Από τι πέθαιναν οι αρχαίοι Έλληνες
14/02/2023Δύο άρθρα ισάριθμων αμερικανικών ιστοσελίδων, τα οποία είχαν τίτλο «Από τι πέθαιναν οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι», στοιχεία από τα οποία έχουν αναπαραχθεί και σε ελληνικά μέσα, ανέφεραν ως βασικές αιτίες θανάτου την βρεφική θνησιμότητα, τους πολέμους, την πανούκλα, ακόμα και τον αλκοολισμό και τα αφροδίσια.
Ανατρέξαμε στις πηγές των άρθρων και διαπιστώσαμε ότι σχεδόν όλες αφορούσαν στην Ρώμη και στα μεταχριστιανικά χρόνια ως επί το πλείστον. Δεν υπάρχει δηλαδή ούτε ένα στοιχείο που να τεκμηριώνει… τον αλκοολισμό και τα αφροδίσια στην κλασική αρχαιότητα, και όλα αποτελούν εικασίες με βάση την κατάσταση που επικρατούσε εν γένει στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Το λογικό συμπέρασμα, που πάντως ούτε αυτό τεκμηριώνεται λόγω έλλειψης γραπτών στοιχείων, είναι ότι πολλοί πρόγονοί μας πέθαιναν στη γέννα ή σε μικρή ηλικία από αρρώστιες, και αν τα κατάφερναν μέχρι τα 20, πέθαιναν κυρίως σε περιόδους επιδημιών ή από τυχαίες λοιμώξεις και αρκετοί άνδρες, χάνονταν σε μάχες. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία για την κλασική αρχαιότητα, οι Αμερικανοί αρθρογράφοι, θεωρώντας τη φράση “αρχαία Ελλάδα” πιο ελκυστική ή “πιασιάρικη” για τα δημοσιεύματά τους, “κότσαραν” τους αρχαίους Έλληνες πριν από τους Ρωμαίους, κι ας ήταν τα περισσότερα –αν όχι και όλα– τα στοιχεία τους από ρωμαϊκές πηγές.
Αναφέρονται μάλιστα και σε μια ρωμαϊκή απαγόρευση της εορτής της Βακχείας το 186 π.Χ., ως ένδειξη του κινδύνου του αλκοολισμού. Αυτό εντούτοις αφορούσε περιορισμένες περιοχές, ήταν προσωρινό και το κίνητρο ήταν πολιτικό. Συγκεκριμένα, η γιορτή με το πολύ κρασοπότι ήταν πιο δημοφιλής σε λαϊκές γειτονιές με πολλούς μετανάστες ή πρώην δούλους και πάντως φτωχούς Λατίνους, οπότε υπήρχε ο κίνδυνος σε κάποια τέτοια οργιαστική εορτή, occasione data, να πυροδοτείτο και κάποια κοινωνική εξέγερση. Παρατηρείτο επίσης έξαρση εγκληματικότητας και δολοφονιών κατά τις γιορτές αυτές στις λατινόφωνες επαρχίες –αυτή η έξαρση αναφέρθηκε τότε στην Σύγκλητο μαζί με τα ποικίλα όργια που λάβαιναν χώρα.
Οι πόλεμοι
Αν και γίνεται αναφορά στους πολέμους ως πρωταρχική αιτία θανάτου, δεν λαμβάνεται υπ΄όψη η θνησιμότητα των γυναικών. Αυτές πέθαιναν σχετικά νωρίς, επειδή γεννοβολούσαν διαρκώς. Αν δεν πέθαιναν σε κάποια γέννα, ο οργανισμός κάποια στιγμή τσάκιζε. Από τι; Από πολλά, που δεν τα ξέρουμε. Ουδείς ασχολήθηκε με το θάνατο της μάνας επαρκώς. Επίσης άλλο προσδόκιμο ζωής είχε ο ταλαιπωρημένος αιχμάλωτος ή δούλος και άλλο ο πολίτης. Άλλη αντοχή θα έχει στον πόλεμο ο φτωχός Αθηναίος και άλλη ο πλούσιος και καλοζωισμένος. Τουτέστιν, ακόμα και αυτά που αναφέρονται για τους άνδρες είναι αμφισβητήσιμα, γιατί οι αρθρογράφοι αναφέρονται σε σχεδόν αμιγώς ρωμαϊκά δεδομένα και εκστρατείες.
