Μοναδικές γυναίκες οι ρεμπέτισσες του ’30
24/11/2022Κυρίαρχη είναι η θέση της γυναίκας στα ρεμπέτικα τραγούδια, αφού τα περισσότερα μιλάνε για την ομορφιά της, τη χάρη της στο χορό, τα νάζια της, τα κόλπα της, τις φωτιές που ανάβει… Υπάρχουν όμως και κάποια ρεμπέτικα (άγνωστα στο ευρύ κοινό) τα οποία περιγράφουν μιάν άλλη γυναίκα, εντελώς διαφορετική, δηλαδή την «ελεύθερη ρεμπέτισσα της δεκαετίας του ’30», που δε θα τη συναντήσετε σε κανέναν άλλο χώρο, εκτός από τον ρεμπέτικο! Το σημείωμα ετούτο, είναι μία ελάχιστη προσπάθεια αποκατάστασής της από τα μύρια όσα άκουσε, από “καθωσπρέπει” βρομιάρηδες.
Η ρεμπέτισσα του ’30, ήταν πραγματικά ελεύθερη γυναίκα και η ελευθερία της δεν είχε ανάγκη από πλακάτ, ψηφίσματα, διατάξεις, νόμους, οργανώσεις κλπ. Η ελευθερία της πήγαζε από τον χαρακτήρα της, την ανεξαρτησία της, τον ερωτισμό της, τη μαγκιά της, αλλά κυρίως από το ότι κατάφερνε να είναι αποδεκτή από τους άντρες του σιναφιού της. Καμιά σημασία δεν έχει τι έλεγαν οι θεοτρέμοντες νοικοκυραίοι με την ασχετοσύνη τους, αφού μπέρδευαν τις ρεμπέτισσες με τις πουτάνες!
Τα ρεμπέτικα, λοιπόν, δείχνουν κι εδώ μιάν αφάνταστη πρωτοπορία! Σε αντίθεση με τα ελαφρά τραγουδάκια που μιλούσαν για τις γυναίκες σαν ένα παιχνιδάκι-μπιμπελό στα χέρια του άντρα, τα ρεμπέτικα μίλησαν ανοιχτά για τις αδικημένες ρεμπέτισσες του ’30 και τις περιέγραψαν δίκαια, έντονα και πληρέστατα. Και το σημαντικό είναι ότι αυτά τα τραγούδια τα έγραψαν άνδρες! Εντόπισα τουλάχιστον 80 τέτοια “ρεπορτάζ”, διαφόρων συνθετών, τα οποία ηχογραφήθηκαν μέσα στη δεκαετία του ’30.
Οι πιο ελεύθερες γυναίκες
Αδιαφορία για τη γνώμη του κόσμου. Στο “Μαριανθάκι” (Π. Τούντα), 1934, ακούμε: «…έτσι γλεντάνε τα όμορφα κορίτσια και δε με νοιάζει ο κόσμος τι θα πει…». Στο “Είμαι μια τσαχπίνα” (Θ. Παπαδόπουλου), 1934, ακούμε: «…δε με νοιάζει εμένα ο κόσμος τι θα πει ό,τι κάνω στα κρυφά κι αν μαθευτεί…»
Η ρεμπέτισσα διέφερε από όλες τις υπόλοιπες γυναίκες της εποχής της. Κι ήθελε κότσια, να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα πει, τότε, ο κόσμος και να παραβαίνεις τη συμβατική ηθικολογία, που δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον εσωτερικό ηθικό ανθρώπινο νόμο, αλλά με μια νοοτροπία ηλιθίων, συντηρητικών, σκοταδιστών και στερημένων, που κανοναρχούνταν από διάφορες “εξουσίες”! Και μέσα σ’ αυτές τις άγριες συνθήκες, έβγαινε μια γυναίκα το 1930 και έλεγε ότι «δεν την ένοιαζε ο κόσμος τι θα πει». Γι’ αυτό τις ονομάζω, τις «πιο ελεύθερες γυναίκες στη νεότερη Ελλάδα», που μπροστά τους κάποιες φεμινίστριες φαίνονται κωμικές…
«Ειμ’ αλανιάρα μερακλού… Ούζο πίνω και μεθάω κι όλα τα ποτήρια σπάω και χορεύω τσιφτετέλι…». Αυτό ακούμε στο τραγούδι “Αλανιάρα Μερακλού” (Μ. Μιχαηλίδη), 1930
Φαντάζεστε, το 1930, να έκανε το ίδιο, η σύζυγος, η κόρη, η αδελφή… π.χ. ενός τραπεζικού, ενός δικαστού, ενός αστυνομικού, ενός καθηγητού …γυμνασίου κ.λ.π; Φαντάζεστε το σάλο;
Και για να μην υπάρξει καμία παρεξήγηση λόγω του τίτλου του τραγουδιού, σπεύδω να διευκρινίσω. Η λέξη “αλανιάρα” βγαίνει από τη λέξη “αλάνα” που σημαίνει ανοιχτός χώρος. “Αλάνι”, “αλανιάρης” και “αλανιάρα”, τώρα, για τους μεν συντηρητικούς με τα βρομερά όνειρα, καθώς και για τα λεξικά (ακόμα και τα σημερινά, ε;) σημαίνει άνθρωπο του δρόμου, αλήτη. Για τον ρεμπέτικο κόσμο, όμως, σήμαινε τον ξέγνοιαστο, τον γλεντζέ, τον μποέμ, τον αγαπησιάρη, δηλαδή τον ωραίο “τύπο”!
