Από την Παξινού στον Λάνθιμο – Το ελληνικό άρωμα στα Όσκαρ
10/03/2024Τα φετινά Όσκαρ έχουν ελληνικό άρωμα. Ο Γιώργος Λάνθιμος εξασφάλισε τη δεύτερη οσκαρική υποψηφιότητα του στην κατηγορία της Σκηνοθεσίας, μετά την “Ευνοούμενη” του 2019. Πρόκειται για τον απόλυτο θρίαμβο, αν αναλογιστεί κανείς ότι η ταινία του “Poor Things” είναι υποψήφια για 11 συνολικά Όσκαρ και ο Έλληνας σκηνοθέτης πλέον έχει έξι οσκαρικές υποψηφιότητες στην καριέρα του. Τεράστιο επίτευγμα, αν αναλογιστεί κανείς ότι στα 96 χρόνια του θεσμού, ελάχιστοι Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής καλλιτέχνες διεκδίκησαν το χρυσό αγαλματάκι, πόσο μάλλον έφυγαν με αυτό.
Την αρχή έκανε ο Ερμής Παπαναγιωτόπουλος σχεδόν έναν αιώνα πριν. Ο γνωστός χορογράφος με το ψευδώνυμο Hermes Pan είχε γεννηθεί στο Μέμφις του Τενεσί το 1909. Ο πατέρας του ήταν Έλληνας μετανάστης από τα Καλάβρυτα και η μητέρα του Ιρλανδή. Ερωτεύτηκαν παράφορα και έτσι γεννήθηκε ο Ερμής! Από μικρός λάτρεψε τον κινηματογράφο, το τραγούδι και τον χορό. Το ταλέντο του ήταν τέτοιο που στη βιομηχανία του θεάματος έγινε γνωστός ως ο άνθρωπος που έμαθε στον Φρεντ Αστέρ να χορεύει και αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία όταν κέρδισε το Όσκαρ για τις χορογραφίες της ταινίας “A Damsel in Distress”, το μακρινό 1936.
Είναι μία κατηγορία η οποία πλέον δεν υπάρχει στα Όσκαρ. Τότε, όμως, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και ο Παν είχε προταθεί σε αυτήν και το 1934 για το μιούζικαλ “Top Hat” και ένα χρόνο αργότερα για το “Swing Time”. Τελικά κέρδισε το πολυπόθητο χρυσό αγαλματίδιο το 1937. Ο Ερμής ήταν χορευτής, ηθοποιός και χορογράφος. Ένας ταλαντούχος, σεμνός και χαμηλών τόνων καλλιτέχνης που λειτούργησε ως “η ψυχή” των μεγάλων musical της Χρυσής Εποχής του Hollywood, συνεργαζόμενος με τον Φρεντ Αστέρ. Ο τελευταίος συνήθιζε να λέει ότι «ο Ερμής είναι ο άνθρωπός μου, ο άνθρωπος πίσω από όλες τις ιδέες μου».
Γνωρίστηκαν σε ένα δοκιμαστικό, στα στούντιο RKO το 1933, εκεί όπου γυριζόταν η ταινία “Flying down to Rio”. Η συνεργασία τους διήρκησε δεκάδες χρόνια και περιλαμβάνει 17 ταινίες μεγάλου μήκους. Δικαίως, λοιπόν, έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα στα βιβλία ιστορίας του Χόλιγουντ. Δεν είναι μονάχα ότι ο Ερμής σκηνοθετούσε τις χορογραφίες του Αστέρ, χόρευε στο πλευρό του, αλλά λόγω και της φυσικής ομοιότητάς τους συχνά τον ντούμπλαρε. Μεταξύ άλλων ήταν και εκείνος που προετοίμαζε την Τζίντζερ Ρότζερς, ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει με επιτυχία το γύρισμα. Οι δυο τους περνούσαν ατελείωτες ώρες στις πρόβες, ενώ ο Αστέρ ερχόταν μονάχα για την τελική με ελάχιστη υπομονή. Ο ίδιος ο Ερμής είχε, άλλωστε, πει μεταξύ αστείου και σοβαρού: «Με τον Fred ήμουν η Ginger και με την Ginger ήμουν ο Fred».
