Από τις “φελινικές” νύχτες στο Fofi’s στο Δυτικό Βερολίνο δεν είχε λείψει κανείς…
31/10/2022Το εστιατόριο Fofi’s στο άλλοτε Δυτικό Βερολίνο και οι “φελινικές” νύχτες σε αυτό έχουν αποτυπωθεί στις σελίδες της εφημερίδας New York Times και του ιταλικού περιοδικού Panorama. Το γερμανικό Spiegel σε άρθρο του 1989 ισχυρίστηκε ότι στα τραπέζια του Fofi’s και ανάμεσα στα χειροποίητα ντολμαδάκια, καταστρώθηκε η πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Μέχρι και ο συγγραφέας κατασκοπευτικών βιβλίων Τζων Λε Καρέ αναφέρεται στο εμβληματικό εστιατόριο που δημιούργησε η Φώφη Ακριθάκη το 1976 και επί σχεδόν δύο δεκαετίες αποτέλεσε σημείο συνάντησης της ευρωπαϊκής διανόησης και τέχνης, με πινελιές πολιτικής, Χόλυγουντ και μόδας. Το στέκι αυτό που άφησε τη δική του σφραγίδα στις δεκαετίες του 1970 και 1980, αλλά και η ιστορία που το συνοδεύει αναγεννάται, αυτή τη φορά στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Κουμπάρη. Το εστιατόριο του μουσείου άνοιξε ξανά, έχοντας συνεργαστεί αυτή τη φορά με το Αρχείο Ακριθάκη για να ζωντανέψει την ατμόσφαιρα που προσέλκυσε σημαίνουσες προσωπικότητες από κάθε γωνιά του κόσμου.
Το πρώην Δυτικό Βερολίνο, πριν από την πτώση του Τείχους, συγκαταλεγόταν μαζί με τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο στις πόλεις που δεν κοιμούνταν ποτέ. Ήταν ο καθρέφτης του Δυτικού Κόσμου, με την Ομοσπονδιακή Γερμανία να μην τσιγκουνεύεται σε ό,τι είχε να κάνει με την ευημερία των κατοίκων του. Τα νέα ζευγάρια που παντρεύονταν έπαιρναν άτοκα δάνεια, η φορολογία ήταν χαμηλότερη, καινοτόμες επιχειρήσεις ξεφύτρωναν λόγω των πλούσιων επιδοτήσεων και το κοινωνικό κράτος ήταν πιο αναπτυγμένο από πουθενά αλλού.
Μαγευτικό, φωτεινό, πολύχρωμο και μοντέρνο, το Δυτικό Βερολίνο διέθετε μία εντυπωσιακή καλλιτεχνική και μουσική σκηνή, η οποία είχε εμπνεύσει καλλιτέχνες, όπως ο Ντέιβιντ Μπάουι και ο Ίγκι Ποπ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ακόμα και σήμερα θεωρείται πρόδρομος της τέκνο μουσικής. Η κινηματογραφική παραγωγή επίσης ανθούσε και όλη η πληθώρα καλλιτεχνών, τουριστών και εναλλακτικού πλήθους τα βράδια γέμιζε τις σάλες εστιατορίων και μπαρ που συναγωνίζονταν το ένα το άλλο.
Fofi’s, ένα εμβληματικό εστιατόριο
Μέσα στη νυχτερινή εκείνη ψυχαγωγική μυσταγωγία δέσποζε το εστιατόριο της Φώφης Ακριθάκη. Στεγασμένο στον αριθμό 70 της οδού Fasanenstrasse, εκεί που βρίσκεται η χρηματιστηριακή αγορά σ’ ένα επιβλητικό και υπερσύγχρονο οικοδόμημα, σχεδιασμένο από τον διάσημο Άγγλο αρχιτέκτονα Νιcholas Grimshaw, στην οδό 85, δίπλα στο μεγαλύτερο ανάκτορο του Βερολίνου, που πήρε το όνομά του από τη βασίλισσα Charlotte.