Κι ακριβώς μ’ αυτή την έννοια, δηλαδή της “γλεντζούς” χρησιμοποιείται στο εν λόγω τραγούδι. Θα ’θελα να προσθέσω και κάτι άλλο εδώ με αφορμή την «αλανιάρα μερακλού», που χόρευε τσιφτετέλι. Ότι δηλαδή η ρεμπέτισσα του ’30, εκτός των άλλων, ήταν και γυναίκα από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Δεν ήταν δηλαδή ένα κοστουμαρισμένο και γραβατωμένο θηλυκό ανδροειδές. Ε, μα πια…, αηδιάσαμε!
Αδιαφορία και για το χρήμα
Οι ρεμπέτισσες δεν εκτιμούσαν τα λεφτά και τους λεφτάδες, αλλά ταυτόχρονα σιχαίνονταν τους τσιγκούνηδες. Για αποταμίευση πάντως δεν το συζητάμε. (Επικούρειες, θα τις έλεγα…). Δείτε παραδείγματα αδιαφορίας της ρεμπέτισσας, για το χρήμα: Στο “Μαριανθάκι” (Π. Τούντα), 1934: «Είμαι το Μαριανθάκι που δεν αγάπησα ποτέ μου τα λεφτά…». Στο ζεϊμπέκικο “Τα λεφτά σου δεν τα θέλω” (Π. Τούντα), 1934: «Τα λεφτά σου δεν τα θέλω ’γω, πάψε να μ’ αγαπάς, δε σε θέλω στο ’πα μια και δυο…». Στη “Μόρτισσα” (Α. Διαμαντίδη-Νταλγκά), 1932: «Μ’ αρέσει η μόρτικια ζωή κι αν τύχει και πλουτίσω σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά πιο μόρτικα θα ζήσω…».
Στον ρεμπέτικο κόσμο, η μοιχεία δεν εθεωρείτο έγκλημα όπως υποκριτικά προέβλεπε ο τότε αφελής ποινικός κώδιξ, ούτε και εθεωρείτο αμαρτία όπως προβλέπει ακόμα η Εκκλησία και άσχετα τι έκανε και τι κάνει στην πράξη ο κόσμος. Για τους ρεμπέτες αυτό που είχε σημασία ήταν η ντομπροσύνη! Οι ρεμπέτισσες είχαν την ίδια ελευθερία με τους άνδρες στην πολυγαμία και έτσι, ήταν αποδεκτές.
Καταλαβαίνετε δηλαδή πρωτοπορία οι ρεμπέτες; Καταλαβαίνετε τι θάρρος ήθελε, κυρίως απ’ τη μεριά της γυναίκας, μια τέτοια συμπεριφορά; Να δύο αποκαλυπτικά παραδείγματα: Στο τραγούδι “Στους ποδαράδες μια Πολίτισσα” (Α. Νταλγκά), 1931: «…σου το είπα και στο λέω θέλω να ’χω εγώ πολλούς, γιατί ένας σαν κι εσένα δε με φτάνει γιαβουκλούς (γκόμενος)».
Μην γίνει παρεξήγηση εδώ. Δεν ήταν του δρόμου η γυναίκα. Ελεύθερη ήταν, ο άλλος την αγαπούσε τρελά και ήθελε να την παντρευτεί! Στο ζεϊμπέκικο “Κορόιδο άδικα γυρνάς!” (Γ. Καμβύση), 1934: «… να ’ναι ξεφτέρι στο χορό και να ’χει γκόμενες σωρό
καρύδι κάθε καρυδιάς κι εμένα να ’χει της καρδιάς…».