Στην Ελλάδα σκοτώθηκαν πολλοί –άγνωστο πόσοι– στους πολέμους με τους Πέρσες και στους εμφυλίους, όμως ακόμα και στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι μεγαλύτερες απώλειες καταγράφηκαν λόγω της φοβερής επιδημίας στην πολιορκημένη Αθήνα, παρά στα πεδία των μαχών. Εξάλλου στον ελλαδικό χώρο τα μεγέθη ήταν μικρότερα από τα των λατίνων. Με εξαίρεση επίσης τον Τρωικό Πόλεμο, αλλά και όσα περιγράφει ο Ξενοφών στην «Κύρου Ανάβαση», οι Έλληνες δεν αναλώνονταν σε μακροχρόνιες εκστρατείες σε πολύ μακρινά μέρη μέχρι την εμφάνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επίσης, αν και πολλοί γίνονταν μισθοφόροι για να βιοπορισθούν, είναι άγνωστο το ποσοστό των ανδρών που κατατάσσονταν σε ξένους στρατούς για οικονομικούς λόγους και τελικά σκοτώνονταν.
Τα αμερικανικά άρθρα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα αναφέρουν ότι οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στοίχισαν περίπου 200.000 ζωές μέσα σε 13 χρόνια. Εντούτοις, σύμφωνα με τις πηγές ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία του με 37.000 άνδρες μόνον. Στη μάχη της Ισσού αναφέρονται 41.000 άνδρες, ενώ στον περσικό στρατό 100.000 άνδρες. Πιθανόν το αμερικανικό άρθρο να αθροίζει τους νεκρούς και από τα δύο στρατόπεδα. Αντικειμενικά εξάλλου, για να σκοτωθούν 200.000 ‘Έλληνες σε μάχες, θα έπρεπε να είχε γίνει αφαίμαξη όλων των ελληνόφωνων.
Στην Αθήνα για παράδειγμα, που ήταν η μεγαλύτερη πόλη, ζούσαν περίπου 300.000 άνθρωποι, εκ των οποίων μάχιμοι πολίτες ήταν 50.000. Και αν η Αθήνα διέθετε μόνο 50.000, κάποιοι από τους οποίους ήταν και ηλικιωμένοι, οι άλλες πόλεις θα είχαν πάρα πολύ μικρότερους αριθμούς στρατευσίμων. Υπήρχαν ασφαλώς και οι μη Αθηναίοι πολίτες άνδρες που πολεμούσαν, αλλά και πάλι “δεν βγαίνουν” τα νούμερα: για 200.000 νεκρούς σε μάχες, θα έπρεπε κάθε πόλη να είχε διαθέσει στις εκστρατείες το 100% των απαραιτήτων πολιτών της, χρήσιμων εξάλλου και στη γεωργία και στο εμπόριο. Επιπλέον, οι ρωμαϊκοί πόλεμοι ήταν πολύ πιο εξοντωτικοί. Στους τρεις πολέμους με τους Καρχηδονίους φέρεται να σκοτώθηκαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Ίσως αυτό το νούμερο παρασύρει τους αρθρογράφους και για τις ελληνικές εκτιμήσεις όσον αφορά τις πολεμικές απώλειες. Στο δια ταύτα: πολύ πιθανόν να σκοτώνονταν όντως πολλοί Έλληνες σε μάχες, όμως αυτό δεν προκύπτει από ντοκουμέντα.
