Εγκλεισμός και προσδοκία – Το σπήλαιο του Πλάτωνα
10/04/2020Το έβδομο βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας ξεκινά με μιαν εικόνα η οποία –σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σωκράτη– αναπαριστά την ανθρώπινη φύση σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία. Πρόκειται για το μύθο του σπηλαίου, μια “περιπέτεια ψυχής” που περιγράφει τον εγκλεισμό του ανθρώπου και την έξοδό του στον κόσμο του φωτός. Αξίζει να τον ξαναδιαβάσουμε και, εστιάζοντας στους συμβολισμούς του, να αναζητήσουμε πιθανές αναλογίες με το δικό μας εγκλεισμό.
Σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που έχει την είσοδό της ανοιγμένη στο φως, ζουν από παιδιά άνθρωποι αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο. Πίσω τους, ψηλά και σε απόσταση, υπάρχει φωτιά αναμμένη και στο ενδιάμεσο ένας δρόμος, κατά μήκος του οποίου βρίσκεται ένας μικρός τοίχος, όπως τα παραπετάσματα των θαυματοποιών. Πίσω απ’ τον τοίχο περνούν άνθρωποι μεταφέροντας πάνω από το ύψος του κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και ομοιώματα ανθρώπων και ζώων. Οι σκιές τους προβάλλονται χάρη στο φως της φωτιάς στο βάθος του σπηλαίου, το μοναδικό οπτικό πεδίο των δεσμωτών.
Ανήμποροι να κινηθούν και περιοριζόμενοι στη φυσική τους όραση οι έγκλειστοι νομίζουν πως οι σκιές είναι τα ίδια τα αντικείμενα και ο αντίλαλος από τις ομιλίες εκείνων που κινούνται πίσω από το τοιχίο, η φωνή των σκιών. Κατ’ επέκταση, ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, θεωρούν αυτονόητη την αυθεντικότητά τους. Τα δεσμά τούς στερούν κάθε δυνατότητα κίνησης, αυτενέργειας και διεύρυνσης του οπτικού τους πεδίου. Προσωπική δράση δεν υφίσταται. Κυριαρχεί μόνον η όρασις, αλλά κι αυτή δεν είναι άλλο από παθητική παρατήρηση των συμβάντων, αναντίρρητη αποδοχή των δεδομένων των αισθήσεων, άγνοια, πλάνη.
Κάποια στιγμή, ένας από αυτούς κατορθώνει να ελευθερωθεί. Σηκώνεται, στρέφει το λαιμό του, περπατά, κοιτάζει προς το μέρος της φωτιάς και εν συνεχεία προς τα αντικείμενα που περιδιαβαίνουν το παρατείχισμα. Το πέρασμα από τη σκιά στο αισθητό είναι το πρώτο βήμα, η αρχή μιας ανοδικής, επίπονης και κοπιώδους πορείας προς τον κόσμο του νοητού, τον κόσμο του φωτός. Μιας πορείας, η οποία καταλήγει στην θέασιν των Ιδεών, και του Αγαθού, με δυο λόγια, στη γνώση και την αλήθεια.
Ο υλισμός ως νόσος
Αφήγηση ελκυστική και αναμφίβολα επιμελώς σκηνοθετημένη, το πλατωνικό σπήλαιο έχει δεχτεί πλήθος ερμηνειών και προσεγγίσεων. Από αυτές ξεχωρίζει η οπτική της ψυχανάλυσης, η οποία συσχετίζει τον απατηλό κόσμο των σκιών με τον ψυχισμό του ατόμου, τις νευρώσεις και τις ψευδαισθήσεις του, και την έξοδο στο φως με την ανάδυση και αποδοχή του απωθημένου τραυματικού βιώματος.
Τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για την εν λόγω επιστήμη, απώτερος στόχος της όλης διαδικασίας είναι η επίτευξη της εσωτερικής ισορροπίας του ανθρώπου, η συμφιλίωση με τον εαυτό του, και η ενοποίηση ενός κατακερματισμένου κόσμου. Ποια σχέση, όμως, μπορεί να έχει ένας μύθος που γεννήθηκε 25 αιώνες πριν, με τον εγκλεισμό που επέβαλε η σημερινή πανδημία;
Οι σύγχρονοι άνθρωποι, ως άλλοι δεσμώτες, αναγκάστηκαν να περιοριστούν σε έναν κλειστό χώρο, έχοντας την αίσθηση πως, όταν όλα τελειώσουν, η έξοδός τους στο φως θα είναι ο δρόμος προς την ελευθερία, την οποία απροσδόκητα –και εν μέρει άθελά τους– στερήθηκαν. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί αυτομάτως σε μια αλυσίδα ερωτημάτων:
- Κατά πόσο ήταν ελεύθεροι πριν από τον εγκλεισμό τους;
- Μήπως δεν ήταν δέσμιοι ενός αμείλικτου καταναλωτικού προτύπου, το οποίο τους είχε περιχαρακώσει σε αδιέξοδες συμπεριφορές;
- Η υπερεκτίμηση και θεοποίηση του υλισμού και η συνακόλουθη υποτίμηση της ανθρώπινης οντότητας, δεν είναι μια άλλη νόσος, προϋπάρχουσα της σημερινής πανδημίας;
- Για ποια ανεξαρτησία βούλησης και αυτονομία δράσης μπορούμε να μιλάμε, τη στιγμή που οι σκέψεις και οι ενέργειες του ατόμου κατευθύνονται από τα κέντρα πληροφόρησης και την άνευ όρων και ορίων τεχνολογία; (Στο πλατωνικό σπήλαιο εκείνοι που κινούν τα ομοιώματα των αντικειμένων εν αγνοία των δεσμωτών, παραπέμπουν συνειρμικά σ’ αυτόν τον προβληματισμό).
Η αμφισημία του “κλειστού χώρου”
Ο έξω κόσμος, παρά την «πρόοδο» των επιτευγμάτων του, μοιάζει να είναι ο αντίποδας του πολιτισμού, ένα ανεστραμμένο σύμπαν, το οποίο με αόρατα δεσμά καθηλώνει τους ενοικούντες του σε μια πολύμορφη δουλεία. Το κύριο χαρακτηριστικό του, η μαζοποίηση, τον κάνει να διαφέρει ελάχιστα από τον κόσμο του σπηλαίου και την απόλυτη ομοιομορφία που επικρατεί εντός του. Εκεί κανένας δεσμώτης δεν ξεχωρίζει από τους άλλους, γιατί κανένας δεν έχει συναίσθηση της μοναδικότητας του. Η αυτογνωσία και η ετερογνωσία απουσιάζουν, καθώς δε βλέπουν τίποτε άλλο, εκτός από σκιές.
Έτσι κι εμείς. Δέσμιοι προκαταλήψεων, στερεότυπων αντιλήψεων και φόβων που τεχνηέντως καλλιεργούνται και επιβάλλονται, αλλά και δέσμιοι των προσωπικών μας ανασφαλειών και τραυμάτων, έχουμε προ καιρού απωλέσει την εσωτερική μας ενότητα. Καθηλωμένοι και αναντίρρητα προσαρμοσμένοι στον τρόπο ζωής του “μεγάλου σπηλαίου” και συγχρόνως περιχαρακωμένοι σε μια μικρή, ιδιότυπη ατομική πόλη, όμοια μ’ εκείνη του νευρωτικού (ο οποίος παραδομένος στο σύμπτωμα και τα παρεπόμενά του, ζει μέσα σε μια άνευ προηγουμένου αυταπάτη και πλάνη), έχουμε εκμηδενίσει την προσωπική μας ελευθερία.
Η διεκδίκηση του μυητικού χρόνου
Ίσως λοιπόν ο κατ’ οίκον περιορισμός να είναι ένα σπήλαιο αντίθετο του πλατωνικού, και μια ευκαιρία ενδοσκόπησης και συνάντησης με τον εαυτό μας. Ούτως ή άλλως ο “κλειστός χώρος” είναι μια έννοια αμφίσημη για την αρχαία ελληνική σκέψη, όπως και τόσες άλλες έννοιες. Μπορεί να είναι χώρος απομόνωσης, αφύσικης αυτονομίας και άρνησης του ανθρώπου να ανοιχτεί προς τον άλλον, όπως η σπηλιά του Κύκλωπα στην Οδύσσεια.
Μπορεί να είναι πεδίο σκότους, όμοιο με την κοιλιά του Κρόνου στην ησιόδεια Θεογονία, του τρομερού πατέρα, που καταπίνει τα παιδιά του και τα φυλακίζει σε μια αντικανονική μήτρα, στερώντας τους τη δυνατότητα να βγουν το φως. Μπορεί όμως να είναι και ένα καταφύγιο, σαν το Δικταίο Άντρο που φιλοξενεί και προφυλάσσει το Δία ή ένας τόπος συνδεδεμένος με τη γέννηση και τη ζωή, όπως σωστά παρατηρεί η Πέπη Ρηγοπούλου αναφερόμενη στις απεικονίσεις του σπηλαίου της Βηθλεέμ (“Το σπήλαιο χώρος γέννησης και χώρος Θανάτου”, Αρχαιολογία, τ. 15, Μάιος 1985).
Όμοια και το σπίτι, “το σπήλαιο του σύγχρονου ανθρώπου”, άλλοτε λειτουργεί ως τόπος εγκλεισμού που του στερεί τη δυνατότητα να αυτονομηθεί κι άλλοτε συνιστά έναν χώρο οικείο που εκπέμπει ασφάλεια και θαλπωρή. Ο κλειστός – σκοτεινός χώρος δεν συνοδεύεται πάντα από αρνητικό πρόσημο κι ο Πλάτωνας το γνώριζε καλά αυτό, αν κρίνουμε από τον μύθο του Αρμενίου Ηρός, με τον οποίο ολοκληρώνει την Πολιτεία του. Εκεί – σε αντίθεση με το σπήλαιο – μας δείχνει ότι ο κόσμος του Άδη είναι ένας κόσμος μύησης και αλήθειας.
Ο Οδυσσέας, θυμούμενος τα βάσανα της προηγούμενης ζωής του, όταν έρχεται η ώρα να επιλέξει τον επόμενο βίο του, θα προτιμήσει αυτόν του απλού ιδιώτη. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο φιλόσοφος μάς βεβαιώνει ότι «μετά την γνώση της αλήθειας για τον κάτω ή τον “άλλο” κόσμο, ο άνθρωπος είναι έτοιμος να γίνει πολίτης μιας κοινωνίας δικαίου», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Γιάγκος Ανδρεάδης (“Ο γυρισμός του Οδυσσέα και ο νόστος της ποίησης στην Πολιτεία”, Αθήνα 1986).
Μια διαφορετική “ανάγνωση του κόσμου”
Στη δική μας περίπτωση και στη δεδομένη χρονική στιγμή, ο κλειστός χώρος μπορεί να λειτουργήσει και ευεργετικά, αρκεί να καταστεί χώρος συνάντησης με τον εαυτό μας και μια ευκαιρία να διεκδικήσουμε τον προσωπικό μας χρόνο, απαλλαγμένοι από τους ασθματικούς ρυθμούς της καθημερινότητας. Να διεκδικήσουμε, με άλλα λόγια, έναν χρόνο μυητικό και όχι βέβηλο, έναν χρόνο ουσιαστικό, που να εμπεριέχει τη συνύπαρξη και επικοινωνία με το συνάνθρωπο.
Εντός του οίκου μπορεί να μετατραπεί το “ανοίκειο” σε “οικείο” και να αποκαλυφθεί μια αλήθεια από καιρό λησμονημένη. Ότι στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης περιπλανιόμαστε ανέστιοι και ανεστίαστοι, αποπροσανατολισμένοι και ανελεύθεροι και – υπό αυτές τις συνθήκες – είναι αδύνατον να ορίσουμε οι ίδιοι τη ζωή μας. Ότι η υπέρβαση των ορίων μας είναι άρρηκτα δεμένη με την αίσθηση της παντοδυναμίας που γέννησε η βιομηχανική και μεταβιομηχανική εποχή. Ότι αυτή η παντοδυναμία είναι τελικά επίπλαστη. Ότι οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τον πλανήτη, “το μεγάλο μας σπίτι”, που επιτέλους ανέπνευσε λόγω του εγκλεισμού μας.
Το κέρδος του εγκλεισμού μας θα είναι μια διαφορετική, βαθύτερη “ανάγνωση του κόσμου”, το άνοιγμα προς τον εαυτό μας και το συνάνθρωπο κι ακόμη, το ξεπέρασμα της πολιτικής νόσου μέσα από τη θεμελίωση μιας άλλης ηθικής, ατομικής και συλλογικής. Θα είναι – για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα της τραγωδίας και της φιλοσοφίας – το τέλος της στάσεως και η ενότητα σε όλα τα επίπεδα. Τότε και μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για αληθινή έξοδο στο φως.