Elena Ferrante: Το “χάρισμα της ανωνυμίας”
10/08/2019Στις αρχές Ιουνίου πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο του Durham της Μεγάλης Βρετανίας ένα διήμερο συμπόσιο σχετικά με το ρόλο της γραφής της Ιταλίδα Elena Ferrante και της επιρροής της σε θέματα τοπικής μυθιστορίας, λογοτεχνίας του φύλου και πάνω απ’ όλα πώς ορίζεται η θέση της Ferrante στην παγκόσμια σύγχρονη λογοτεχνία και πόσο αυτή μπορεί και την επηρεάζει.
Επίσης, η συγγραφέας όλο τον προηγούμενο χρόνο διατηρούσε μια πετυχημένη εβδομαδιαία στήλη άποψης στην εφημερίδα “The Guardian”, τα άρθρα της οποίας κυκλοφόρησαν τόσο στα ιταλικά όσο και στα αγγλικά σ’ έναν συγκεντρωτικό τόμο, ερχόμενα να συμπληρώσουν άτυπα το έργο Frantumaglia, που περιέχει «θραύσματα» (πρβ.fragments) συνεντεύξεων και κειμένων της ίδιας, ήδη από τη δεκαετία του ’90 που εμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα.
Ταυτόχρονα οφείλει να τονιστεί ότι κανένας δεν έχει δει ποτέ από κοντά τη συγγραφέα, που μάλλον χρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Ιδιαίτερα, οι δηλώσεις της ότι τα βιβλία «φεύγουν» από εκείνη και οφείλουν, αν αξίζουν, να φτιάξουν τη δική τους πορεία, επιτυχημένη ή μη, ιντριγκάρει κάποιον να ασχοληθεί λίγο παραπάνω με αυτό το φαινόμενο που ονομάστηκε ως Ferrante Fever. Παρακολουθώντας και διαβάζοντας συστηματικά όλα τα παραπάνω, αλλά κυρίως έχοντας ολοκληρώσει το σύνολο της εργογραφίας (εφτά βιβλία) της θελήσαμε να εστιάσουμε στο γιατί έχει τόσο μεγάλη σημασία η Elena Ferrante για το χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.
Η ανάγνωση των έργων της πραγματοποιήθηκε κάπως ανάποδα από την αντίστοιχη κυκλοφορία τους στα ιταλικά. Ωστόσο, η δύναμη της γραφής της δεν απαιτεί τυπικότητες από τον αναγνώστη της, αλλά μια εμπιστοσύνη για τις ιστορίες που θα ειπωθούν και θα συγκλονίσουν. Η μοναδική της γραφή με στοιχεία ρεαλισμού είναι αυτή που σε παρασέρνει, σε εντυπωσιάζει, σε θυμώνει και στο τέλος σ’ αφήνει, ή καλύτερα σου επιτρέπει και σε προτρέπει, να καταλήξεις εσύ σε συμπεράσματα.
Αυτό είναι μια συνειδητή απόφαση της, όπως έχει τονίσει σε δηλώσεις της, καθώς θεωρεί ότι ο ρόλος του συγγραφέα είναι να στήνει το σκηνικό, να συνθέτει τις ενέργειες και τις αντιδράσεις των χαρακτήρων, τον τρόπο που ρέει ο χρόνος πάνω τους και τους επηρεάζει, και στο τέλος. οι ερμηνείες να δίνονται από τους αναγνώστες.
Ωμά, πολλές φορές χυδαία, βίαια
Τα αφηγηματικά δράματα της Ferrante περιέχουν έναν έντονο λόγο που ρέει σαν ποτάμι και παρασέρνει πολλά στο διάβα του. Ταυτόχρονα, συνοδεύεται από μία εξίσου έντονη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ιδιαίτερα τα τρία βιβλία που προηγούνται της Τετραλογίας της Νάπολης, οι Μέρες Εγκατάλειψης, η Βάναυση Αγάπη και η Χαμένη Κόρη, μπορούν να θεωρηθούν αν και σύντομα σε έκταση, λογοτεχνικά διαμάντια παρουσίασης της ψυχοσύνθεσης ηρωίδων της διπλανής πόρτας. Δεν υπάρχει κανένας ελιτισμός.
