ΣΙΝΕΜΑ

“Δίχως στέγη, δίχως νόμο”: Μια ταινία για τις γυναίκες του 1980

"Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο": Μια εμβληματική ταινία για τις γυναίκες του '80, Χρήστος Ξένος

Ακόμα μία εξαιρετική επανέκδοση για τα υπέροχα θερινά σινεμά της πόλης, το θρυλικό “Δίχως στέγη, Δίχως νόμο” (Sans Toit ni Loi / Vagabond) της Ανιές Βαρντά (Agnès Varda) προκαλεί με την ωμότητα και την αυθεντικότητα των σκηνών και της ντοκουμενταρίστικης και road movie λογικής του. Η αφήγηση ακούγεται απλή: μία κοπέλα, η Μόνα, αρχικά αγνώστων στοιχείων, βρίσκεται νεκρή από το κρύο στη γαλλική ύπαιθρο.

Η ταινία την παρακολουθεί μέσα από δώδεκα ενότητες και μαρτυρίες ανθρώπων που την συνάντησαν πριν βρεθεί νεκρή. Ο τρόπος που αναπτύσσεται η αφήγηση εκπλήσσει με τα επίπεδα που οργανώνεται όλη η εξέλιξη, κυρίως προσπαθώντας να υπεισέλθει στην ψυχοσύνθεση ενός νέου κοριτσιού, που επιλέγει τη δεκαετία του 1980 να γυρίσει ελεύθερα στην γαλλική επαρχία, με ένα χίπικο στιλ, χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, χωρίς σταθερή στέγη και ύπνο, αναζητώντας την απόλυτη ελευθερία, έξω από την κατά Φρόυντ σύγχρονη “δυστυχία του πολιτισμού” που την πνίγει.

Οι στιγμές που η νεαρή Μόνα δείχνει αυτή τη δυσαρέσκειά της για τον σύγχρονο τρόπο ζωής δεν είναι πολλές στην ταινία, αλλά είναι λίγες και σημαντικές, ενώ συνεχώς αδιαφορεί για τους καθώς πρέπει ανθρώπους που συναντά, τον καλοβολεμένο τρόπο της ζωής τους ή τους τίτλους και τα επιτεύγματά τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με την καθηγήτρια πανεπιστημίου, με την οποία νιώθει ασφάλεια αλλά κανένα θαυμασμό στο έργο της, τη θέση της ή τη ζωή της.

Η Μόνα αδιαφορεί για τα χρήματα, για τη σταθερότητα, πνίγεται με τα αφεντικά, τη χειραγώγηση, τον τρόπο της σύγχρονης ζωής. Επιλέγει την απόλυτη ελευθερία γυρνώντας χωρίς κανένα σκοπό στην γαλλική ύπαιθρο και κοιμάται όπου βρει και με όποιους συναντήσει, χωρίς να τους επιλέγει στην ουσία αυτή. Μοιάζει σα να αφήνει ένα αόρατο χέρι να την καθοδηγεί και λέει στα περισσότερα ναι, πριν πει και τα όχι. Οτιδήποτε μοιάζει να δίνει σταθερότητα, τελικά το αποφεύγει.

Η Ανιές Βαρντά προέρχεται από τη λεγόμενη “αριστερή όχθη” της γαλλικής κινηματογραφικής παράδοσης ταινιών (Alain Resnais, η Agnès Varda και ο Georges Franju), ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1950, που με τη μικρού μήκους “La Pointe courte” (1955) χαρακτηρίζει έναν κινηματογραφικό μοντερνισμό, το ελλειπτικό μοντάζ, καθώς και τους φυσικούς χώρους γυρίσματος, τη χρήση μη ηθοποιών, ασυνήθιστους διαλόγους, τυχαίες βόλτες.

Μία συνταγή που τη ξαναβλέπουμε και στο “Δίχως στέγη, δίχως νόμο” τρεις δεκαετίες μετά. Παράλληλα υιοθέτησε μία φιλελεύθερη φεμινιστική οπτική εστιάζοντας σε θέματα που απασχόλησαν το φεμινιστικό κίνημα τη δεκαετία του 1970, όπως η άμβλωση και η μητρότητα (One Sings, the Other Doesn’t, 1976), αναπτύσσοντας, όπως και η Ντυράς (Marguerite Duras), έναν “γυναικείο μοντερνισμό”.

Στην ταινία “Δίχως στέγη, δίχως Νόμο” η Βαρντά επιλέγει να αναπτύξει αυτό τον ανορθόδοξο και αυτοκαταστροφικό τρόπο που επιλέγει να ζήσει η νεαρή γυναίκα, η Μόνα, ακολουθώντας την παράδοση του καλλιτεχνικού σινεμά που υπηρετεί, με τεχνικές στην κάμερα αποστασιοποίησης για τον γυναικείο χαρακτήρα που παρακολουθεί, με μία λιτότητα, απόσταση και σεβασμό στις επιλογές της. Η έννοια της γυναικείας μοντέρνας προοπτικής, με τη σύγκρουση παλαιότερων απόψεων για το ρόλο και τη θέση της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο, τη θέση της στις ερωτικές επιλογές, τον τρόπο που οι άντρες την αντιμετωπίζουν, επιδεικνύει και αυτή τη νέα εποχή προς τη γυναικεία χειραφέτηση, καθώς και μία κοινωνική και ταξική κριτική με ευθείες βολές στα κοινωνικά στερεότυπα.