Η επίσημη ονομασία του “Εστιατόριον” είχε επισκιαστεί από το παρατσούκλι με το οποίο έγινε γνωστό: Fofi’s εμπνευσμένο από την γοητευτική και πληθωρική ιδιοκτήτριά του. Και να σκεφτεί κανείς ότι έτσι είχαν αρχικά σκεφτεί να το ονομάσουν, αλλάζοντας γνώμη τελευταία στιγμή, ώστε να μην είναι τόσο προσωπικό. Η Φώφη, όμως, αποδείχθηκε το μεγαλύτερο άσετ της επιχείρησης. Η αύρα, το στυλ και η προσωπικότητά της επισκίασε τα πάντα. Τριγυρνούσε κάθε βράδυ ως τέλεια Ελληνίδα και συνάμα απόλυτη κοσμοπολίτισσα οικοδέσποινα. Σαν μαέστρος έμοιαζε να διευθύνει το ανομοιογενές πλήθος, την αλλόκοτη και συνάμα γοητευτική αυτή ανθρωπογεωγραφία, πιάνοντας κουβέντα με την αφρόκρεμα του παγκόσμιου καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου, μέχρι τον άφραγκο φοιτητή φιλοσοφίας.
Είχε μαγέψει τον Άλαν Μπέιτς, ο οποίος τότε γύριζε ταινία εκεί. Η σημαντική καλλιτέχνιδα και εικαστικός Ρεμπέκα Χορν ανήκε στη μόνιμη πελατεία, έχοντας το δικό της τραπέζι. Το ίδιο και ο ηθοποιός Ούντο Ζάμελ και ο Ελβετός σκηνοθέτης θεάτρου Λυκ Μπόντι. Τακτικός θαμώνας και ο Άντι Γουόρχολ, ο οποίος είχε φιλοτεχνήσει και ένα μενού. Ο Μπράιαν ντε Πάλμα είχε απολαύσει πολλάκις χαλαρά βράδια εκεί, ενώ ο Χένρι Μίλερ και ο Ρόμπερτ ντε Νίρο είχαν πιεί τα ποτά τους και είχαν βυθιστεί σε υπαρξιακές συζητήσεις, αλλά και αφεθεί στο ανέμελο περιβάλλον του χώρου.
Ο Φράνσις Μπέικον έπινε με τις ώρες, καθισμένος μόνος σε ένα τραπέζι. Έμενε επί έναν μήνα στην πόλη. Φεύγοντας της χάρισε και ένα έργο του. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον που θα ερχόταν στο Βερολίνο για τα γυρίσματα μιας ταινίας έστειλε προσωπικό μήνυμα στη Φώφη Ακριθάκη. «Σε παρακαλώ, αγαπητή μου, κράτησέ μου αυτό το τραπέζι για τον επόμενο μήνα». Μία βραδιά συνέφαγαν η Τζούλι Κρίστι, ο Μάικλ Ντάγκλας, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ και ο Μόργκαν Φρίμαν. Φίλοι της Φώφης έγιναν στην πορεία ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Ομάρ Σαρίφ, ο Τομ Χανκς, ο Έλτον Τζον, ο Ρομπέρτο Μπενίνι και πολλοί ακόμα. Δεν έλειπαν και οι Έλληνες, όπως ο Ιόλας που ήταν αδυναμία της ιδιοκτήτριας, η Μελίνα Μερκούρη, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Λευτέρης Βογιατζής και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Από το μαγαζί πέρασαν και τα σούπερ μόντελ της εποχής εκείνης, από την Κλόντια Σίφερ μέχρι την Ιμάν.
