Απόμερο στη μνήμη καλοκαίρι
27/05/2024Καλοκαίρι. Μόλις τέλειωσε το αλώνισμα . Έδεσαν τα δύο μουλάρια κάτω από την σκιά της μεγάλης καστανιάς, τα πότισαν και τους κρέμασαν απ’ τον λαιμό από ένα σακούλι με καρπό. Η μάνα είχε επιστρέψει νωρίτερα στην καλυβένια κουζίνα για να ετοιμάσει το φαγητό. Έβαζε στα τσίγκινα πιάτα την φασολάδα κι εγώ εξάχρονη κι έμπειρη να μην μου χύνεται στο δρόμο, παρέδιδα το ονοματισμένο από εκείνη πιάτο ανάλογα με τις ανάγκες του καθ’ ενός.
Μετά οι άνδρες, όπως τους αποκαλούσε, τον πατέρα και τα έφηβα αγόρια αδέρφια μου, ξάπλωναν στο κατώι που είχε δροσιά για να συνεχίσουν μετά το λίχνισμα του σιταριού. Αυτή ήταν η ώρα που μπορούσα να παίξω. Τα παιδιά των φτωχών και αγροτικών οικογενειών και μάλιστα την δεκαετία του εβδομήντα, δεν είχαμε δικαιώματα παιδικής και εφηβική ηλικίας. Έτρεξα λοιπόν στις ξαδέρφες μου, ένα σπίτι πιο πέρα από το δικό μας στον μαχαλά. Διαπίστωσα ότι είχαν ξεκινήσει ήδη να στήνουν το παιχνίδι κάτω απ’ το γενναιόδωρο ίσκιο του γέρικου πουρναριού.
«Έλα! Κοίτα! Βρήκαμε αυγά χελώνας, θα τα θάψουμε με άχυρα να τα ζεσταίνει ο ήλιος και θα βγουν χελωνάκια, είναι τρία, θα έχουμε από ένα», μου είπαν. «Ωραία, φώναξα μ’ ενθουσιασμό, αλλά πώς θα ξεχωρίζουμε ποιο είναι της καθεμιάς»;
Απλώθηκε σιωπή για λίγο.
«Το βρήκα, είπα ξαφνικά, θα μαζέψουμε λουλούδια σε τρία χρώματα και μ’ αυτά θα βάψουμε η κάθε μια το δικό της αβγό». «Ναι, συμφώνησαν μ’ ενθουσιασμό»! Τρέξαμε στην άκρη του χωραφιού. Στα χείλη του αυλακιού φύονταν διάφορα αγριολούλουδα.
Εγώ βρήκα ένα σε χρώμα λιλά, έκοψα μερικά άνθια, η άλλη κάτι κίτρινες μαργαρίτες, η τρίτη ένα άγριο γεράνι σε κόκκινο χρώμα. Τα πήραμε, τρέξαμε πίσω στη σκιά κι αρχίσαμε μ’ επιμονή να στύβουμε με το χέρι μας το λουλούδι και με το χρωματιστό ζουμί, έβαφε η κάθε μια στο αυγό της.
Η προσήλωση στο έργο μάς είχε συνεπάρει. Αφού τα πασαλείψαμε με λιωμένα λουλούδια, τα μεταφέραμε προσεκτικά, τα βάλαμε σ’ ένα μικρό σκάμμα που δημιουργήσαμε μ’ ένα ξύλο, καλύψαμε την μικρή γούρνα με λίγα άχυρα κι από πάνω πάλι αποθέσαμε μια λεπτή στρώση άχυρο, για να μην τα βλέπουν τα πουλιά και τα φάνε.
«Τώρα θα πρέπει να περιμένουμε και να παρακολουθούμε κάθε μέρα, πότε θα βγουν τα χελωνάκια μας», συμφωνήσαμε όλες. Ξαφνικά, κάτι ακούσαμε να κινείται μέσα απ’ την πυκνή βλάστηση στην άκρη του φράχτη. Σταματήσαμε να μιλάμε. Κρατούσαμε και την αναπνοή μας ακόμα.
Τρομάξαμε, καθώς είχαμε πάντα το νου μας στα φίδια. Αρκετά καιροφυλακτούσαν μέσα στα χόρτα. Κοιταχτήκαμε βουβά περιμένοντας σ’ ετοιμότητα μέχρι να δούμε τι θα ξεπροβάλλει. Γιατί, αν ήταν φίδι θα έπρεπε να το βάλουμε στα πόδια και να φωνάξουμε κάποιον μεγάλο. Οι κανόνες ήταν αυστηροί και οι οδηγίες πολύ συγκεκριμένες. Απαγορευόταν ρητά να τους αγνοεί οποιοσδήποτε, πόσο μάλλον εμείς που ήμασταν παιδιά. Μας τους είχαν επισημάνει πολλές φορές, ήταν καθοριστικοί για την ίδια την επιβίωσή μας.
Φάνηκαν αιώνες τα λεπτά αναμονής, μέχρι που αντιληφτήκαμε το νωχελικό περπάτημα μιας μεγάλης χελώνας. Τα βλέμματα χαλάρωσαν ανακουφισμένα αφού είχαμε αποφύγει τον κίνδυνο. «Είναι η χελώνα που ψάχνει τ’ αυγά της», είπα και με πλημμύρισαν ενοχές. «Κάναμε μεγάλο κακό, της πήραμε τ’ αυγά, αυτά θα ήταν τα παιδιά της».
