“Ευτυχισμένοι Μαζί”: Μία ταινία για την μάχη με τα στερεότυπα
01/08/2025
Ο Φάι και ο Χο είναι δύο Κινέζοι εραστές οι οποίοι ταξιδεύουν μέχρι την Αργεντινή, όπου και χωρίζουν. Ο Φάι πιάνει δουλειά ως πορτιέρης σε μπαρ του Μπουένος Άιρες. Όταν ο Χο επιστρέφει στη ζωή του, δέχεται να τον φιλοξενήσει, όχι όμως και να ξαναγίνει εραστής του.
Οι άνθρωποι πρέπει να παλέψουν με τα στερεότυπα προκειμένου να ευτυχήσουν. Οι σύγχρονοι παγκοσμιοποιημένοι νομάδες παραπέμπουν ευθέως στους κλασικούς εικονογραφημένους «Αθλίους» του Βίκτωρα Ουγκώ, όσο κι αν θέλουμε να ωραιοποιήσουμε τις καταστάσεις για αισθητικούς τε και ψυχολογικούς λόγους. Οι ερωτικοί, πολιτισμικοί (και οικονομικοί) μετανάστες αναζητούν την τύχη τους σε άλλες χώρες, σε άλλα χωροχρονικά συμφραζόμενα προκειμένου να ανασάνουν αέρα Ελευθερίας.
Όμως, ας θυμηθούμε το θρυλικό ποίημα τού Μεγάλου Αλεξανδρινού Καβάφη «Η πόλις»:
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984).
Και το άλλο, το πιο ταιριαστό στην κινηματογραφική αυτή περίστασιν ομοερωτισμού:
Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.—
Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε·
«Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά
είμεθα — ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Σ’ το λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ
να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί.»
Ο άλλος τού είχε τάξει δυο φορεσιές, και κάτι
μεταξωτά μαντίλια.— Για να τον ξαναπάρει
εχάλασε τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες.
Ήλθε ξανά μαζί του για τες είκοσι λίρες·
μα και, κοντά σ’ αυτές, για την παλιά φιλία,
για την παλιάν αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.—
Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παλιόπαιδο σωστό·
μια φορεσιά μονάχα τού είχε κάμει, και
με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια.
Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντίλια,
και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.
Την Κυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν.
Στην πτωχική του κάσα τού έβαλε λουλούδια,
ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του και στα είκοσι δυο του χρόνια.
Όταν το βράδυ επήγεν — έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του ψωμιού του — στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζί: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.
[1929*]
“Ευτυχισμένοι Μαζί”
Πέρα όμως από την διάκριση των φύλων, οι ανθρώπινες σχέσεις χτίζονται πάντα περνώντας από τις ίδιες Συμπληγάδες, με την υπέρβαση των ίδιων εμποδίων, με την απάλυνση/εξομάλυνση των ίδιων δυσκολιών.
Καταλαβαίνω γιατί βραβεύτηκε αυτή η ταινία στη στροφή από τον εικοστό προς τον εικοστό πρώτο αιώνα: γιατί ήδη από την εναρκτήρια σκηνή αναβιώνει το στερεότυπο «παθητικός-ενεργητικός» / «γυναίκα – άντρας» έτσι ώστε να μπορεί να ταυτιστεί ο μέσος μικρομεσαίος θεατής και να βιώσει τις δικές του διαπροσωπικές δυσχέρειες μέσα από την ασφάλεια μιας καλλιτεχνικής αποστασιοποίησης. Η διαμεσολαβημένη εμπειρία πάντα βοηθάει να δούμε τις δικές μας περιοριστικές συνθήκες “out of the box” και να δραματοθεραπευτούμε δεόντως.
Προσωπικά, βαρέθηκα την τόση μιζέρια κι έφυγα πριν από το διάλειμμα. Όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Παρακολουθήστε το με περισυλλογή αυτό το σπάνιο κοινωνικοπολιτικό δείγμα τής Έβδομης Τέχνης.