Fofi’s: Ένα μαγαζί εικαστικός ναός…
Επί δύο δεκαετίες το Fofi’s διατήρησε τα σκήπτρα ενός εκ των πλέον εμβληματικών μαγαζιών του Βερολίνου: Ελιτίστικο και οικείο, κυριλέ και παρεΐστικο, κλασάτο και κουλτουριάρικο. Δεν είχε πόρτα. Είχε, όμως, μία σχεδόν μαγική ικανότητα να προσελκύει εκλεκτές παρέες και να απωθεί τους παρείσακτους.
Ήταν η προσωπικότητα της Φώφης Ακριθάκη, αλλά και η παρουσία του Άλεξ Ακριθάκη, ο οποίος παρουσίαζε εκθέσεις με μεγάλη ανταπόκριση στο βερολινέζικο κοινό. Η παρουσία του συνέβαλε στη μοναδικότητα του μέρους εκείνου, με έναν γνωστό θαμώνα να λέει κάποια χρόνια νωρίτερα ότι ο διάσημος εικαστικός «δεν έχανε ευκαιρία για να καταργήσει τους κανόνες της αστικής ευπρέπειας που άρμοζαν σε αυτό το κοσμοπολίτικο εστιατόριο».
Ήταν εκείνος που είχε επιμεληθεί τη διακόσμησή του με εκκεντρικά φωτιστικά, γκριζοπράσινους τόνους και έργα τέχνης στους τοίχους. Η δημιουργική του τρέλα, αν και ενθουσίαζε τους Γερμανούς, έβγαζε κατά καιρούς από τα ρούχα της την Φώφη, η οποία τον είχε ουκ ολίγες φορές κυνηγήσει με το τακούνι. «Έβγαζα το τακούνι. Όταν έβλεπα ότι ετοίμαζε κάτι. Έβγαζα τη γόβα και ορμούσα πάνω του και στον φίλο του τον Χαρίση και τους χτυπούσα με το τακούνι», είχε διηγηθεί γελώντας.
Το εστιατόριο της οικογένειας Ακριθάκη λειτούργησε σαν σανίδα σωτηρίας σε μία εποχή γεμάτη λάμψη, αντιφάσεις και ιδεολογικές εντάσεις. Στάθηκε σταθερό, όπως ένας καλός φίλος, παρέχοντας μία ζεστή αγκαλιά, ένα γευστικό πιάτο, ένα καλό ποτό, τυλιγμένα όλα αυτά με μία όαση τέχνης σε κάθε γωνιά, σε κάθε τοίχο, σε κάθε λεπτομέρεια. Δεν ήταν, άλλωστε, μυστικό ότι ανερχόμενοι ζωγράφοι αντιμετώπιζαν το μαγαζί σαν εικαστικό ναό, βγάζοντας ακόμα καβαλέτο και πινέλα κατά τη διάρκεια του δείπνου.
Όταν κάποιος από αυτούς δεν είχε χρήματα, η Φώφη τον κερνούσε, λατρεύοντας τη μποέμικη διάθεση που κουβαλούσε το πλήθος αυτό. Έλληνες μετανάστες, φοιτητές χτυπούσαν διαρκώς την πόρτα του, ζητώντας δουλειά. Η Φώφη είχε μετατραπεί σε άτυπο προστάτη κάθε νεοφερμένου στην πόλη. Το μαγαζί έφτασε να λάβει μυθικές διαστάσεις. Έγινε συνώνυμο με την ιδιαίτερα εναλλακτική αύρα μίας πόλης που βίωνε τεκτονικές αλλαγές. Έκλεισε οριστικά τον Ιούλιο του 1995.
Ποιο ήταν το ζεύγος Ακριθάκη
Η Φώφη γεννήθηκε στο Κάιρο. Μετακόμισε στην Αθήνα, εργάστηκε ως ιδιαιτέρα του εφοπλιστή Γουλανδρή και έζησε στο Λονδίνο για πέντε χρόνια. Ο Αλέξης Ακριθάκης γεννήθηκε στην Αθήνα από μία εύπορη οικογένεια της εποχής, που ήταν εγκατεστημένη στο Κολωνάκι. Ο ίδιος έδειξε από νωρίς την αντισυμβατική του φύση. Είχε, μάλιστα, αποβληθεί σχεδόν από κάθε σχολείο που είχε φοιτήσει.