Η Μόνα είναι “τσούλα” που τριγυρνάει από εδώ και από εκεί, που όμως θα την εκμεταλλευτούν σεξουαλικά, που τελικά θα βιαστεί, θα διωχτεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με όσους συναναστραφεί, ακόμα και αν όλα έδειχνα ευοίωνα στην αρχή. Ο τρόπος που απολαμβάνει την μοναχικότητά της στην ταινία, που δεν ενδιαφέρεται ούτε και για την ατομική της καθαριότητα, τρομάζει, ιδίως τους “κομ ιλ φο” (comme il faut) τύπους, που χαρακτηριστικά αποτυπώνει η Βαρντά, η οποία υπογράφει και το σενάριο, ενώ συμμετέχει και στο μοντάζ.

Ένας κόσμος αδιανόητος στην ψηφιακή εποχή

Στον απόηχο των χίπις της δεκαετίας του 1970, η δεκαετία του 1980 συνήθιζε να έχει αρκετό κόσμο που τριγυρνούσε με ένα backpack στην πλάτη, με λιγοστά ρούχα, μία ενσωματωμένη στο σακίδιο σκηνή, ένα sleeping bag, πολλές φορές κρεμασμένα παπούτσια στις άκρες ή καπέλα. Η λογική της εποχής είναι οι χωρίς κόστος μετακινήσεις με ωτοστόπ, αυτοσχέδιες επιλογές να στήσεις ελεύθερα μία σκηνή στην ύπαιθρο ή στις παραλίες, δουλειές του ποδαριού για λίγα χρήματα για τα ελάχιστα απαραίτητα του καθημερινού φαγητού.

Στην Ελλάδα τις δεκαετίες 1970, 1980 και 1990 υπήρχαν αρκετοί (συνήθως) ευρωπαίοι στη χώρα που ζούσαν παρόμοια, συνήθως σε φτηνά hostels, με δουλειές πρόχειρες (όπως κράχτες για τα hostels που τους έδιναν λίγα χρήματα και τζάμπα στέγη) και συνεχείς μετακινήσεις για να γνωρίσουν την κουλτούρα του τόπου όπου επέλεξαν να καταλήξουν. Συχνά οι άνθρωποι αυτοί κατέληγαν αλκοολικοί ή ναρκομανείς – κάτι που θίγει και η ταινία. Πολλές φορές, όμως, κατέληγαν με οικογένειες στον τόπο που βρέθηκαν ή επέστρεφαν στον τόπο τους γεμάτοι εμπειρίες.

Ένας κόσμος και ένας τρόπος που φαντάζει αδιανόητος στην ψηφιακή εποχή μας, με τα κινητά παντού, το GPS και το Google maps να σου δείχνει κάθε λεπτομέρεια και κάθε σπιθαμή στον κόσμο. Αυτή η ελευθερία να ανακαλύπτεις το άγνωστο, χωρίς προγραμματισμό και έλεγχο των πάντων αναβλύζει ελευθερία από την ταινία, και υπό αυτή την έννοια, ένας ακόμα λόγος που αξίζει να ειδωθεί η ταινία της Βαρντά.

Στην περίπτωση της Μόνα δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σκοπός, παρά η δυσφορία της για τον κόσμο και ο σύγχρονος τρόπος ζωής του, η ανάγκη της για απόλυτη ελευθερία, η ανάγκη της για να επιλέγει εκείνη πως θα ζει, με τον τρόπο που θα ζει, χωρίς κανόνες (νόμους), χωρίς αύριο. Αυτό το πληρώνει με την ίδια της ζωή, με μία κοινωνία, κυριολεκτικά να παρακολουθεί αδιάφορη.

Η αφήγηση κινείται σε μία λεπτή ισορροπία, και αυτό κάνει και την ταινία εξαιρετική, μεταξύ μίας οπτικής που δικαιώνει τη Μόνα ή που επιπλέει μεταξύ αδιαφορίας ή και ρυθμών της σύγχρονης ζωής και που σε αφήνει λίγο-πολύ έναν παρατηρητή που δεν μπορεί να επέμβει στη ζωή των άλλων. Ο θεατής είναι ο τελικός κριτής για την ευθύνη στο θάνατο της νεαρής. Η Μόνα δε ζητούσε βοήθεια, αλλά και όταν ζητούσε δεν απαιτούσε. Ζούσε στα περιθώρια της κοινωνίας, χωρίς παραβατικότητα, μάλλον πληρώνοντας το δίχως σκοπό τρόπο της, παρά το “δίχως στέγη”.

Μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας και η εμβληματική ερμηνεία της Σαντρίν Μπονέρ (Sandrine Bonnaire), που ενσωματώνει στο ρόλο αυτή τη φυσικότητα, μία ανεπιτήδευτη στάση, μία δυναμική περσόνα που δε χαρίζεται όταν χρειαστεί, μία άφοβη νεαρή που εντυπωσιάζει, χωρίς να εμπλέκει την μοναχικότητά της με τη σύγχρονη μάστιγα της μοναξιάς. Η ταινία θα βραβευτεί δίκαια με το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ η Σαντρίν Μπονέρ θα κερδίσει το βραβείο ερμηνείας στα γαλλικά βραβεία Σεζάρ.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx