. Θεωρεί ότι εάν υποχωρήσει στις πιέσεις που δέχεται θα τρωθεί η αξιοπιστία του και ως εκ τούτου η δυνατότητά του να ηγεμονεύει στο Eurogroup.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, έχει εκφράσει στους συνομιλητές του τη θέση πως δεν πρέπει, λόγω των διαφωνιών για το χρέος, να προκύψει αθέτηση πληρωμών εκ μέρους της Αθήνας. Η θέση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον το ποσό που απαιτείται για να αποπληρωθούν εγκαίρως τα ομόλογα που λήγουν τον Ιούλιο και βρίσκονται στα χέρια της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) θα εκταμιευθεί εγκαίρως.
Έτσι κι αλλιώς, τα 120 από τα 140 προαπαιτούμενα της 2ης αξιολόγησης έχουν ήδη εκπληρωθεί και τα υπόλοιπα 20 βρίσκονται σε διαδικασία εκπλήρωσης. Υπάρχουν, ωστόσο, και ορισμένοι, οι οποίοι δεν αποκλείουν ο Σόιμπλε να έχει κρυφή ατζέντα. Αυτός είναι ο λόγος που ο Γιούνκερ έχει στρέψει την προσοχή και τις πιέσεις του στο να εξασφαλισθεί η έγκαιρη εκταμίευση της δόσης.
Το σημείο τριβής
Το σημείο τριβής, πάντως, δεν είναι τόσο το ενδεχόμενο μίας αθέτησης πληρωμών, αλλά το εάν θα προκύψουν οι προϋποθέσεις για να μπορέσει η Ελλάδα να γυρίσει σελίδα. Για να συμβεί αυτό, πρέπει η ΕΚΤ να την εντάξει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η ένταξη αυτή, εκτός από το γεγονός ότι θα εξασφαλίσει μερικά δισ. ευρώ, θα στείλει και το μήνυμα στις αγορές ότι το χρέος είναι βιώσιμο και ότι έχει εξαλειφθεί ο κίνδυνος του Grexit. Ως εκ τούτου, ότι είναι η ώρα για τους υποψήφιους επενδυτές να εκμεταλλευθούν τις υπαρκτές φθηνές ευκαιρίες.
Για να ενταχθεί, όμως, η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πρέπει όχι μόνο να ολοκληρωθεί η 2η αξιολόγηση, αλλά και να κριθεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Η ΕΚΤ, μάλιστα, απαιτεί το ΔΝΤ να είναι στο ελληνικό πρόγραμμα και να έχει κι αυτό κρίνει το χρέος βιώσιμο. Τη συμμετοχή του Ταμείου, άλλωστε, έχει θέσει ως όρο και η γερμανική (και η ολλανδική) Βουλή.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είχαν απαιτήσει οι Μέρκελ και Σόιμπλε, επειδή θεωρούσαν ότι η Κομισιόν λειτουργεί με πολιτικά κριτήρια και ως εκ τούτου δεν θα ήταν επαρκώς αυστηρή με τους “τεμπέληδες” Έλληνες. Με άλλα λόγια, η παρουσία του Ταμείου ήταν η εγγύηση για τους Γερμανούς βουλευτές και όχι μόνο πως οι “αμαρτωλοί” θα πληρώσουν ακριβά για τις αμαρτίες τους.
Μόνο που το ΔΝΤ έχει κανόνες. Όταν πηγαίνει σε μία υπερχρεωμένη χώρα, που δεν μπορεί να δανεισθεί από τις αγορές, επιβάλει σαρωτικά και νεοφιλελεύθερα μέτρα και επώδυνη λιτότητα. Η συνταγή του, όμως, προβλέπει ταυτοχρόνως και σημαντικό (ανάλογα με την περίπτωση) κούρεμα του χρέους, ώστε να το καταστήσει βιώσιμο. Η Ελλάδα το 2010 είναι η εξαίρεση αυτού του κανόνα, λόγω των πιέσεων που άσκησε η Ευρωζώνη.
Το πρόβλημα της βιωσιμότητας
Σήμερα, το Βερολίνο είναι απρόθυμο να συμφωνήσει στον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων, με αποτέλεσμα το πρόβλημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους να παραμένει άλυτο. Οι Μέρκελ και Σόιμπλε αφήνουν να εννοηθεί ότι αρνούνται, λόγω των γερμανικών εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι εκλογές δεν προβλέπονται αμφίρροπες για να δικαιολογείται αυτή η άρνηση. Αναμένεται ότι οι Χριστιανοδημοκράτες θα επικρατήσουν με σχετική άνεση. Η δυναμική των Σοσιαλδημοκρατών που προκλήθηκε με την επιλογή του Σούλτς έχει εκτονωθεί, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, αλλά και τοπικά εκλογικά αποτελέσματα.
Η επίσημη θέση του Βερολίνου είναι ότι η περαιτέρω ελάφρυνση δεν είναι δεδομένη. Μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018 θα εξετασθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και τότε θα αποφασισθεί εάν χρειάζονται μέτρα ελάφρυνσης. Με άλλα λόγια, οι Μέρκελ και Σόιμπλε έχουν επιλέξει να κρατήσουν την Ελλάδα σε ομηρία. Για την ακρίβεια, να μην επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να σταθεί στα πόδια της.
Η στάση τους αυτή δικαιώνει όσους υποστηρίζουν πως στόχος της γερμανικής ηγεσίας είναι να διαιωνίσουν το καθεστώς μεταμοντέρνας αποικίας, το οποίο έχουν επιβάλλει μέσω των Μνημονίων. Το έγγραφο που το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, μάλιστα, έστειλε στους Γερμανούς βουλευτές είναι η πρόσθετη απόδειξη ότι το Βερολίνο κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.
Μετά την ανώμαλη προσγείωσή τους στο προηγούμενο Eurogroup, πηγές του Μαξίμου δίνουν λίγες πιθανότητες να προκύψει συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους. Ο Τσίπρας έχει θέσει ως όρο (τελευταία στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ) η όποια συμφωνία να εγγυάται την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές με βιώσιμους όρους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί την πρόταση Σόιμπλε, εάν βελτιωθεί έστω και οριακά, προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα. Η πρόταση Στουρνάρα έγινε σε συμφωνία με τον Τσακαλώτο και έχει σκοπό να επηρεάσει τις εν εξελίξει άτυπες διαπραγματεύσεις.
Ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος προτείνει: Πρώτον, το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι 3,5% μέχρι το 2020 και στη συνέχεια 2%. Δεύτερον, την αναβολή της πληρωμής τόκων. Τρίτον, την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων. Τέταρτον, την επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών που αποκόμισε η ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα και τα οποία διανέμει στις κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Κριτήριο η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση
Το κρίσιμο, ωστόσο, είναι εάν η όποια συμφωνία για το χρέος θα είναι επαρκής, ώστε να επιτρέψει στον Ντράγκι να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το κορυφαίο στέλεχος της ΕΚΤ Κερέ έστειλε τις προηγούμενες ημέρες το σαφές μήνυμα πως δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτές πολιτικές παρεμβάσεις. Εξέφρασε τη λύπη του που στο προηγούμενο Eurogroup δεν υπήρξε απόφαση για το ελληνικό χρέος, υπογραμμίζοντας ότι εάν αυτή καθυστερήσει για ένα χρόνο (όπως επιδιώκει το Βερολίνο) θα προκύψει κίνδυνος.
Όπως προκύπτει από την παραπάνω δήλωση, αλλά και από σχετικές πληροφορίες, ο Ντράγκι έχει προστεθεί σ’ αυτούς που παρασκηνιακά πιέζουν τον Σόιμπλε να κάνει βήμα πίσω. Η συντηρητική εφημερίδα Die Welt, μάλιστα, αναγνώρισε ότι η γερμανική κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση όχι μόνο από το ΔΝΤ, αλλά και από την ΕΚΤ.
Σε αυτούς πρέπει να προστεθεί και ο Γιούνκερ. Ας σημειωθεί ότι το Βερολίνο απέρριψε μετά βδελυγμίας σενάριο προς συζήτηση που επεξεργάσθηκε η Κομισιόν για κάποια μορφή αμοιβαιοποίησης του χρέους μέσω έκδοσης ενός είδους ευωομολόγου.
Έχοντας αυτά τα δεδομένα, με αλλεπάλληλες τηλεφωνικές επαφές, ο Τσίπρας επιχειρεί να “πολιορκήσει” το Βερολίνο. Ποντάρει στην υποστήριξη του Γιούνκερ, με τον οποίο βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία και εν μέρει συντονισμό. Ο πρόεδρος της Κομισιόν, όμως, ασκεί περιορισμένη επιρροή στο Eurogroup. Ο επίτροπος Μοσχοβισί, μάλιστα, έχει φθάσει στα όρια του με το Βερολίνο, όπως φαίνεται πλέον από τις δηλώσεις του.
Όπως προαναφέραμε, η Κομισιόν έχει στρέψει πλέον τις πιέσεις της στο να εκταμιευθεί εγκαίρως η δόση για να αποφευχθεί ατύχημα με αθέτηση πληρωμών. Επίσης, προτείνει τρόπους για να ενισχύσει την Ελλάδα μέσω της μεγαλύτερης αξιοποίησης κοινοτικών πόρων και της χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων.