Η καλλιτεχνική του φύση δεν άργησε να φανεί. Σχεδίαζε στο ιστορικό καφενείο “Βυζάντιο”, καταβροχθίζοντας λογοτεχνία και ποίηση. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο Κολωνάκι, αλλά ο έρωτάς του φούντωσε στην Αίγινα. Παντρεύτηκαν και έφυγαν για το Βερολίνο, με την υποτροφία που είχε πάρει ο Ακριθάκης. Σε μία σπάνια συνέντευξη της θυμόταν τις συναρπαστικές εκείνες εποχές. «Ήμασταν όλη μέρα στους δρόμους και διαδηλώναμε. Ήμασταν όλοι ένα. Εκείνη την εποχή δε μπορούσες παρά να είσαι αυτό».
Είχαν διάφορους φίλους μεταξύ αυτών μία παρέα Αυστριακών που τους είχαν διώξει από την χώρα επειδή είχαν ουρήσει την αυστριακή σημαία. Η Φώφη άνοιξε ένα μικρό μπαράκι, το Exil. Ακολούθησε το Fofi’s. «Ήτανε hit από την αρχή. Ένα ολόλευκο μαγαζί, ασυνήθιστο τότε για το Βερολίνο. Ήμουνα περισσότερο οικοδέσποινα παρά εστιατόρισσα. Ήταν το πιο γλεντζέδικο κομμάτι της ζωής μου. Το καλύτερο. Και το πιο δημιουργικό. Έμεινα εκεί 20 χρόνια».
Πριν τον θάνατό της, η Φώφη Ακριθάκη είχε παραδεχτεί ότι το κλείσιμο του μαγαζιού της ήταν μία «πικρή ιστορία». Ειδικά μετά το τεράστιο πάρτι που δόθηκε, ως φόρος τιμής σε αυτές τις δύο δεκαετίες. Δεν έλειψε κανείς. Δήλωνε βέβαιη ότι αν λειτουργούσε ακόμα σήμερα θα παρέμενε δημοφιλές, καθώς πού αλλού μπαίνει ο θαμώνας να αναζητά την ιδιοκτήτρια με το μικρό της όνομα. Έτσι, έμπαιναν οι πελάτες στο μαγαζί, ρωτώντας τους σερβιτόρους «πού είναι η Φώφη;».
Μπορεί η Φώφη να μην υπάρχει πια, ούτε και το εστιατόριο που δημιούργησε, αλλά η κόρη της Χλόη Ακριθάκη έχει φροντίσει ώστε το πνεύμα και των δύο γονιών της να παραμείνει ζωντανό. Αυτή είναι, άλλωστε, που έκανε και την εγκατάσταση μαζί με τον Αλέξιο Παπαζαχαρία στο νέο εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη. Εκεί που μπορεί κανείς μέσω των 75 εκθεμάτων να ταξιδέψει στον χρόνο με συνδαιτυμόνες τους αβαν γκαρντ καλλιτέχνες του Βερολίνου, τον Κολ, τον Γκένσερ, τον Χόλμπρουκ, τον αρχηγό της Μοσάντ, τον Γουόρχολ, τον Μπέικον και μία ανθρωπογεωγραφία που ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Ίσως αν κλείσει τα μάτια του να μπορέσει να ακούσει και τον ήχο της μηχανής του Αλέξη Ακριθάκη, με την οποία μπούκαρε μέσα στο μαγαζί ή τις παρέες να τα σπάνε όλα και ζωγράφιζαν μετά τα τραπεζομάντηλα. Μην σας μπούν, όμως, τέτοιες ιδέες…