«Και πού το ξέρεις εσύ, ότι είναι δικά της τ’ αυγά; Εμείς τα βρήκαμε πιο μακριά από δω. Εξάλλου μπορεί να είναι αρσενική αυτή που έρχεται». Αυτό ήταν παρήγορο για μένα. Ναι, δε θα είναι δικά της είπα μέσα μου, για να καταπραΰνω το συναίσθημα που μ‘ έπνιγε.
Τα παιδιά και η χελώνα
Το ξεπέρασα εύκολα και το παιχνίδι συνεχίστηκε. Έπρεπε τώρα να προστατέψουμε την αυτοσχέδια φωλιά με κάθε τρόπο. Ξαμοληθήκαμε τριγύρω κι αρχίσαμε να μαζεύουμε ξυλαράκια για να φτιάξουμε φράχτη γύρω της, ώστε να μην την πατήσει κανένας άνθρωπος ή ζώο. Αφού βρήκαμε μερικά, βαλθήκαμε με μία πέτρα να τα μπήγουμε στο χώμα για να στερεωθούν καλά για να δημιουργηθεί ο φράχτης.
«Ναι, αλλά δε βάλαμε σκεπή, πετάγεται η ξαδέρφη μου», που ήταν λίγο πιο μεγάλη. Αλληλοκοιταχτήκαμε πάλι με προβληματισμό. «Να βάλουμε φύλλα», είπε η πιο μικρή.
«Όχι, αυτό δεν είναι σκεπή, της απαντά άλλη, εκτός αν είναι από κολοκυθιά που είναι μεγάλα». Επικράτησε ενθουσιασμός. Αμέσως τρέξαμε σε όλες τις κολοκυθιές, που κρέμονταν στην άκρη του τοίχου. «Να, αυτό το μεγάλο να κόψουμε»!
Τα χέρια μας γέμισαν ψιλά αγκάθια απ’ την κολοκυθιά και απομακρυνθήκαμε νικημένες. Καταλήξαμε στο αυλάκι. Αρχίσαμε να τα τρίβουμε τα χέρια μας με λάσπη, για να φύγουν τ’ αγκάθια. Για όλα υπάρχει ένα αντίδοτο. Το μαθαίναμε εμπειρικά.
Αφού απάλυνε ο πόνος, ξανασυντονιστήκαμε για να λύσουμε το πρόβλημα της σκεπής. «Το βρήκα, φωνάζω μ’ ενθουσιασμό. Να πάμε στο σωρό με τα ξύλα, να πάρουμε μια μεγάλη φλούδα δέντρου, από κείνες που έχει η μάνα σας για προσάναμμα».
Τρέξαμε κατευθείαν στο σωρό. Πράγματι, ανάμεσα στα ξύλα βρήκαμε μια μεγάλη φλούδα. Την έπιασε η μεγάλη ξαδέρφη, καθώς ήταν ψηλότερη απ’ όλες μας. Αυτή η φλούδα, ναι. Ήταν κατάλληλη για σκεπή. Ξαφνικά, την πέταξε μακριά τσιρίζοντας.
«Αχ, είναι γεμάτη μυρμήγκια», φώναξε κι άρχισε να τα διώχνει με το άλλο χέρι της. Αλλά εκείνα ατάραχα συνέχιζαν την πορεία τους. Είχαν πλημμυρίσει την παλάμη της και προχωρούσαν προς τον αγκώνα. Ορμήσαμε πάλι στο αυλάκι, βούτηξε το χέρι μες το νερό ως τον αγκώνα και τα μυρμήγκια παρασύρθηκαν, απ’ το ορμητικό νερό μονομιάς. Ο θάνατός τους, η λύτρωσή της. Τώρα, όμως, έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο για να μεταφέρουμε τη φλούδα στη φωλιά, χωρίς να την πιάσουμε. Πήραμε, λοιπόν, ένα μακρύ ξύλο και την σύραμε σπρώχνοντας, ως τη φωλιά. Τη βάλαμε όπως – όπως από πάνω. Η φωλιά ήταν έτοιμη. Από την επόμενη θα περιμέναμε να δούμε τα χελωνάκια να ξεπροβάλουν.
Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα νωρίς, έτρεξα στο σπίτι των εξαδέλφων, πήγαμε στη φωλιά μας, μα ήταν άδεια, μόνο μερικά τσόφλια είχαν μείνει, κάποιο ζώο έφαγε το βράδυ τ’ αυγά. Δεν είπα τίποτα. Μόνο έφυγα κλαίγοντας σιωπηλά , σκουπίζοντας με την ανάποδη του χεριού μου δάκρυα και μύξα. Σούρνοντας τις μοναδικές μου σαγιονάρες, απογοητευμένη, πικραμένη πήγαινα για τις δουλειές που μου αναλογούσαν. Στο βάθος μου όμως, κάτι καινούριο έψαχνα, μια ιδέα για καινούριο παιχνίδι, που θα επιβεβαίωνε και θα επιβράβευε τις ικανότητές μου. Μ’ αυτά στο νου φούσκωνα από περηφάνια κι ελπίδα, συνεχίζοντας να σέρνω τις κακοποιημένες σαγιονάρες μου.