Ελληνική γλώσσα: 3.500 χρόνια φορέας πολιτισμού

Ελληνική γλώσσα: 3.500 χρόνια φορέας πολιτισμού, Ελευθέριος Τζιόλας

Η ελληνική και η κινέζικη είναι οι μοναδικές ομιλούμενες γλώσσες, ακόμα και σήμερα, των οποίων η ύπαρξη είναι γνωστή στη γραπτή μορφή τους εδώ και 3.500 χρόνια. Από τις 2.700 γλώσσες, σήμερα στον κόσμο, αυτές οι δύο είναι που έχουν μια τέτοια μοναδική, συνεχή διαδρομή. Αν, όμως, κρίνουμε από την επίδραση, τόσο στη διαμόρφωση, όσο και στο περιεχόμενο, που άσκησαν στις ευρωπαϊκές ακόμα και σε όλες τις γλώσσες, η ελληνική είναι, χωρίς καμία υπερβολή, η πρώτη γλώσσα του κόσμου.

Η επίδρασή της, με το αλφάβητό της, με το λεξιλόγιό της, με το συντακτικό της και την πνευματική γραμματειακή δημιουργία της, κυρίως τη λογοτεχνία της σε όλα της τα είδη, ήταν και είναι μοναδική. Υπήρξαν και άλλες ιστορικές γλώσσες που είναι σήμερα νεκρές (σουμερικά, αιγυπτιακά), ή άλλες που δεν έχουν ασκήσει –ως γλώσσες– επίδραση στο πολιτιστικό και επιστημονικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας (Εβραϊκά, Αραβικά).

Η ελληνική γλώσσα δεν εξακολουθεί να ζει και να λειτουργεί μόνο στην Ελλάδα, αλλά έχει και μια δεύτερη ζωή, όχι μόνο στον απλωμένο Ελληνισμό παντού στον κόσμο. Μια δεύτερη ζωή, μέσα σε όλες τις γλώσσες, οι οποίες όταν εξεταστούν συγκεκριμένα στα δομικά τους στοιχεία και στην πολιτιστική νοηματοδότηση τους είναι, κατά κάποιον τρόπο, μετατροπές, καινούργιες μορφές των ελληνικών.

Η ελληνική γλώσσα, στα 3.500 χρόνια της διαδρομής και των καταλυτών επιδράσεών της, διατηρεί μια ενότητα. Από την ομηρική εποχή, ακόμα και τη μυκηναϊκή, μέχρι σήμερα, παρά τις αιματηρές διακοπές και τους επιχειρούμενους αφανισμούς της, διατηρεί τις βασικές κατηγορίες της και το μοναδικό λεξιλόγιό της. Τα στοιχεία της εξέλιξης υπάρχουν.

Το φωνηεντικό σύστημα απλοποιήθηκε –δεν υπάρχουν μακρά και βραχέα, ούτε δίφθογγοι και μουσικοί τόνοι–, η μορφολογία μειώθηκε –ελλείψει του δυϊκού, της δοτικής, του απαρεμφάτου–, η ρηματική κλίση περιορίσθηκε σε δύο θέματα και οι περιφραστικοί τύποι πολλαπλασιάσθηκαν. Όμως, οι πυλώνες, οι βασικές κατηγορίες, το λεξιλόγιο παραμένουν ίδια. Αφορούν σ΄έναν ρωμαλέο οργανισμό, με αξεπέραστη αντοχή, με ισχυρές δομές, με καταπληκτική ευελιξία, με ένα μοναδικό για τον άνθρωπο και την ιστορία του πολιτισμικό φορτίο.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά

Μιλούν πολλοί για τη σημασία της λατινικής γλώσσας και εξ αυτών ορισμένοι για ισοδυναμία με την ελληνική. Ασφαλώς δεν μπορεί να παραγνωρισθεί. Αλλά, μπροστά στα ποιοτικά κριτήρια της ελληνικής δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για υπεροχή της ελληνικής και μάλιστα με τρόπο επιδραστικό και στη λατινική. Καθοριστικό είναι το στοιχείο της ιστορικής συνέχειας. Ενώ, δηλαδή, για την ελληνική μπορεί να γραφεί μια ιστορία των ελληνικών από τη βαθιά στους αιώνες αρχή της μέχρι και σήμερα, δεν είναι δυνατόν να γραφεί μια ιστορία των λατινικών.