Η Ferrante μιλάει ωμά, πολλές φορές χυδαία, βίαια , ειλικρινά μα πάνω απ’ όλα αληθινά, γιατί δεν θέλει να εξωραΐσει και να καλύψει με μικρότητες και συντηρητικές αντιλήψεις το ίδιο το γεγονός που πραγματεύεται κάθε φορά. Μας το παρουσιάζει στην ολότητά του χωρίς να παραλείψει τίποτα, αναδεικνύοντας έτσι και τη σοβαρότητα της εκάστοτε θεματικής. Ακόμα και αν υπάρχει η αίσθηση ενός δεμένου κόμπου στο στομάχι μετά την ανάγνωση, στο τέλος βγαίνει κανείς μόνο κερδισμένος. Με λίγα λόγια η ανάγνωση είναι ένα έντονο συναισθηματικό βίωμα!
Τα έργα της έρχονται να ανανεώσουν το χώρο της φεμινιστικής λογοτεχνίας με έναν αντιθετικό τρόπο σύμφωνα με την ακαδημαϊκό Barbara Tomlinson. Ο θυμός των ηρωίδων της που στρέφεται πολλές φορές εναντίον του ίδιου τους του εαυτού μπορεί να μετασχηματίσει τους όρους ανάγνωσης και να αναδιατυπώσει το πρόβλημα για το πώς διαβάζεται και κατανοείται ο φεμινισμός σήμερα. Σίγουρα τα γυναικεία πρότυπα που χρησιμοποιεί η Ferrante δεν είναι γλυκανάλατες ηρωίδες του Sex & the City ή καταναλωτικές «influencers». Θέλει να συστήσει εκ νέου τον όρο Γυναίκα με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες που μπορεί να περιέχει αυτός.
Η αδυναμία της οικογένειας
Ενδεικτικά στις Μέρες Εγκατάλειψης ο χωρισμός μιας γυναίκας από έναν σύντροφο, με τον οποίο έχει συνδέσει τη ζωή της από πολύ μικρή ηλικία, έχει αμελήσει την επαγγελματική της ανέλιξη και σταδιοδρομία για χάρη της οικογένειας και εν τέλει η άτυπη προδοσία ως προς το ίδιο της το εγώ από μία ανασφάλεια και κρίση ηλικίας του άλλου φύλου, χαρακτηρίζονται ξεκάθαρα ως γυναικεία αναπάντητα ερωτήματα ως προς το τι ακολουθεί μετά απ’ όλα αυτά .
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι και το αντρικό κοινό δεν μπορεί να βιώσει τα ίδια συναισθήματα διαβάζοντας το. Και ίσως, ποιος ξέρει, να τα εκτιμήσει λίγο περισσότερο. Και όμως, το βιβλίο δημιουργεί πολλά ερωτήματα ως προς τις επιλογές που πρέπει να κάνει η γυναίκα στη ζωή της και ως προς τις προτεραιότητες που οφείλει να έχει, αλλά και να αλλάζει. Η ψυχική δύναμη της ηρωίδας που μεταβάλλεται σε κάθε σελίδα έχεις την αίσθηση ότι αποτελεί ένα αμάλγαμα όλων των αρχαίων ηρωίδων των ελληνικών τραγωδιών.
Στο βιβλίο αναδεικνύεται η αδυναμία της οικογένειας να αναθρέψει και να προετοιμάσει τις κόρες για τις ανατροπές που θα συναντήσουν στη ζωή τους, σε κάθε κοινωνικό επίπεδο.
Το ζήτημα τελικά της αυτοπραγμάτωσης που βιώνει κανείς μέσα από μία σχέση, ίσως πολλές φορές και εις βάρος του άλλου, είναι το κύριο μήνυμα του έργου. Η χειραφέτηση της γυναίκας δεν έχει να κάνει μόνο με τον ρόλο της στην οικογένεια ή το εργασιακό περιβάλλον που έχει επιλέξει. Αφορά και την σχέση που έχει διαμορφώσει η ίδια με τον εαυτό της. Η ψυχική ηρεμία και δύναμη που οφείλει να έχει η κάθε γυναίκα είναι αυτά τα στοιχεία που την καθιστούν ικανή να αντιμετωπίσει ό,τι της συμβεί! Η εξάρτηση, όποια μορφή και αν έχει, μόνο αρνητικά αποτελέσματα επιφέρει.
Το δίπολο μάνας-κόρης
Στην Βάναυση Αγάπη και στην Χαμένη Κόρη θα ασχοληθεί για πρώτη φορά με το δίπολο μάνα-κόρη. Αυτές οι γυναικείες μορφές χαρακτηρίζονται άτυπα ως συγκοινωνούντα δοχεία και η δύναμη τους να επηρεάζουν και να επηρεάζονται καθορίζουν ζωές ολόκληρες. Ένα νόμισμα με δύο πλευρές. Στην Τετραλογία της Νάπολης θα τελειοποιήσει τις θέσεις της για τη σχέση της μάνας-κόρης που πολλές φορές αντικατοπτρίζεται και στη σχέση που έχουν οι δύο πρωταγωνίστριες, Έλενα και Λίλα.
Οι χαρακτήρες της δεν είναι ποτέ στάσιμοι, ίσα-ίσα είναι παθιασμένοι και βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση. Οι εμπειρίες και τα γεγονότα που περιγράφει μετατρέπονται από ατομικά βιώματα σε συλλογικά. Στην Τετραλογία της Νάπολης θα επέλθει η κορύφωση καθώς το έργο δεν είναι μόνο μια εξερεύνηση της γυναικείας φιλίας και το χτίσιμο της ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό, αλλά μια επιτυχημένη αποτύπωση της κοινωνικοπολιτικής ιστορίας της Ιταλίας των δεκαετιών του ‘50 ως το ’80.
Θα μιλήσει για γυναίκες που έζησαν στη «σιωπή του ανείπωτου» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για το ζήτημα της πατριαρχικής οικογένειας, τις δεισιδαιμονίες και τα στερεότυπα των κλειστών κοινωνιών. Θα αναδείξει την ανάγκη προόδου της κοινωνίας μέσα από την εκπαίδευση των γυναικών, την ενδυνάμωσή τους, την πραγματοποίηση των στόχων και των φιλοδοξιών τους. Θα μας συστήσει γυναίκες-πρωταγωνίστριες των φοιτητικών κινημάτων των τελών της δεκαετίας του ’60, γυναίκες που έζησαν την ιατρική επανάσταση να ελέγχουν το σώμα τους, αλλά και να αυτοκαταστρέφονται από τις επιλογές τους.
Όλες αυτές συνυπάρχουν με ήρωες και αντι-ήρωες, θύματα της κοινωνικής τους καταγωγής, είτε αυτή είναι «ανώτερη» είτε «κατώτερη», που στο τέλος αναζητούν όλοι μια άτυπη κάθαρση. Η ανθρωπογεωγραφία και η ψυχοσύνθεση που επιχειρεί για κάθε χαρακτήρα είναι μοναδική. Η περιγραφική της δεινότητα είναι γεμάτη ζωντάνια. Η Ferrante θα χρησιμοποιήσει ως σκηνικό της τη Νάπολη για να μας δείξει στο σύνολο του έργου την ισχυρή διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο της Ιταλίας.
Το στοιχείο της τυπικότητας
Το στοιχείο της τοπικότητας και του χτισίματος των χαρακτήρων, αλλά και των εναλλαγών τους σε στοιχεία της καθημερινότητας (λ.χ ομιλία και διάλεκτος) αποτελεί ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κατασκεύασμα για το ποιόν των ηρώων της. Δεν θα διστάσει να μιλήσει για θέματα βίας σωματικής, ψυχικής, αλλά και πολιτικής αναφερόμενη στη μαφία.
Όλα τα παραπάνω μοτίβα μαζί με τη λυρικότητα και τη ζωντάνια, φέρουν και μια οικειότητα συναισθημάτων και βιωμάτων. Γι’ αυτό μπορεί να είναι και θελκτικά στο ευρύτερο κοινό, που αναζητά τη Μεσόγειο και χαρακτήρες που ζουν έντονα την κάθε στιγμή. Μα πάνω είναι απ’ όλα είναι η ανθρώπινη δραματοποίηση και όχι η φαινομενική και επιφανειακή παρουσίαση τους που κερδίζει τον αναγνώστη.
Μετά από όλα αυτά μας νοιάζει ποια είναι η Elena Ferrante; Η ακαδημαϊκός Enrica Maria Ferrara που έχει ασχοληθεί ενδελεχώς με το έργο της, τονίζει ότι η συγγραφέας έχει δημιουργήσει μια μετα-ανθρώπινη ταυτότητα (posthuman identity). Τι σημαίνει όμως αυτό; Για πρώτη φορά απομακρυνόμαστε από τον συγγραφέα και βλέπουμε το έργο τι επιρροή έχει, τι συζητήσεις προκαλεί με τους άλλους, ποιες είναι οι αλληλεπιδράσεις του κ.α. Αν αυτό είναι γόνιμο είναι μια άλλη συζήτηση. Η εργογραφία της Elena Ferrante κυκλοφορεί από τις εκδ. Πατάκη σε μτφ. της Δήμητρας Δότση και του Σταύρου Παπασταύρου.