Από το χρέος στην εμπιστοσύνη!
Το θετικό για την Ελλάδα κλίμα εκφράσθηκε και από τον εκπρόσωπο της Κομισιόν στους θεσμούς Κοστέλο, ο οποίος (στο συνέδριο του Economist) χαρακτήρισε χωρίς προηγούμενο τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, ο εκπρόσωπος στους Θεσμούς του –υπό γερμανικό έλεγχο– ΕΜΣ (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) Τζιαμαρόλι, στο ίδιο συνέδριο, κινήθηκε στη γραμμή του Βερολίνου.
Όπως και ο Ντάισελμπλουμ, είπε ότι κακώς γίνεται τόση συζήτηση για το χρέος και πως το κρίσιμο είναι να συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις και η Ελλάδα να αναλάβει την ιδιοκτησία του Μνημονίου! Πρόκειται για τον κλασικό ελιγμό: όταν δεν θέλουν να μπουν στην ουσία, πετάνε την μπάλα στην κερκίδα με γενικολογίες.
Παραλλαγή στο ίδιο θέμα ήταν και η δήλωση Σόιμπλε πως το κρίσιμο είναι οι μεταρρυθμίσεις και η εμπιστοσύνη! Αξίζει να αναφερθούν οι δηλώσεις του σε ιταλική εφημερίδα. Χαρακτήρισε την πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα επιτυχημένο παράδειγμα, το οποίο πρέπει να ακολουθήσει κάθε χώρα που θέλει να είναι στο ευρώ. Το μήνυμά του προς τη Ρώμη ήταν κάτι περισσότερο από σαφές.
Ο παράγοντας-κλειδί Μακρόν
Και στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες συμφωνούν ότι ο μοναδικός αποτελεσματικός μοχλός πίεσης του Βερολίνου μπορεί να είναι ο Μακρόν. Προς το παρόν, έχουμε δύο θετικές εκδηλώσεις. Η πρώτη είναι η στάση του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Λεμέρ στο περασμένο Eurogroup. Η δεύτερη είναι ότι το Παρίσι επιχειρεί να σπάσει το αδιέξοδο, προτείνοντας η αποπληρωμή του ελληνικού χρέους να γίνει με ρήτρα ανάπτυξης.
Όταν η ελληνική οικονομία θα αναπτύσσεται θα πληρώνει. Εάν όχι οι δανειακές υποχρεώσεις της θα μετατίθενται στο μέλλον. Με την πρόταση αυτή τίθεται ένα σαφές κριτήριο και παρακάμπτεται η μάλλον γελοία συζήτηση-διαφωνία Βερολίνου-ΔΝΤ για το πώς θα εξελιχθεί η ελληνική οικονομία τα επόμενα 40-50 χρόνια.
Είναι δυνατόν να γίνουν τέτοιες προβλέψεις, όταν αναθεωρούνται προβλέψεις για το επόμενο εξάμηνο; Στην πραγματικότητα, η συζήτηση αυτή είναι το τεχνοκρατικό πρόσχημα-κάλυμμα της διαφωνίας της γερμανικής κυβέρνησης και του Ταμείου για τον βαθμό ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Η γαλλική πρόταση δεν έχει μέχρι στιγμής τουλάχιστον βρει θετική ανταπόκριση από το Βερολίνο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο Μακρόν, έχοντας μπροστά του τις βουλευτικές εκλογές, είναι διατεθειμένος να έρθει σε ανοικτή αντιπαράθεση με τη Μέρκελ για το ελληνικό πρόβλημα. Επί προεδρίας Ολάντ, το Παρίσι ναι μεν υποστήριζε συνήθως την Αθήνα, αλλά ποτέ δεν έδωσε μάχη με το Βερολίνο για να επιβάλει ένα συμβιβασμό που θα λάμβανε υπόψη και τις ελληνικές θέσεις.
Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, στο Μαξίμου επιδιώκουν συμφωνία στις 15 Ιουνίου, αλλά εάν ο Σόιμπλε παραμείνει αμετακίνητος και δεν δοθεί στην Ελλάδα ούτε το μίνιμουμ, ο Τσίπρας είναι αποφασισμένος να πάει το ζήτημα στη σύνοδο κορυφής στις 22 Ιουνίου. Εκεί, ελπίζει πως με τη βοήθεια του Γιούνκερ και του Μακρόν είναι πιθανόν να αποσπάσει από τη Μέρκελ αυτό το λίγο που δεν δίνει ο Σόιμπλε.