Τα λατινικά στη διαδρομή τους παρουσιάζουν ισχυρές, βαθιές διαφοροποιήσεις σύμφωνα με τη χρονολογία και τη γεωγραφία. Ενώ τα ελληνικά είναι μια ιστορία στην οποία, ως προς τις δύο αυτές παραμέτρους, επικρατεί μια σπουδαία ενότητα. Δεν είναι δυνατόν να γραφεί, πχ, μια ιστορία των λατινικών που να συμπεριλαμβάνονται και τα Ισπανικά. Ενώ, οι όποιες “αποκλίσεις” των ελληνικών (τσακώνικα, καταδεκτικά, ποντιακά, κατασταλτικά) δεν αποτελούν παρά διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας.

Εξάλλου, σχετικά με αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι ακόμα και στον κολοφώνα της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, τα ελληνικά αποτελούσαν τη δεύτερη επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, με απόλυτη την επικράτησή τους στην ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα, ενώ σημαντικοί ιστορικοί της Ρώμης προτίμησαν την ελληνική αντί της δικής του γλώσσας για να γράψουν τις Ιστορίες τους (Φλάβιος Ιώσηπος, Φάβιος Πίκτορ, Βηρωσός, Μανέθων).

Από τις Μυκήνες στη Μακεδονία

Η ελληνική γλώσσα προέρχεται από την ονομαζόμενη ινδοευρωπαϊκή ΙΙΙ Α. Η πρωτοτυπία της αρχικής αυτής περιόδου έγκειται στο γεγονός ότι ενώ στο εσωτερικό της γλώσσας εξελίσσεται μια διαδικασία διαιρέσεων, τα ελληνικά φύλα θεωρούν τους εαυτούς τους γιους-απογόνους του ίδιου γένους και προάγουν τις λογοτεχνικές γλώσσες.

Τα δύο αυτά στοιχεία –ιδιαίτερα η λογοτεχνία– συγκροτούν ισχυρή τάση ενότητας, με καταλύτη την ομηρική γλώσσα. Αυτή η λογοτεχνική γλώσσα, τραγουδιόταν, ήταν κατανοητή και εκτείνονταν μεταξύ των Ελλήνων. Το διάχυτο έντονο επικό στοιχείο, η ελεγεία, ο ίαμβος, με κυριαρχία της ιωνικής γλωσσικής απόχρωσης, ενώνονταν αρμονικά με τα ομηρικά έπη συντελώντας στην ενότητα των ίδιων των Ελλήνων. Ο ποιητικός λόγος έδωσε σταδιακά τον πεζό λόγο και τον 6ο αιώνα όλοι έγραφαν και καταλάβαιναν την ιωνική.

Όταν ο Γοργίας των Αθηνών εξέλιξε την ιωνική γράφοντας στην Αττική, η πολιτιστική της ισχύ σε συνδυασμό με την κυριαρχία και την επιρροή των Αθηνών, οδήγησε στο θρίαμβο της Αττικής. Θρίαμβος, που αποτυπώνεται σε αξεπέραστα έργα της ανθρώπινης διάνοιας και πνευματικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς.

Οι Μακεδόνες και η δωρική

Η καθοριστική στιγμή είναι όταν οι Μακεδόνες, εξελίσσοντας τη δωρική, στρέφονται προς την αττική κρίνοντας ότι το ενοποιητικό-ηγεμονικό τους σχέδιο για το σύνολο του Ελληνισμού θα υποστηρίζονταν καλύτερα από τον κυριαρχούντα ελληνικό γλωσσικό κλάδο, την Αττική, την οποία και γενίκευσαν με την επικράτησή τους. Έτσι, οι λογοτεχνικές γλώσσες, μέσω της τελευταίας από αυτές, της αττικής, ενοποίησαν την ελληνική, δημιουργώντας την αττική κοινή, η απλά κοινή (ελληνική). Είναι η πρώτη πολιτιστική, φιλοσοφική, επιστημονική, πολιτική γλώσσα του κόσμου.

Ο Μέγας Αλέξανδρος, η μακεδονική ηγεμονία, οι ελληνιστικοί χρόνοι με τις διάφορες μεγάλες αυτοκρατορίες των διαδόχων του Αλεξάνδρου ή/και μικρότερα κράτη δημιουργούν από τον ελλαδικό και νότιο βαλκανικό χώρο, σε όλη τη Ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο, ως τα βάθη της Ασίας και μέχρι τις Ινδίες ένα ενιαίο σύνολο, που ξεχωρίζει από τα πλήθη των κατακτημένων βαρβάρων και η βάση της ενότητας δεν είναι τόσο η κοινή καταγωγή, όσο η κοινότητα πολιτισμού, όπου κεντρική και αποφασιστική θέση κατέχει η ελληνική γλώσσα (για ορισμένους ιστορικούς ελληνιστική κοινή).

Επίσημη γλώσσα των διανοούμενων, της διοίκησης, των ανωτέρων στρωμάτων, των πνευματικών παραγωγών, αλλά και γλωσσικός κορμός των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων με τις ενσωματωμένες διαφοροποιήσεις διαλέκτων σε γεωγραφικές περιοχές. Ο Ισοκράτης αποδίδει με πιστότητα αυτή την πραγματικότητα : «καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας».

Την εποχή του Βυζαντίου

Η παρουσία της κοινής ελληνικής εξακολουθεί να είναι δυναμικά και ευρέως παρούσα και στην ρωμαϊκή εποχή, από τον 4ο αιώνα και μετά, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας επιβάλλεται οριστικά. Αποτελεί τη γλώσσα των Ευαγγελίων, ο χριστιανισμός τη χρησιμοποιεί ως επίσημο όργανό του και ύστερα από την κατάπαυση των διωγμών επί Μεγάλου Κωνσταντίνου γνωρίζει ισχυρή και ευρεία αποδοχή. Ιδιαίτερα η Μικρά Ασία και όλα τα παράλια ξαναγίνονται χώρος ελληνικής επικράτησης.

Ο Ιουστινιανός, επιτυγχάνοντας σχεδόν την ανασύσταση της Αυτοκρατορίας από τα νότια της Ισπανίας, την Αίγυπτο μέχρι και ανατολικά στα όρια της περσικής αυτοκρατορίας, καθιστά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ορθόδοξο χριστιανικό κράτος με αυστηρή διοίκηση ,δημοσιεύοντας τις “Νεαρές” του διατάξεις (νόμους) στα ελληνικά και κωδικοποιώντας ολόκληρη τη νομοθεσία στα ελληνικά.

Η γλώσσα του Βυζαντίου, καθόλη την ιστορική του πορεία μέχρι την Άλωση, παρά την κρίσιμη ήττα στο Μάτζικερτ από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1071 που σηματοδοτεί την απώλεια του ζωτικού χώρου της Μικράς Ασίας, καθώς και την καταστροφική λατινική κατάληψη του από τους σταυροφόρους το 1204, είναι Ελληνική. Η γλώσσα της διοίκησης, αλλά και της Εκκλησίας με το ευρύ κύρος της είναι ελληνική.

Αξιοθαύμαστη αντοχή

Η ελληνική γλώσσα αντέχει στις σλαβικές και αλβανικές επιδρομές και επιβιώνει στις φραγκικές καταλήψεις. Τη μακρά οθωμανική περίοδο της κατάκτησης: αντιστέκεται με το δημοτικό τραγούδι και την εξύμνηση των αρματολών και κλεφτών και τη λυρική ποίηση του Ερωτόκριτου, στηρίζεται από το παράδειγμα των θυσιών των νέων του αγίων, των Νεομαρτύρων, καλλιεργείται και προωθείται από τον Ελληνισμό της διασποράς που έρχεται σε επαφή με τις προοδευτικές ιδέες στη Δύση της οθωμανικής περιόδου και επανασυνδέεται με το νήμα της αρχαιοελληνικής παράδοσης, ξεπερνώντας τον κλειστό θρησκευτικό δογματισμό.

Φωτισμένοι δάσκαλοι και πνευματικές μορφές δρουν πρωτοποριακά τον 18ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου: ο Θεόφιλος Κορυδαλέας (ο πρόδρομος της νεοελληνικής Αναγέννησης), ο Κύριλος Λούκαρις, ο Νικόλαος Σοφιανός (με την πρώτη γραμματική της ‘”ομιλουμένης ελληνικής γλώσσας”), ο Μανολάκης Καστοριανός, ο Κοσμάς ο Αιτωλός (με την ίδρυση 214 σχολείων), ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης και με κορυφαίους τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, τον Δημήτριο Καταρτζή, τον Ρήγα Φερραίο , τον Αδαμάντιο Κοραή. Ενώ δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί και στον τομέα της συνέχισης της επαναστατικής λειτουργίας της ελληνικής γλώσσας η οργάνωση και ο ρόλος της Φιλικής Εταιρείας, ως κυψέλη Ελλήνων πατριωτών.


Μέρος:  Πρώτο,  ΔεύτεροΤρίτο ΤέταρτοΠέμπτο

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx