“A Complete Unknown”: Μια ενδιαφέρουσα ταινία για τον Bob Dylan
15/03/2025
Ο Τζέιμς Μάνγκολντ μετά το εξαιρετικό “Walk the line”, βιογραφικό έργο για τον Τζόνι Κας, επανέρχεται με το “A Complete Unknown” σε μία ακόμα βιογραφία ενός ακόμα τραγουδοποιού-θρύλου της αμερικανικής φολκ (folk) μουσικής (αλλά και της παγκόσμιας μουσικής σκηνής), του Μπομπ Ντiλαν, ο οποίος θα κερδίσει και το Νόμπελ Λογοτεχνίας αναπάντεχα το 2016 – μοναδική περίπτωση που η ακαδημία θα τιμήσει τραγουδοποιό για τους στίχους του με τον υψηλότερο σε κύρος τίτλο των γραμμάτων παγκοσμίως.
Η ταινία σε ρυθμό και ύφος θυμίζει έργα του Φίλιπ Γκλας σε λιτότητα και ταυτόχρονα σε λογοτεχνικό πολυεπίδεδο ύφος τον Φίλιπ Ροθ. Μία, κατά τα άλλα, άψογη αναπαράσταση της δεκαετίας του 1960 με όλες τις καλλιτεχνικές ανησυχίες στο προσκήνιο, ενώ οι πολιτικές ανωμαλίες προσπερνιούνται κάπως άτσαλα.
Ο Μάνγκολντ εδώ δεν καταφέρνει να επιτύχει το ρυθμό και την ποιότητα της πρώτης του προσπάθειας μουσικής βιογραφίας (εκεί είχε δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, μεγάλης γκάμας υποκριτικών δυνατοτήτων, και οι δύο με Όσκαρ, τους Ρις Γουίδερσπουν και Χοακίν Φίνιξ). Στο “A Complete Unknown” είχε μία πολύ καλή ερμηνεία από τον Τιμοτέ Σαλαμέ στο ρόλο του Μπομπ Ντίλαν. Έχουν γραφτεί πολλά σχετικά με το αν άξιζε να κερδίσει φέτος το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου και όχι ο Έντριεν Μπρόντι για την ερμηνεία του στο “The Brutalist“. Η σύγκριση είναι αρκετά ανούσια, κι εμείς εδώ δε θα σταθούμε στο (χωρίς νόημα) δίλημμα Σαλαμέ ή Μπρόντι, αλλά πόσο ο ρόλος ταίριαζε ή κατάφερε ο ηθοποιός να αναδείξει αυτή την πολύπλοκη προσωπικότητα του διάσημου μουσικού.
Η ταινία περιγράφει τα πρώτα βήματα του τραγουδοποιού και τη στενή του σχέση με την φολκ (παραδοσιακή) αμερικανική μουσική, μία μουσική πολύ δημοφιλής για το αμερικανικό κοινό και την αμερικανική μουσική παράδοση. Ο Ντίλαν έφερε μία επανάσταση στο χώρο, άλλαξε το στίχο, τον έκανε σύγχρονο, ενώ οι ερμηνείες του και οι συγχορδίες του ξάφνιασαν με τη φρεσκάδα και την ποιότητα βάθους που προσέδωσε. Πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε αυτή η μοναδικότητα, αυτό το ταλέντο που σε πολύ νεαρή ηλικία (είναι μόλις 19 ετών όταν φτάνει στη Νέα Υόρκη και ξεκινά να σχετίζεται με το χώρο αρκετά ενεργά), καταφέρνει να εκτοξεύσει τη δημοτικότητα αυτής της μουσικής.
Η συγκυρία είναι επίσης μοναδική. Η δεκαετία του 1960 θορυβώδης και επαναστατική σε όλα τα επίπεδα: διαδηλώσεις για τα δικαιώματα μαύρων, γυναικών, ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, καθώς και το φόβο ενός πυρηνικού πολέμου με την κρίση των ΗΠΑ με τους Σοβιετικούς στην Κούβα το 1962. Ο Ντίλαν δεν εκφράζει μόνο το εγχώριο κοινό, ο στίχος του εύστοχος και επίκαιρος διαχέεται σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, ενώ η σχέση του με μία άλλη σπουδαίο τραγουδοποιό, την Τζόαν Μπαέζ (Monica Barbaro) θα τον ωθήσει να αναπτύξει περαιτέρω το ταλέντο του.
Από την Ταπεινότητα στη Δόξα
Η ταινία στέκεται στη σχέση των δύο αυτών μεγάλων μορφών της μουσικής σκηνής, ενώ παράλληλα ο Ντίλαν αναπτύσσει μία σχέση ζωής με τη Σύλβι Ρουσό (Elle Fanning), μία ακτιβίστρια, η οποία και του στέκεται καθοριστικά στα πρώτα του βήματα (το πραγματικό όνομά της είναι Σουζ Ροτόλο, όπου στην ταινία αλλάζει με απαίτηση του Μπομπ Ντίλαν). Όταν εκείνος γίνει διάσημος όλα αλλάζουν, όπως και η συμπεριφορά του. Αν υπάρχει κάτι αρνητικό στον τρόπο που ο σκηνοθέτης διαχειρίζεται εκείνη την περίοδο της ζωής του Ντίλαν είναι εκείνο το σημείο που η υπερβολή του σταρ σε συμπεριφορά και στήσιμο ξενίζει, χωρίς ακριβώς να εξηγείται αυτή η αλλαγή.
Κάπου εκεί χωλαίνει και η υποκριτική απόδοση του χαρακτήρα. Αν και πράγματι οι διαφορές είναι μεγάλες, μεταξύ του πριν, ως ένας άσημος μουσικός, με το μετά, ως σταρ, με χιλιάδες θαυμαστές να τον κυνηγούν απροκάλυπτα, η ερμηνεία και η στοχοπροσήλωση υπερβολικά σε αυτό το σημείο του χαρακτήρα και των σχετικών του γεγονότων, παραμένουν ασύνδετα μετέωρες και αμήχανες στο σύνολο της ταινίας.
Θαυμασμός για το μουσικό είδωλο
Στην ουσία ο Μάνγκολντ πέφτει θύμα του υπερβολικού θαυμασμού του για το μουσικό είδωλο που περιγράφει. Είναι τόσος ο θαυμασμός του για τον σπουδαίο μουσικό που σχεδόν τον αγιοποιεί – ακόμα και τα καπρίτσια του ή οι εγωισμοί του, φαίνονται χαριτωμένα στην ταινία ή σα να δικαιούται να τα κάνει. Αντιμετωπίζεται σαν την ακριβή πορσελάνη που θα τοποθετηθεί στο καλύτερο σημείο ενός χώρου, ώστε να τη θαυμάζεις, και εν τέλει να αποφεύγεις να την αγγίζεις για να μη σπάσει. Ο Σαλαμέ πέφτει θύμα επίσης αυτού του θαυμασμού στο πρόσωπο που ερμηνεύει, ώστε να γίνεται αντιληπτή αυτή η στιλιζαρισμένη του πόζα σε κάμποσες κινηματογραφικές του στιγμές. Ερμηνεύει σαν να είναι έξω από αυτόν, ενώ στο σύνολό του η αποτύπωση του χαρακτήρα δεν περνάει απαρατήρητη, αφού το γενικότερο στήσιμό του παραπέμπει γνήσια στον τραγουδοποιό. Δε φτάνει όμως αυτό.
Η ταινία γενικότερα έχει μία κλασική χολιγουντιανή βιογραφική γραφή, καλή φωτογραφία, χωρίς όμως πολλές σκηνοθετικές ιδέες, ενώ χάνει το ρυθμό της και το συνολικό ύφος της αλλοιώνεται από τη στιγμή που ο Ντίλαν γίνεται σταρ της μουσικής σκηνής. Η αφήγηση αναλώνεται σε κάμποσες κοινοτυπίες, στρέφεται στα καπρίτσια και διάφορες ερωτικές στιγμές, χωρίς και αυτό να αποκαλύπτει απαραίτητα κάτι σημαντικό για τα τραγούδια του ή την προσωπικότητά του.
Παράλληλα, ο τρόπος που γράφει τα τραγούδια του αναπτύσσεται κάπως επιδερμικά. Η πολιτική διάσταση της προσωπικότητάς του είναι μάλλον στο περιθώριο, ενώ τελικά όταν τελειώνει η ταινία δεν είσαι σίγουρος αν συνάντησες έναν μεγάλο μουσικό ή απλά πέρασες ευχάριστα δύο ώρες με ένα υπέροχο σάουντρακ. Διότι, αυτό που είναι εξαιρετικό στην ταινία – γι’ αυτό και αξίζει κάποιος να τη δει σε κινηματογραφική αίθουσα – είναι αυτή η εκπληκτική επιλογή των τραγουδιών που ερμηνεύονται από τους Ντίλαν (ο Σαλαμέ εν προκειμένω) και Μπαέζ (εξαιρετική και η Μπάρμπαρο στο ρόλο της με σπουδαία φωνητική ποιότητα).
“Μην ζητάς το φεγγάρι όταν έχεις όλα τα αστέρια”
Κάτω από αυτό το πρίσμα, της εξαιρετικής παρουσίασης ενός πανέμορφου μουσικού ταξιδιού, της (πάντα) καλής αναπαράστασης εποχής – που οι αμερικανικές ταινίες έχουν το πλεονέκτημα στο να επιτυγχάνουν – καθώς και τις, συνολικά, πολύ καλές ερμηνείες που καταφέρνει να αποσπάσει ο σκηνοθέτης (ο Edward Norton είναι μία αποκάλυψη στο ρόλο του, συνεπής και απρόσμενα ακριβής), είναι μια ταινία που δε θα κουραστεί κανείς να δει.
Πέραν τούτου, όμως, παραμένει μία έλλειψη η αληθινή φύση του χαρισματικού καλλιτέχνη, καθώς και ο περίγυρος στην αμερικανική μουσική βιομηχανία που έπαιξε σημαντικό ρόλο για να γίνουν αυτά τα τραγούδια. Πολύ αποσπασματικές και επιδερμικές οι αναφορές, και στους χαρακτήρες πέριξ του τραγουδοποιού, της Σύλβι (δηλαδή της Ροτόλο), της Μπαέζ, του Τζόνι Κας ή του Πίτερ Σίγκερ. Η αφήγηση από την αρχή αντιμετωπίζει τον μύθο του τραγουδοποιού σαν έναν σταρ πριν γίνει σταρ, και με τραγούδια που γράφει ως την καλλιτεχνική μοναχική ιδιοφυία που προκύπτουν αβίαστα.
Όμως, ο στίχος του είναι γεμάτος από τα κάθε τι γύρω του, ώστε να μη μένει αμέτοχος στο τι συμβαίνει στην εποχή του. Αν και όλα τα παραπάνω υπονοούνται σαφώς, παράλληλα περιγράφονται ατάκτως ειρημένα, δίχως ένα σαφή στόχο, δίχως να οδηγούν κάπου στέρεα τον θεατή. Μοιάζουν σαν συγκολλημένα περιστατικά από τη ζωή του τραγουδοποιού, χωρίς μια κοινή εννοιολογική κλωστή να τα συνδέει. Η πιο κινηματογραφική σκηνή της ταινίας, όταν η Σύλβι φεύγει με το φέρι μπόουτ αφήνοντας τον Ντίλαν στη δόξα του. Η φράση που του απευθύνει αποχαιρετώντας τον είχε την ποιητικότητα των στίχων του νομπελίστα καλλιτέχνη: “μην ζητάς το φεγγάρι όταν έχεις όλα τα αστέρια”.