“Anora”: Το άδοξο love story μιας πόρνης με έναν κροίσο
13/11/2024Η ταινία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και διεισδύει με ξεχωριστό τρόπο σε πεδία που παλαιότερα αντιμετωπίζονταν με κλισέ και προκατάληψη. Η χορεύτρια σε στριπτιτζάδικο Άννι (επιμένει η ίδια να την αποκαλούν Άννι, ενώ η ταυτότητά της αναγράφει Ανόρα) εκτελεί και χρέη πληρωμένου σεξ, κάτι που δεν είναι δεδομένο σε αυτού του είδους τα θεάματα.
Η ταινία δε στέκεται σε αυτό. Το παρουσιάζει πολύ γρήγορα σαν κάτι φυσικό και επόμενο. Η Άννι/Ανόρα κάνει τα περίφημα lap dances και παράλληλα, όποιος πληρώνει καλά, μπορεί να καταλήξει και στο κρεβάτι μαζί της. Ο ρυθμός της ταινίας, παρουσιάζοντας αυτόν τον κόσμο είναι καταιγιστικός. Η Anora περιφέρεται από άντρα σε άντρα, όπως και όλα τα κορίτσια στο στριπ κλαμπ που εργάζεται. Παράλληλα παρουσιάζονται στιγμιότυπα σχέσεων μεταξύ των κοριτσιών, ανταγωνισμού, αλληλεγγύης, φιλίας. Ένας κόσμος παράξενος, ταυτόχρονα ωμός, όσον αφορά το αντικείμενο εργασίας τους.
Η ταινία παίρνει άλλη τροπή όταν ένας νεαρός, υιός ενός Ρώσου ολιγάρχη-μαφιόζου (κατά πάσα πιθανότητα – δεν διευκρινίζεται στην ταινία, αλλά παρουσιάζεται σαφώς ξεκάθαρα), με ό,τι σημαίνει αυτό, θα ζητήσει κοπέλα από το στριπ κλαμπ που να μιλά ρώσικα. Η Ανόρα με μακρινή σχετική καταγωγή (η γιαγιά της) θα αναγκαστεί να αναλάβει να ικανοποιήσει το νεαρό πάμπλουτο υιό, που πληρώνει εξαιρετικά μεγάλα ποσά. Αρχικά η σχέση τους – πάντα με πληρωμή – θα στραφεί στο έντονο σεξ. Ο νεαρός θα ζητά όλο και περισσότερο την Anora, ακόμα και με αποκλειστικότητα για συντροφιά του, πέραν της σεξουαλικής ικανοποίησής του.
Θα καταλήξει αναπάντεχα να της ζητήσει να την παντρευτεί. Εκείνη θα δεχτεί. Όλα γίνονται εξαιρετικά γρήγορα. Θα εγκαταλείψει το στριπ κλαμπ. Οι κοπέλες του κλαμπ θα την ξεπροβοδίσουν ως την τυχερή που ξέφυγε με έναν πλούσιο γαμπρό από τη νύχτα και την πορνεία. Κάποιες άλλες, ανταγωνιστικά, θα την ειρωνευτούν προκλητικά. Η ταινία στην ουσία ξεκινά να αναπτύσσει τον ωμό ρεαλισμό της από εκείνη τη στιγμή. Οι γονείς του νεαρού πλουσίου μαθαίνοντας για τον αναπάντεχο γάμο στέλνουν πρωτοπαλίκαρα να τον ακυρώσουν. Καταλήγουν και οι ίδιοι να φτάσουν με το προσωπικό τους Learjet στην Αμερική για να σιγουρέψουν ότι ο γιος τους δε θα μείνει παντρεμένος με μία πόρνη.
Θα τα καταφέρουν, ενώ η Ανόρα, θα έχει πιστέψει σε αυτό το γάμο. Θα κάνει ότι μπορεί να τον αποτρέψει, αλλά θα υποταχθεί, αναπόφευκτα. Οι απειλές και η δύναμη της ρώσικης ολιγαρχικής-μαφιόζικης οικογένειας είναι ανίκητες. Ο νεαρός υιός, άβουλος ουσιαστικά, ικανοποιεί το κέφι του και τα καπρίτσια του. Η Anora απογοητευμένη προσγειώνεται απότομα σε μία συναισθηματική ωμότητα.
Η Ανόρα αναζητά μια αγκαλιά…
Ο σκηνοθέτης, που δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με τον κόσμο της νύχτας και της σεξ-εργασίας (βλ. “Tangerine”, 2015), καταφέρνει μέσα από αυτό το night road movie να αναπτύξει πολλές παθογένειες της σύγχρονης Αμερικής και εν γένει δυτικής ζωής: Σεξ, ναρκωτικά και αχαλίνωτη ζωή. Παρουσιάζεται στο έπακρο. Ένα ανούσιο γρήγορο life style, χαμένο σε αισθησιακά ακραία φαινόμενα σωματικής εξάντλησης. Όμως, το κορίτσι δεν είναι αναίσθητο. Μέσα σε αυτή την ακραία καταναλωτική και αντι-πνευματική ζωή, η Ανόρα ενώνεται συναισθηματικά, αναζητά και αυτή μια αγκαλιά, έναν άνθρωπο να ζήσει μαζί του ως ζευγάρι.
Έστω και με λάθος κριτήρια, η Ανόρα αναζητά μια λύτρωση από την ωμότητα της ζωής που είχε έως τότε επιλέξει. Η ταινία δε μας παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η Anora κατέληξε να κάνει ότι έκανε – δεν έχει και τόσο σημασία, αλλά το μοντέλο αφήγησης είναι γνωστό ακόμα και στα δικό μας κινηματογραφικό παρελθόν. Τα “Κόκκινα φανάρια” (1963, Γεωργιάδης), που έφτασαν ως τα Όσκαρ της εποχής, παρουσίαζε τα κορίτσια που περίμεναν τους δικούς τους αγαπημένους να τις βγάλουν από τον βούρκο της Τρούμπας. Και εκεί η γυναίκα-πόρνη δεν σταματά να είναι ένας άνθρωπος που αναζητά μία διέξοδο, μια συναισθηματική αληθινή ένωση.
Ανάλογο μοντέλο σχέσεων, με τον πελάτη να γοητεύεται-ερωτεύεται την όμορφη πόρνη, έχουμε δει σε πολλές ταινίες, κάθε φορά με έναν διαφορετικό ενδιαφέροντα τρόπο, όπως πχ στο “Δρόμο των κακόφημων σπιτιών” (1962, Μπολονίνι) με τον Ζαν-Πωλ Μπελμοντό και την Κλαούντια Καρντινάλε, ή την Ανούκ Αιμέ στη “Λόλα”(1961, Ντεμί), τη νεαρή χορεύτρια του καμπαρέ, που γίνεται το ερωτικό επίκεντρο τριών ανδρών.
Σεξ και δάκρυα
Οι συνθήκες της σύγχρονης ζωής έχουν αλλάξει, αλλά η ανάγκη του ανθρώπου για ένωση όχι. Το ελπιδοφόρο της ταινίας για την Ανόρα μένει στο γεγονός ότι ο Ρώσος μπράβος που αναλαμβάνει τη φύλαξη της νεαρής πόρνης σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειάς της, ώσπου να ακυρώσουν νομικά το γάμο της με το υιό του μεγιστάνα Ρώσου, την ερωτεύεται, την εκτιμά, την προσέχει, ακόμα και αν εκείνη δείχνει αρχικά να τον απεχθάνεται. Στο τέλος οι δυο τους θα ενωθούν, ενώ ευφυώς ο σκηνοθέτης κλείνει την ταινία με ένα απίθανο δίπολο: Σεξ και δάκρυα. Δάκρυα μετάνοιας ή λύτρωσης, μένει ένα ζήτημα ανοιχτό.
Ο ρεαλισμός της απεικόνισης των όποιων πεπραγμένων μένουν σε όλη την ταινία απλωμένα. Θύμα και ο υιός. Μιας οικογένειας και μιας μάνας καταπιεστικής. Το επίκεντρο όμως είναι η Anora. Σαφές και στον τίτλο της ταινίας. Εκείνη και ο κόσμος της, τα όνειρά της, μιας υλικά πλούσιας ζωής ή μιας συναισθηματικά πλούσιας ζωής. Χαμένη και ταυτόχρονα ψεύτικα δυναμική, εύθραυστη. Ο κόσμος της καταρρέει, κι εκείνη μαζί του.
Στα αρνητικά η προκατάληψη, και οριακά προπαγανδιστική παρουσίαση, των “χοντροκομένων” πάντα Ρώσων, που μοιάζουν να μην υπακούν σε κανένα νόμο, ακόμα και στις ΗΠΑ. Η ερμηνεία της Μίκι Μάντισον (Anora) δένει απόλυτα στο πνεύμα του ρόλου. Ο σκηνοθετικός ρυθμός εξαιρετικά ανάλογος της αφήγησης, η οποία αναπτύσσεται τόσο, όσο χρειάζεται για να σε κρατάει πάντα σε εγρήγορση, ακόμα κι αν υποψιάζεσαι τι πρόκειται να συμβεί. Η ταινία παραγωγής του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, έξω από τα μεγάλα στούντιο και το star system αυτών (συχνά και οι περιπτώσεις αυτές διαπλέκονται), βραβεύτηκε με Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες.