Ανθολογία Ρωσικού Διηγήματος – Ένας μεταφραστικός πλούτος
15/09/2019Ο πανεπιστημιακός φιλόλογος Γιάννης Μότσιος, μαχητής και ποιητής του Γράμμου, πρόσθεσε στο πνευματικό του έργο τη δίτομη «Ανθολογία Ρωσικού Διηγήματος» από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Έναν μεταφραστικό άθλο, που συνιστά υψηλής ποιότητας συνεισφορά στα ελληνικά γράμματα. Είναι άθλος διότι καλύπτει διακόσια χρόνια ρωσικής λογοτεχνικής δημιουργίας, διηγήματος και νουβέλας, απ’ το 1830 ως το 2016. Ανθολογώντας, σε χίλιες οχτακόσιες δεκατρείς σελίδες (εφτακόσιες είκοσι πέντε ο Πρώτος τόμος και πεντακόσιες ογδόντα οχτώ ο Δεύτερος), κοντά στα 100 απ’ τα αντιπροσωπευτικότερα έργα, ολιγοσέλιδα και πολυσέλιδα, 50 κορυφαίων Ρώσων λογοτεχνών.
Από τον Πούσκιν και τα άλλα «ιερά τέρατα» του λογοτεχνικού «χρυσού αιώνα» (19ος) της Ρωσίας ως τον Μπουλγκάκωφ, τον Παστερνάκ, τον Σολζενίτσιν και την Συτσόβα. Είναι συνεισφορά διότι μας χαρίζει, απ’ τις απαιτητικές «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» τον ανθό διηγήματος και νουβέλας αυτής της μεγάλης λογοτεχνίας, απ΄την κορύφωσή της (1830-1916) ως την σοβιετική (1918-1990) και τη μετασοβιετική (1990-2016) περίοδό της.
Μας χαρίζει, δε, αυτόν τον ανθό με την εγκυρότητα του νεοελληνιστή φιλολόγου και λογοτέχνη, που έχοντας ζήσει ως πολιτικός πρόσφυγας επί τριακονταετίαν στη Σοβιετική Ένωση, όπου σπούδασε φιλολογία και συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας της Μόσχας, δεν είναι μόνο βαθύς γνώστης της ρωσικής γλώσσας αλλά και εμβριθής θεωρητικός της ρωσικής λογοτεχνίας, βιωματικά εγκλιματισμένος στη ρωσική ζωή και οικειωμένος με τη ρωσική κουλτούρα.
Γι΄αυτό, η “Ανθολογία” του, έργο ζωής, δεν είναι απλώς μια καλή μετάφραση αλλά μια μεταφραστική κατάκτηση. Που, μαζί με τη λογοτεχνική ποιότητά της, είναι και μοναδικά επενδεδυμένη, χάρη στην αισθητικο/θεωρητική του παιδεία, με τις εξαιρετικές “εισαγωγές” και τα εξίσου εξαιρετικά «βιογραφικά σημειώματα» που συνοδεύουν τους ανθολογούμενους συγγραφείς.
Αισθητικό βάθος δεκαετιών
Οι δύο «εισαγωγές»: Είναι σημαντικά δοκίμια φωτισμού του αισθητικού βάθους όλων των περιόδων της ρωσικής λογοτεχνίας, απ΄την άνθισή της ως τις μέρες μας. Όπου, χωρίς να ξεχνά πως η λογοτεχνία, όπως και γενικότερα η τέχνη, κρίνεται αισθητικά, στρέφει την κριτική του ματιά και στο ιστορικο/πολιτικό υπόβαθρο της ρωσικής κοινωνίας, συνεξετάζοντας τη λογοτεχνική δημιουργία στη σύνθετη σχέση της με όλες τις «υποστρωματικές» της παραμέτρους ,καθώς σίγουρα δε γεννιέται σε ιστορικο/πολιτικό και κοινωνικό κενό.
Κι όπου, όταν αγγίζει καυτά ιστορικο/πολιτικά ζητήματα, όπως αυτά της σταλινικής, μετασταλινικής και μετασοβιετικής (νεο-καπιταλιστικής) περιόδου, μπορεί, ως αγωνιστής που τα έζησε… όλα (ήττα στον Γράμο, πολιτική προσφυγιά, σταλινικές “παραμορφώσεις”, κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”!), να θέτει, νικώντας τις τραυματικές του “αμφιθυμίες”, τα δάχτυλά του “επί τον τύπον των ήλων” με αμφίπλευρη ευθυκρισία. Παραμένοντας αμετάθετα ταγμένος στο σοσιαλιστικό του όραμα και αιρόμενος υπεράνω «προσαρμοστικών» σκοπιμοτήτων (όπως δεν…πολυσυνηθίζουν οι διανοούμενοι των μετανεωτερικών καιρών μας!).
Τα «βιογραφικά σημειώματα»: Είναι και αυτά, τα πιο πολλά, μικρά δοκίμια γενικότερης αισθητικής αποτίμησης του έργου των Ρώσων συγγραφέων και ειδικότερης κριτικής αναφοράς, συνήθως επιγραμματικά, στα ανθολογημένα διηγήματα και εκτενέστερα αφηγήματά τους, μαζί και με τα πολύ επιμελημένα ενημερωτικά τους στοιχεία. Όπου, οι καίριες θεωρήσεις του δίνουν το αξιολογικό στίγμα τους τόσο στα όρια της ρωσικής γραμματείας όσο και πέραν αυτής, όταν πρόκειται για λογοτέχνες παγκοσμίου διαμετρήματος. Όπως ήταν και πολλοί απ΄αυτούς, έστω κι αν, πλην ελαχίστων, δεν τιμήθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (όσο κι αυτό, με τα κριτήρια που απονέμεται, μπορεί να είναι έγκυρο μέτρο αξιολογικής διάκρισης).
Συμπληρώνοντας τα λίγα για τα «σημειώματα», θα προσθέσω πως αρκετά απ΄αυτά, όχι μόνο για τους μεγάλους του «χρυσού αιώνα» (Πρώτος τόμος) αλλά και για τους εξέχοντες των άλλων περιόδων (Δεύτερος τόμος), υπερβαίνοντας κατά πολύ τα συνήθη τέτοιων κειμένων, είναι πολύ ενδιαφέροντα προπλάσματα αισθητικο/κριτικών μονογραφιών, με ευρύτερες θεωρητικές διαστάσεις και σηματοδοτήσεις. Με ιδιαιτέρως ξεχωριστό, ανάμεσά τους, το «σημείωμα» για τον Σολζενίτσιν.
Κι αυτό γιατί, εκτός από την τολμηρή και καθαρή αισθητική αποτίμηση του λογοτεχνικού του έργου, με ειδικότερη φιλολογική προσέγγιση της νουβέλας: « Η αυλή της Ματριόνας», αγγίζει και όλα τα επίμαχα πολιτικο/θεωρητικά «συμπαρομαρτούντα» της πολύ ιδιάζουσας, απ΄όλες τις πλευρές, περίπτωσής του. Και τα αγγίζει με την πνευματική ευθύνη αριστερού διανοούμενου με άποψη, που την καταθέτει χωρίς ιησουίτικους «αποχρωματισμούς» αλλά και με αμφίπλευρη, όπως έχω σημειώσει, ευθυκρισία.
Από τον Πούσκιν στον Τσέχωφ
Με οφειλόμενη την (όποια) αναφορά στο δοκίμιο: “Η τέχνη της μετάφρασης στην πεζογραφία”, που είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη στην όλη θεωρητική επένδυση της “Ανθολογίας”, θα ολοκληρώσω την ελλειπτική «παρουσίασή» της, απλά «υποψιαστική» των όσων κομίζει, με μία εμμέσως αποτιμητική εξομολόγησή μου για την μεταφραστική της ποιότητα.
Όπου, χωρίς γνώση της ρωσικής γλώσσας και μελετητική θητεία στη ρωσική λογοτεχνία, που θα μου επέτρεπαν αντιστοιχιστική συνεξέταση της επίδικης αισθητικής λειτουργίας μετάφρασης και πρωτοτύπων, θα αρκεστώ να πω, με δεδομένο πάντοτε πως κάθε λογοτεχνική μεταφραστική δημιουργία έχει και την αυτόνομη αισθητική της ιδιαιτερότητα: Πρώτον: Ότι ζήλεψα, ως φιλόλογος, τη λειτουργική απλότητα του μεταφραστικού λόγου της «Ανθολογίας», την λιτή του καλλιέπεια, με το πολύ διακριτικό λογοτεχνικό άρωμα. Που, με οδηγητικό κριτήριο την αισθητική του λειτουργία και τη βίωσή της, είναι καθεαυτός πολύ ποιοτικός λογοτεχνικός λόγος.
Δεύτερον: ότι απόλαυσα αισθητικά τον μοναδικό πλούτο διηγήματος και νουβέλας της μεγάλης ρωσικής λογοτεχνίας, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αριστουργήματά της, όπως πολύ ενδεικτικά: “Η πιστολιά” του Πούσκιν, “Το λιβάδι του Μπέζιν” του Τουργκένιεφ, “Ο άγριος τσιφλικάς” του Σαλτικώφ – Στσεντρίν, “Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς” του Τολστόι, “Η γριά Ιζεγκίλ” του Γκόρκι, “Ο Ιόνιτς” του Τσέχωφ, “Ο ατσάλινος λάρυγγας” του Μπουλγκάκωφ, “Η αυλή της Ματριόνας” του Σολζενίτσιν.
Οπότε, εντέλει, αν τονίσω επιλογικά πως, χάρη στη λογοτεχνική της ποιότητα, όπως βιώνεται και επιβεβαιώνεται απ΄την αισθητική της λειτουργία, αλλά και χάρη στην θεωρητική επένδυσή της, που φωτίζει το αισθητικό βάθος όλης της ρωσικής λογοτεχνίας, η δίτομη «Ανθολογία Ρωσικού Διηγήματος», του Γιάννη Μότσιου, μοναδικά εκλεκτού «πρεσβευτή» της ρωσικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα αλλά και της ελληνικής λογοτεχνίας στη Ρωσία, είναι μεταφραστικός πλούτος για τα γράμματά μας, να μη θεωρηθεί υπερβολή.