Γιώργος Τσακίρης
Πολλά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1961, ένας ακόμα Ελληνοαμερικανός, ο Γιώργος Τσακίρης, ανέβαινε στην σκηνή για να παραλάβει το χρυσό αγαλματίδιο στην κατηγορία Β ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο “West Side Story” του Ρόμπερτ Γουάιζ. Γεννημένος στο Οχάιο, από Έλληνες μετανάστες γονείς, ο Τσακίρης σπούδασε στην Αμερικανική Σχολή Χορού και με το ρόλο του Μπερνάρνο κατάφερε να γίνει ο πρώτος ηθοποιός που απέσπασε Όσκαρ, για έναν αμιγώς χορευτικό ρόλο.
Είχε ξεχωρίσει λίγα χρόνια νωρίτερα και ως ένας από τους χορευτές που πλαισίωναν την Μέριλιν Μονρόε στο νούμερο “Diamonds are girl’s best friend” στην ταινία “Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές”. Σε συνέντευξή του είχε μιλήσει με τεράστιο θαυμασμό για την ηθοποιό, περιγράφοντας πόσο αφοσιωμένη ήταν στις πρόβες, αλλά και πόσο όμορφη ακόμα και χωρίς ίχνος μακιγιάζ. Ο Τσακίρης συνέχισε να εργάζεται και στις δεκαετίες ‘του 70 και του ’80, περισσότερο στην τηλεόραση.
Συμμετείχε σε σειρές όπως Wonder Woman, Medical Center, Χαβάη 5-0, Ντάλας και στη σαπουνόπερα Σάντα Μπάρμπαρα. Στη δεκαετία του 1990 αποσύρθηκε και ακόμα και σήμερα, παρά την προχωρημένη του ηλικία, δημιουργεί κοσμήματα από ασήμι. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην κατηγορία του δεύτερου ανδρικού ρόλου υπήρξαν υποψήφιοι, δίχως τελικά να κερδίσουν και άλλοι δύο σπουδαίοι Eλληνοαμερικανοί ηθοποιοί: ο Τέλι Σαβάλας για τον “Βαρυποινίτη του Αλκατράζ” και ο Κρις Σάραντον για το “Σκυλίσια Μέρα”.
Κατίνα Παξινού
Αυτή που νίκησε, όμως, ήταν η Κατίνα Παξινού. Ήταν 2 Μαρτίου του 1944 και η 16η τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στο κινέζικο θέατρο “Grauman”, στο Λος Άντζελες. Μέχρι τότε τα Όσκαρ διοργανώνονταν σε εστιατόρια ξενοδοχείων. Στο κοινό ήταν επίσης για πρώτη φορά στρατιώτες και νοσοκόμες που υπηρετούσαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τον τρόπο αυτό η ακαδημία ήθελε να επιβραβεύσει τις προσπάθειές τους. Μία ακόμα πρωτιά εκείνης της βραδιάς σημειώθηκε από την Παξινού, η οποία παρέλαβε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία “Για ποιον χτυπάει η καμπάνα”, που ήταν μεταφορά του λογοτεχνικού έργου του Χέμινγουει. Η Ελληνίδα ηθοποιός είχε υποδυθεί την Ισπανίδα Πιλάρ και η υπόθεση εξελισσόταν στον Ισπανικό Εμφύλιο…
Η μεγάλη ηθοποιός αφιέρωσε το βραβείο στους συνεργάτες της και στην Ελλάδα , που βρισκόταν υπό καθεστώς κατοχής. Αξίζει να αναφερθούμε στην πρώτη της άρνηση, όταν οι παραγωγοί την εντοπίζουν, της τηλεφωνούν, στο ξενοδοχείο της, στην Νέα Υόρκη. «Ο συνομιλητής μου, με ρώτησε από την άλλη άκρη του ακουστικού, εάν είχα παίξει στον κινηματογράφο. Απάντησα “όχι”. Με ρώτησε τότε αν ήθελα να πάω στο Χόλιγουντ και απάντησα πάλι “όχι”. Τέλος, με ρώτησε, αν θα ήμουν διατεθειμένη να λάβω, εν πάση περιπτώσει μέρος σε ένα φιλμ της Paramount. Kαι απάντησα πάλι “όχι”», διηγήθηκε χρόνια αργότερα σε μία συνέντευξή της. Ευτυχώς για όλους άλλαξε γνώμη!
Βασίλης Φωτόπουλος
Το 1964 το Όσκαρ Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης κερδίζει ο Βασίλης Φωτόπουλος για τον θρυλικό “Ζορμπά” του Μιχάλη Κακογιάννη. Ανεβαίνοντας στην σκηνή, η κάμερα “πιάνει” τον Άντονι Κουίν να χειροκροτά ενθουσιασμένος. Ο Βασίλης Φωτόπουλος γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1934. Σπούδασε ζωγραφική με τον καλαματιανό ζωγράφο Βαγγέλη Δράκο κι έμαθε βυζαντινή αγιογραφία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του και τον αδελφό του, Διονύση Φωτόπουλο, επίσης διακεκριμένο σκηνογράφο και ενδυματολόγο.
Πρωτοδούλεψε στο θέατρο ως βαφέας σκηνικών στα θέατρα “Ακροπόλ” και “Μπουρνέλλη” και πρωτοεμφανίστηκε ως σκηνογράφος το 1958, στην παράσταση της κωμικής όπερας του Περγκολέζι “Η υπηρέτρια κυρά”, που ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Συνεργάστηκε αργότερα με κάποια από τα σημαντικότερα θέατρα Ευρώπης. Μετά την κατάκτηση του Όσκαρ, το τοποθέτησε πάνω από το… καζανάκι της τουαλέτας.
Θεώνη Βαχλιώτη και Ολυμπία Δουκάκης
Η Θεώνη Βαχλιώτη Όλντριτζ κατέκτησε το χρυσό αγαλματίδιο το 1974 για τη δουλειά της ως ενδυματολόγος στην ταινία “Υπέροχος Γκάτσμπι” του Τζακ Κλέιτον με πρωταγωνιστές την Μία Φάροου και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Η ίδια ήταν υποψήφια και το 1962 και για την “Φαίδρα”, καθώς και το 1960 για το “Ποτέ την Κυριακή”. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η μητέρα της έφυγε από τη ζωή όταν εκείνη ήταν ακόμα μικρή. Την μεγάλωσε ο πατέρας της που ήταν στρατιωτικός γιατρός. Μετά την αποφοίτησή της μετακόμισε στην Αμερική για να σπουδάσει θέατρο στην περίφημη σχολή Goodman στο Σικάγο. Η μεγάλη της αγάπη, όμως, ήταν τα ρούχα, οπότε διέπρεψε φτιάχνοντας τα ρούχα των σπουδαστών για τις ερασιτεχνικές παραστάσεις της σχολής. Η γνωριμία της με τον Ελία Καζάν εκτόξευσε την καριέρα της που διήρκησε σχεδόν έξι δεκαετίες.
Αν και η Ολυμπία Δουκάκης γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι γονείς της ήταν από τη Λέσβο και την Πελοπόννησο, ενώ η ίδια σεβόμενη τις ρίζες της αρνήθηκε να αλλάξει το επώνυμό της, παρά τις πιέσεις των μάνατζερ της. Έτσι θεωρήθηκε εθνική διάκριση η νίκη της, στην 60η τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ. Η ταινία “Moonstruck”, μία από τις πιο επιτυχημένες χολιγουντιανές ρομαντικές κομεντί που γυρίστηκαν ποτέ, της χάρισε το βραβείο Β΄ Γυναικείου ρόλου. Η ίδια σκεφτόταν «μακάρι να ήταν εδώ ο πατέρας μου», τη στιγμή που το κοινό την αποθέωνε.
