Buzzheart: Τρόμος αλά ελληνικά με πολλές ελλείψεις
24/09/20242024 | 110’ | Ελλάδα | Θρίλερ
Ο Αργύρης, ένας ντροπαλός 19χρονος, γνωρίζει τη Μαίρη, μια κοπέλα τελείως έξω από τα κυβικά του. Της ζητά δειλά να βγουν και προς μεγάλη του έκπληξη αυτή δέχεται και τον καλεί αμέσως για ένα τριήμερο στο εξοχικό των γονιών της, όπου τον παρουσιάζει ως το αγόρι της.
Οι γονείς της Μαίρης όμως σύντομα του εκμυστηρεύονται πως η κόρη τους αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και πως, προκειμένου να βεβαιωθούν πως ο Αργύρης είναι το κατάλληλο ταίρι για αυτήν, θα πρέπει να τον υποβάλλουν σε κάποια τεστ συμπεριφοράς. Η Μαίρη, από την άλλη, του εξηγεί πως η μητέρα της ήταν λαμπρή επιστήμων της πειραματικής συμπεριφορικής ψυχολογίας στις ΗΠΑ μέχρι τα τέλη των ’70 και τον παροτρύνει να κάνει ό,τι του πουν.
Μια σειρά συμπεριφορικών -και άλλων- τεστ ξεκινά, σχεδόν κωμικά στην αρχή, σύντομα όμως τα τεστ γίνονται όλο και πιο τρομακτικά και επικίνδυνα, ενώ σκηνές του παρελθόντος που έρχονται στο φως αρχίζουν να αποκαλύπτουν μια οικογενειακή δομή με εντελώς αντίθετες μεταξύ τους ισορροπίες. Ο Αργύρης γίνεται πειραματόζωο στο όνομα της αγάπης, προσπαθώντας να επιβιώσει. Κανείς όμως δεν είναι αυτό που φαίνεται και ενώ ένα σκοτεινό μυστικό αρχίζει να ξετυλίγεται, το τριήμερο στην εξοχή μετατρέπεται σε ένα πραγματικό πεδίο μάχης που θα τους σημαδέψει όλους.
Η επιστροφή του Ντένη Ηλιάδη στην εγχώρια κινηματογραφία όφειλε να είχε δώσει ένα πιο άρτιο αποτέλεσμα. Κάτι που πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι πως ταινίες σαν το “Buzzheart” δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, τη στιγμή που εδώ και χρόνια ξεπετάγονται από τα πιο απρόσμενα μέρη του πλανήτη. Και μπορεί η horror φιλμογραφία του Ηλιάδη να μην έχει επιδείξει κάτι εντυπωσιακό με εξαίρεση το “Τελευταίο Σπίτι Αριστερά”, αλλά παρακολουθώντας το “Buzzheart”, είναι σαφές ότι οι αδυναμίες του οφείλονται σε παράδοξες και εύκολα αντιμετωπίσιμες επιλογές και όχι στην έλλειψη σκηνοθετικών δυνατοτήτων.
Το “Buzzheart” είναι μια αμερικανοτραφής ταινία τρόμου, από αυτές που παρακολουθούμε ευχάριστα ακόμα και όταν γνωρίζουμε εξαρχής ότι το αποτέλεσμα έχει μηδαμινό ενδιαφέρον. Είναι αλλόκοτο, περίεργο, και η ιστορία πατάει σε μια ξεκάθαρη συνθήκη όπου μια κοπέλα ζητά από έναν άγνωστο να παραστήσει το αγόρι της σε μια τριήμερη εκδρομή στο απομονωμένο εξοχικό των γονιών της. Το άμεσο πρόβλημα του σεναρίου είναι πως κανένας διάλογος δεν βγάζει νόημα στα ελληνικά, κάθε λέξη ακούγεται ξύλινη, σαν μια κακή μετάφραση ενός αμερικανικού σεναρίου. Έχει ξεχάσει τόσο πολύ ο Ηλιάδης πώς να μιλάει τη μητρική του γλώσσα; Και προφανώς είναι κάτι που δεν βοηθάει στις ερμηνείες των ηθοποιών, ένα ακόμα τεράστιο ζήτημα.
Οι ερμηνεία του Buzzheart
Θα ξεκινήσω από την Εβελίνα Παπούλια, μια ικανότατη ηθοποιό με εξαιρετικά δείγματα τόσο στο θέατρο (“Βίκτωρ Βικτώρια”, “Hedwig and the Angry Inch”) όσο και στην τηλεόραση – ας ξεχάσουμε για μια στιγμή τους “Δύο Ξένους” και ας τη θυμηθούμε στο “Ασυνήθεις Ύποπτοι”. Κάνει μια υπέροχα άρτια δουλειά στο ρόλο της υπερπροστατευτικής μητέρας που κρύβει σκοτεινά μυστικά, ενάντια στις επιταγές του ασαφούς σεναρίου και της σκηνοθεσίας που της ζητά ελάχιστα πράγματα πέρα από έναν διαβολικό αέρα. Ο ανερχόμενος Κλαούντιο Κάγια εναλλάσσει με όμορφο τρόπο τις διαθέσεις του σκιαγραφώντας ένα τόξο συμπεριφοράς.
Μου είναι όμως αδιανόητο να καταλάβω τη λογική με την οποία ο Ηλιάδης κάνει το υπόλοιπο κάστινγκ. Η Κωνσταντίνα Μεσσήνη, παρόλη την προσπάθειά της και το ταιριαστό παρουσιαστικό της, δεν είναι ηθοποιός και αδυνατεί να αντιμετωπίσει την αλλόκοτη ατμόσφαιρα που επιχειρεί να δημιουργήσει ο Ηλιάδης. Η εισαγωγική σκηνή γνωριμίας της με τον Κάγια είναι στην καλύτερη περίπτωση άβολη, στερείται ατμόσφαιρας και είναι ολότελα φτιαχτή. Στον αντίποδα, ο Γιώργος Λιάντος έχει εγκαταλείψει την υποκριτική από το 1995 και είναι εκφωνητής διαφημιστικών κειμένων, με την παρουσία του στην ταινία να είναι απελπιστικά παράταιρη και να μην πείθει ούτε μια στιγμή ότι είναι ηθοποιός.
Το νόημα της προηγούμενης παραγράφου είναι πως ο Ηλιάδης κάνει μια ταινία είδους που στηρίζεται στον διάλογο για να εκφράσει την ιστορία της και στη δημιουργία αντιπροσωπευτικών σχέσεων εντός μιας οικογένειας, και όχι μια ταινία δημιουργού όπου η κάμερα παίζει τον ρόλο του αφηγητή και εκφραστή ιδεών. Επίσης είναι μια ταινία με τέσσερις μοναδικούς χαρακτήρες ισόποσης σημασίας. Ως εκ τούτου, η επιλογή του να επιλέξει αυτά τα δύο συγκεκριμένα ονόματα και όχι να δουλέψει και να καθοδηγήσει άτομα με ουσιαστική τριβή στην υποκριτική, είναι μια επιλογή ανεξήγητη, αψυχολόγητη και κάνει το μεγαλύτερο κακό στην ταινία του.
Για το πόσο καλύτερη ταινία θα μπορούσε να ήταν πραγματικά, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε, πάντως ο Ηλιάδης χειρίζεται την κάμερα με έναν τρόπο σχετικά άγνωστο στον ελληνικό κινηματογράφο, ελλείψει του είδους. Όχι μόνο έχει μια προσεγμένη και αρκετά ανεπτυγμένη σκηνογραφία που πείθει, αλλά και κάποιες σκηνές απλής δράσης που απαιτούν όμως γερές δόσεις πρακτικών εφέ για να επιτευχθούν. Εκεί γίνεται κάπως φανερός ο μειωμένος προϋπολογισμός σε σχέση με τους αμερικάνικους, αλλά ο Ηλιάδης ελίσσεται αρκετά καλά εντός αυτών των ορίων. Όσο για τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας και τον τρόπο που ενσωματώνονται στο σενάριο, θεωρώ πως είμαστε υπερβολικά εξοικειωμένοι με το αμερικάνικο είδος για να μας κάνουν την οποιαδήποτε εντύπωση, θετική ή αρνητική.
Σκηνοθεσία-Σενάριο: Ντένης Ηλιάδης, Πρωταγωνιστούν: Εβελίνα Παπούλια, Γιώργος Λιάντος, Κωνσταντίνα Μεσσήνη, Κλαούντιο Κάγια
Σε συνεργασία με το filmy