Τα χημικά όπλα της εποχής
Οι πόλεμοι, όπως και το εμπόριο, αύξαναν τη μετάδοση ασθενειών στην κλασική αρχαιότητα. Παράλληλα τα έλη αποτελούσαν ένα μόνιμο πρόβλημα λόγω των κουνουπιών και της ελονοσίας. Παρεμπιπτόντως στη Μεγάλη Ελλάδα, ο στρατηγός Ερμοκράτης των Συρακουσίων μηχανεύθηκε το 415 π.Χ. τρόπο να αποκλείει τους εχθρούς Αθηναίους επί μεγάλο διάστημα σε περιοχές με βάλτους, για να τους εξοντώσει η ελονοσία, όπερ και εγένετο -οι Αθηναίοι ηττήθηκαν. Δεν ξέρουμε αν η ελονοσία έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο. Αργότερα οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν και τα ποντίκια στο πόσιμο νερό των εχθρών, όμως αυτό είναι άλλο θέμα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι ιοί και τα βακτήρια. Η φυματίωση π.χ. μπορεί όντως να σκότωσε πολλούς στον τόπο μας. Και πάλι όμως είναι αμφίβολο ότι “θέριζε” στην αρχαιότητα όσο κατά το μεσαίωνα και μέχρι τον περασμένο αιώνα. Ο πληθυσμός όλου του ελληνόφωνου κόσμου ήταν κατά κάποιες εκτιμήσεις όλος κι όλος 40 εκατ. σε Ασία, Ελλάδα, Μεγάλη Ελλάδα και βόρειο Αφρική. Η πυκνότητα πληθυσμού πολύ μικρή, το κλίμα εύκρατο και η αρχιτεκτονική των σπιτιών “ανοιχτή”. Αυτά τα στοιχεία μείωναν την ευκολία μετάδοσης. Εντούτοις δεν την απέτρεπαν ολότελα δυστυχώς.
Ο Ιπποκράτης αναφέρει ότι στη Θάσο η φυματίωση (φθίσις) ήταν η πιο θανατηφόρα επιδημία, επί των ημερών του εκεί. Έγραφε μάλιστα οι γιατροί να μην φροντίζουν από κοντά ασθενείς τελικού σταδίου φυματίωσης, γιατί θα κολλούσαν και θα πέθαιναν και οι ίδιοι. Τα αμερικανικά άρθρα γράφουν ότι «στην αρχαία Ρώμη και Ελλάδα πολλοί ενήλικες πέθαιναν από ιλαρά και ευλογιά», όμως αναφέρονται στις επιδημίες των Αντωνίνων και Κυπριανού το 165 μ.Χ. και το 249 μ.Χ.
Αυτές αφ΄ενός δεν αφορούσαν στην αρχαία Ελλάδα χρονολογικά, αφ΄ ετέρου σκότωσαν 5-10 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή το 10-15% του πληθυσμού της κατά τη γνώμη των ξένων αρθρογράφων. Όμως αν και υπάρχει το στοιχείο ότι στη Ρώμη πέθαιναν 3.000 άνθρωποι την ημέρα και στην Αλεξάνδρεια κατέληξε το 50% του πληθυσμού της, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για την επίπτωση αυτών των επιδημιών στην Ελλάδα. Θεωρείται ότι “τις αρρώστιες τις έφεραν στρατιώτες από την Ανατολή” και λογικά δεν γλίτωσε η πατρίδα μας από αυτές, όμως δεν υπάρχουν ντοκουμέντα επ΄αυτού.