Γαβράς, Παπαθανασίου, Χατζιδάκις και Ψυχογιός
Ο Κώστας Γαβράς γεννήθηκε και μεγάλωσε στη µετεµφυλιακή φτωχή Ελλάδα, ενώ ανδρώθηκε καλλιτεχνικά στη Γαλλία, όπου και εξελίχθηκε σε βασικό εκπρόσωπο του πολιτικού κινηµατογράφου. Έφτασε στα Όσκαρ μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού “Ζ”. Το “Z” υπήρξε υποψήφιο σε πέντε οσκαρικές κατηγορίες και εν τέλει κέρδισε δύο αγαλματίδια, αυτά της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και Καλύτερου Μοντάζ. Στην αυτοβιογραφία του ο σπουδαίος σκηνοθέτης περιέγραψε την εμπειρία της εκδήλωσης, αλλά και την τότε γνωριμία του με την εντυπωσιακή Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Το 1981 ο Βαγγέλης Παπαθανασίου κερδίζει το χρυσό αγαλματίδιο για τη μουσική του στην ταινία “Δρόμοι της Φωτιάς”, μία ταινία που αναφέρεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού το 1924. Παρά την τεράστια διάκριση, ο συνθέτης δεν ήταν παρών στην απονομή, γιατί… φοβόταν να μπει σε αεροπλάνο! Δεν ήταν η πρώτη φορά που Έλληνας κέρδιζε Όσκαρ σε αυτή την κατηγορία.
Ο Μάνος Χατζιδάκις τιμήθηκε από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου το 1961 με το Όσκαρ για το Καλύτερο Πρωτότυπο Τραγούδι της ταινίας “Τα Παιδιά του Πειραιά”, αλλά… ούτε αυτός παραβρέθηκε στην τελετή απονομής. Οι παρουσιαστές αμήχανοι περίμεναν αδίκως κάποιον να εμφανιστεί προσπαθώντας να καλύψουν το χρόνο με χιουμοριστικές ατάκες. «Είναι ο κύριος Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα;» ρώτησε η παρουσιάστρια των βραβείων Τραγουδιού για να πάρει απάντηση λίγο αργότερα από τον Μπομπ Χόουπ: «Έρχεται με λεωφορείο από τη Γιουγκοσλαβία…».
Ο βασικός παρουσιαστής της βραδιάς, Μπομπ Χόουπ, πήρε στα χέρια του το Όσκαρ του Χατζιδάκι, λέγοντας χαρούμενος: «Περίμενα πάντα αυτή τη στιγμή…»! Λίγες μέρες αργότερα η Ακαδημία απέστειλε το Όσκαρ με το Ταχυδρομείο, αλλά το χρυσό αγαλματίδιο χάθηκε στη διαδρομή! Όταν ο Χατζιδάκις φωτογραφήθηκε κρατώντας το Όσκαρ δεν ήταν αυτό που έγραφε το όνομά του, αλλά εκείνο που δανείστηκε από την Παξινού για ανάγκες της φωτογράφισης. Η Ακαδημία Κινηματογράφου του έστειλε ένα αντίγραφο.
O Λούι Ψυχογιός το 2009 κέρδισε Όσκαρ για το ντοκιμαντέρ του “The cove”. Σε αυτό αποκάλυψε την φρικιαστική αλήθεια πίσω από την συνεχιζόμενη σφαγή των δελφινιών στην Ιαπωνική πόλη Ταϊτζί και την διάθεση του δηλητηριασμένου από υδράργυρο κρέατός τους στην αγορά. Γεννήθηκε στην Αμερική από γονείς μετανάστες με καταγωγή από τη Σπάρτη. Η μεγάλη του αγάπη υπήρξε ανέκαθεν η φωτογραφία, την οποία από χόμπι στην αρχή τη μετέτρεψε με μεγάλη επιτυχία σε επάγγελμα. Οι φωτογραφίες του φιλοξενούνται σε δεκάδες περιοδικά, μεταξύ αυτών τα “Τime”, “Νewsweek”, “Fortune” και “Sports Ιllustrated”. Πλέον έχει κερδίσει το προσωνύμιο «ο Τζέιμς Μποντ των ωκεανών» λόγω της δράσης του, αλλά και της εντυπωσιακής εμφάνισής του.