Ο γάμος
Οι ρεμπέτες δεν είχαν καλή σχέση με το γάμο, ένεκα πολυγαμίας. Δεν ενδιαφέρονταν για ευλογίες προκειμένου να “ενωθούν”. Άμα ένα ζευγάρι αποφάσιζε να ζήσει μαζί, αυτό το έκανε χωρίς παπά ή ληξίαρχο. Την ίδια νοοτροπία άλλωστε βρίσκουμε και στην ταινία “Στέλλα”, του Κακογιάννη (1955), με την Μελίνα. Η Στέλλα σιχαινόταν τους γάμους αφού (έλεγε) πως ό,τι ήταν ευλογημένο από την Εκκλησία και την Πολιτεία, ήταν γι’ αυτήν ύποπτο! (Ξαναδείτε την ταινία!).
Τέλος πάντων, όταν ένα ζευγάρι ρεμπετών ήθελε παιδιά, τότε ο γάμος ήταν απαραίτητος και ακολουθούνταν η γνωστή διαδικασία. Η ρεμπέτισσα δε σκιζόταν να παντρευτεί και σε αντίθεση με τη “μέση” γυναίκα της εποχής της που …πέθαινε για “στεφάνι” με “κορόιδο”, αυτή ήθελε τον άντρα στα γούστα της. Και μόνο ότι η ρεμπέτισσα είχε άποψη και ελευθερία επιλογής συντρόφου, δείχνει στην πράξη την ισότητά της με τον άντρα.
Εδώ, δυο χαρακτηριστικά τραγούδια: “Ντερβίσαινα” (Β. Παπάζογλου), 1934. “Σαν είσαι μάγκας” (Μ. Βαμβακάρη), 1934 κ.ά. Στις ρεμπέτισσες δεν ήταν δυνατόν να ισχύει ο άθλιος θεσμός της προίκας, αφού είναι γενικότερα προσβλητικός για τη γυναίκα, κυρίως όταν η προίκα είναι σκληρή απαίτηση και προϋπόθεση για επικείμενο γάμο. (Και στο θέμα της προίκας, οι ρεμπέτες ήταν πρωτοπόροι!) Υπάρχει ένα σχετικό τραγούδι που τα λέει όλα. Σ’ αυτό, η ρεμπέτισσα μιλάει στον επίδοξο υποψήφιο σύζυγο και του τα λέει ίσα, σταράτα, χύμα και τσουβαλάτα.
Στο “Όλο Θέλεις” (Δ. Σέμση-Σαλονικιού), 1936: «Όλο θέλεις κι όλο θέλεις κι όλο προίκα μου γυρεύεις θέλεις σπίτι, θέλεις λίρες, ψηλά τον αμανέ τον πήρες…» και «… άντε χάσου βρε τεμπέλη, στρίβε – στρίβε φουκαρά…» και «…εμέ όποιος θα με πάρει, θα με έχει για καμάρι…».
Η εκφορά του λόγου της ρεμπέτισσας, στοιχείο ισότητας.
Υπάρχουν πάμπολλα τραγούδια που δείχνουν ότι η ρεμπέτισσα μιλούσε στον άντρα ελεύθερα. Κι αυτό δείχνει κάτι πολύ σημαντικό. Για να δέχεται ο σκληρός και “οπλισμένος” ρεμπέτης, τη γυναίκα, να του αντιμιλάει (και ενίοτε να τον βρίζει -όταν του άξιζε…), αυτό σημαίνει ότι την είχε ήδη αποδεχθεί σαν ισότιμη και τη σεβόταν! Να μερικά παραδείγματα.
Το τραγούδι “Λιλή η σκανδαλιάρα” (Π. Τούντα), 1931 είναι γεμάτο από γυναικεία “χαστούκια” σε άντρα: «… τον ντούρο βρε μάγκα μη μου κάνεις και δεν σου περνά…», «… δε δίνω γρόσι για τους μάγκες…», «… αλάνι να φύγεις από μένα… μην πλερώσεις… τα σπασμένα…», «… δε φοβούμαι τα μαχαίρια, τα νταήδικά σου τα μπεγλέρια…».