Ο λοιμός
Υπάρχει αναφορά στο λοιμό που έδωσε την χαριστική βολή στους Αθηναίους το 430 π.Χ. κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν πέθανε και ο Περικλής. Εκείνη η επιδημία πιθανόν να οφείλετο σε τυφοειδή πυρετό και οι Αμερικανοί αναφέρουν ότι πέθαναν τότε 70.000 έως 100.000 Έλληνες από τους 500.000 πολιορκημένους που ζούσαν μέσα στα τείχη των Αθηνών. Αυτό πιθανόν να συνιστά υπερβολή, γιατί από άλλες πηγές ξέρουμε ότι ο πληθυσμός της Αττικής στα χρόνια της ακμής των Αθηνών ήταν όλος κι όλος 350.000. Σίγουρα πάντως ήταν μεγάλο πλήγμα για την Αθήνα.
Εν συνεχεία αναφέρεται και η απειλή της χολέρας και της διφθερίτιδας αλλά και της ελονοσίας, εντούτοις για την τελευταία τα στοιχεία αφορούν κυρίως στην Αίγυπτο, στην βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Φυσικά μπορεί να ευσταθούν οι εικασίες ότι ισχύουν για την Ελλάδα, όμως αυτό δεν τεκμηριώνεται. Για τα αφροδίσια νοσήματα δεν υπάρχει καμία σαφής καταγραφή που να δείχνει ότι αποτελούσαν βασική αιτία θανάτου ανδρών ή γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας.
Αυτά τα νοσήματα πιθανόν περιγράφονται εν μέρει από τον Ιπποκράτη, αλλά όσον αφορά την σύφιλη τουλάχιστον, εκφράζεται η θεωρία ότι ήρθε στην Ευρώπη το μεσαίωνα από την Αμερική. Υπήρχε ένα νόσημα που αναφερόταν ως λέπρα των γεννητικών οργάνων σε λατινικά γραπτά, χωρίς να ταυτίζεται με σιγουριά με την σύφιλη. Επειδή, εν τω μεταξύ, στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείτο ως αντισυλληπτικό βότανο το σίλφιο ή το μάραθο, που έχει και αντιμικροβιακές ιδιότητες, πιθανόν οι άνδρες και οι γυναίκες της εποχής εκείνης να προστατεύονταν παρεμπιπτόντως και από αφροδίσια ή σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Καρκίνος
Για τον καρκίνο οι ειδικοί πιστεύουν πλέον ότι σίγουρα υπήρχε και στην αρχαιότητα. Έλληνες ερευνητές, όπως ο καθηγητής Αριστοτέλης Κούζης που το 1902 βραβεύθηκε για την σχετική εργασία του («Ο καρκίνος παρά τοις αρχαίοις Έλλησιν ιατροίς») τεκμηρίωνε ότι ο καρκίνος ως νόσημα είχα καταγραφεί, αλλά σίγουρα δεν αποτελούσε την κύρια αιτία θανάτου. Υπάρχουν στοιχεία για καρκίνο των οστών και άλλων οργάνων το 1200 π.Χ. στην Αίγυπτο, ενώ αναφέρονται και προσπάθειες θεραπείας του.
Αναφέρεται παρεμπιπτόντως ότι ο Έλληνας γιατρός Δημοκήδης έσωσε από καρκίνο του μαστού την σύζυγο του Δαρείου (Ηρόδοτος, Ιστορία Γ), και παρότι κάποιοι εκτιμούν ότι επρόκειτο για φλεγμονή του μαστού και όχι για κακοήθεια, αυτό στην ουσία δεν μπορεί κανείς να το πιστοποιήσει. Θεωρείται ότι ήταν γνωστός ο καρκίνος των πνευμόνων, των γεννητικών οργάνων, του μαστού και του δέρματος.
Πάντως λίγοι πέθαιναν από καρκίνο στην αρχαιότητα, γεγονός που επιβεβαιώνει έμμεσα ότι ο βαθμός στον οποίο προσβάλλει σήμερα την ανθρωπότητα οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και όχι στο ότι ο γεροντικός πληθυσμός είναι πολλαπλάσιος της αρχαιότητας. Το ότι ήταν σπάνια νόσος επιβεβαιώνεται κυρίως από το γεγονός ότι δεν έχουν εντοπισθεί ίχνη καρκινινών εξαλλάξεων ούτε στο ένα τοις χιλίοις των σκελετών που βρέθηκαν σε ανασκαφές.
Ναρκωτικά
Οι αρθρογράφοι αναφέρονται και στη χρήση ναρκωτικών, αλλά και πάλι επικεντρώνονται στους Ρωμαίους, χαρακτηρίζοντας τοξικομανή τον Μάρκο Αυρήλιο. Τα γραφτά του Ηροδότου δείχνουν ότι η χρήση ναρκωτικών ουσιών δεν συνηθιζόταν στην Ελλάδα, αλλά ίσως με τις ρωμαϊκές κατακτήσεις “πολλά να άλλαξαν” καθώς εισάγονταν πολλά βότανα και φυτά με φαρμακευτικές και ψυχοτρόπες ιδιότητες από την Ασία.
Οι αρθρογράφοι αποδίδουν την ύπαρξη εξαρτημένων ατόμων στην χρήση αυτών των φαρμάκων για πολλές αρρώστιες, όμως και πάλι αυτό δεν τεκμηριώνεται από γραπτά στοιχεία για την Ελλάδα. Στα Ελευσίνια μυστήρια πιθανότατα γίνονταν χρήση παραισθησιογόνων ουσιών, αλλά αυτό είναι λίγο πολύ γνωστό και για τις ιέρειες στα μαντεία της Ελλάδας, όμως σίγουρα δεν αφορούσε τον γενικό πληθυσμό και δεν ήταν μεταξύ των βασικών αιτίων θανάτου.
Η βρεφική θνησιμότητα
Μεγάλο πρόβλημα στην κλασική αρχαιότητα, χωρίς όμως κι αυτό να τεκμηριώνεται από στοιχεία, είναι η αυξημένη περιγεννητική θνησιμότητα, λεχώνων και βρεφών. Το αμερικανικό άρθρο αναφέρει χωρίς να παραπέμπει σε συγκεκριμένη πηγή ότι «οι Έλληνες του 4ου π.Χ. αιώνα και οι Ρωμαίοι του 1ου αιώνα π.Χ. έπρεπε να θεωρούν δεδομένου ότι αν έκαναν έξι παιδιά, τα δύο δεν θα ξεπερνούσαν το ένα έτος ζωής και το τρίτο δεν θα προλάβαινε να ενηλικιωθεί».
Όλες οι έρευνες για το θέμα αυτό, τεκμαίρουν πως πέθαινε το ένα τρίτο των παιδιών προτού φθάσει στην εφηβεία στηριζόμενες σε μια γενική “στατιστική” στην περιοχή της Μεσογείου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που ακόμα κι αυτή αποτελεί εικασία με τη σειρά της, γιατί ουσιαστικά στηρίζεται σε δεδομένα του 18ου αιώνα τα οποία μεταφέρει αυθαίρετα στην αρχαιότητα.
Μπορεί ασφαλώς να είχαμε στην αρχαία Ελλάδα την ίδια υψηλή βρεφική θνησιμότητα με τη Ρώμη ή την Αιγυπτο και την Καρχηδόνα, όμως αυτό δεν τεκμηριώνεται. Απεναντίας τεκμηριώνεται ότι στην Ρώμη και στην Περσία ήταν περιζήτητοι οι Έλληνες γιατροί, που σημαίνει ότι σε κάτι πρέπει να τα πηγαίναμε καλύτερα. Ο Δημοκήδης ουσιαστικά απήχθη για τις ιατρικές υπηρεσίες του στην αυλή των Περσών ηγεμόνων και οι Ρωμαίοι όχι μόνον δανείστηκαν και υιοθέτησαν ως θεό τους τον Ασκληπιό, αλλά έδιναν το δικαίωμα του πολίτη και άνοιγαν με κρατικά έξοδα κλινικές σε Έλληνες χειρουργούς.