Στο “Δεν παύει πια το στόμα σου” (Μ. Βαμβακάρη), 1937: «Δεν με κόβεις μάγκα μου βρε πια με τα λιμά σου δεν περνάει αλάνι μου πια για με η μπογιά σου…». Στο “Είσαι Φάντης” – (Γρηγόρη Ασίκη – Κώστα Σκαρβέλη), 1935: «…και να σε φτύσω αλλού κοιτάς σου φαίνεται πως βρέχει…»
Τεκέδες και φουμαρίσματα
Η ρεμπέτισσα έμπαινε ελεύθερα στους τεκέδες, αφού ήταν ισότιμη με τους άντρες και ήταν καλοδεχούμενη. Χόρευε, και χόρευε σαν γυναίκα. Κι αν ήθελε, φούμερνε χασίσι. Χάριζε τον έρωτα της σ’ όποιον αυτή γουστάριζε και ήξερε να προστατέψει τόσο το κορμί της όσο και την αξιοπρέπειά της. Έπονται τρία τραγούδια, για φουμαρίσματα ρεμπετισσών σε τεκέδες:
“Η Χασικλού” (Π. Τούντα), 1931, “Μες στου Ζαμπίκου τον τεκέ” (Κ. Τζόβενου), 1932, “Μόρτισσα χασικλού” (Μ. Βαμβακάρη) – 1933. Και ερωτική επίθεση στα αρσενικά. Μία άλλη “πρωτοπορία” που βρίσκουμε στη συμπεριφορά αυτών των ελεύθερων γυναικών του ’30, είναι ότι είχαν το θάρρος να ρίχνονται ερωτικά στον άντρα που γουστάριζαν. Ιδού δύο αποδείξεις!
Στο “Γκαρσόν” (Γρ. Ασίκη), 1933, ακούμε: «Αχ σ’ αγάπησα γκαρσόν γιατί φορείς και παπιγιόν
με μαλλάκια πεταχτά, βρε τι γούστα ειν’ αυτά…». Στην “Αγιοθοδωρίτισσα” (Β. Παπάζογλου), 1935, ακούμε: «…πειράζεις τους σωφέρηδες που ’ρχοντ’ απ’ την Αθήνα πειράζεις κι όλα τα παιδιά που πάνε στα ρετσίνια…».
Ακραία ερωτικά αλισβερίσια
Θα τελειώσω με δύο σπαρταριστές, αλλά αποκαλυπτικότατες περιπτώσεις. Στο “Γίνομαι άντρας” (Π. Τούντα), 1933, ακούμε για μία ρεμπέτισσα λεσβία, η οποία ντύθηκε άντρας (με πιστόλι και κάμα) και πήγε σ’ έναν τεκέ να γλεντήσει. Όταν κάποια στιγμή την ανθίστηκαν οι μάγκες, αντί να την “συγυρίσουν” για την προσβολή, την πήραν με τα …σορόπια και μάλιστα της φώναζαν «γεια σου αγοροκοριτσάρα».
Στο “Οι δυο χήρες” (Κ. Καρίπη), 1936, υπάρχει έκπληξη πρώτου μεγέθους, αφού πρόκειται για τραγούδι που δε θα γραφόταν με τίποτε ούτε σήμερα! Μια χήρα από την Κοκκινιά, μάλωσε με μια χήρα Σμυρνιά, γιατί η Σμυρνιά τα ’ριξε στο φίλο της. (Λειψανδρία, γαρ, τότε, ένεκα πολέμων και μετακινήσεων -τα ερωτικά ζόρικα…) Και τι λύση φαντάζεστε ότι βρήκαν; Απίστευτη, και για σήμερα, αφού κατόπιν συμφωνίας τους, τον μορφονιό τον μοιράστηκαν. Το επίμαχο στιχάκι λέει: «…μα έπειτ’ αγαπήσανε και τον ομορφονιό τους όπως εσυμφωνήσανε τον είχανε κι οι δυο τους» (Θα σας συνιστούσα να βλέπατε την εκπομπή που έκανα στην ΕΤ3 “Μελίνα-Στέλλα, μια ρεμπέτισσα του ΄55 με παγκόσμια ακτινοβολία”).
Υ.Γ. Επαγγέλματα για τις ρεμπέτισσες: Το θέμα αυτό θα απαιτούσε ένα ολόκληρο κείμενο. Γι’ αυτό σας παρακαλώ αρκεστείτε, επί του παρόντος, στη φωτογραφία που ακολουθεί και σας ευχαριστώ.