Ελληνική Γλώσσα: Πώς οι αμφισημίες την καθιστούν “ανάδελφη”
26/11/2022Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τον περίφημο αφορισμό του πριν από λίγες δεκαετίες Προέδρου της Δημοκρατίας μας: «Έλληνες, έθνος ανάδελφον!» Κι αυτό το είπε άνθρωπος, του οποίου οι γονείς κατάγονταν από διαμετρικώς αντίθετες εσχατιές του ελλαδικού χώρου. Τέλος πάντων… Η ορθότητα της διαπίστωσης είναι πασιφανής. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Πώς εξηγείται π.χ. το ότι οι Αρχαίοι Ρωμαίοι κυριολεκτικώς εμφύτευσαν τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας τους σε λαούς που εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές του Ατλαντικού μέχρι τα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας;
Οι Λατινικές γλώσσες, πράγματι, συγκροτούν πλαίσιο, στους κόλπους του οποίου έχει αναπτυχθεί μία “εθνική συγγένεια” λαών που δύσκολα διασπάται. Γιατί δεν έγινε κάτι παρόμοιο με τους Έλληνες και την ελληνική γλώσσα τους; Ως συνήθως, ο πυρήνας του ζητήματος είναι γλωσσικός. Και ο πρώτος που το διαπίστωσε υπήρξε ο Λόρδος Μπάυρον, ο Βύρων των παλαιών. Είχε ο εν λόγω φιλέλληνας ασχοληθεί και με τη γλώσσα μας. Έτσι, κάποια στιγμή εκμυστηρεύθηκε σε φίλο του: «Οι Έλληνες, όταν λένε ότι “ο Θεός είναι αιώνιος” εννοούν πως ο Θεός είναι και αθάνατος μα και θνητός!»
Δίκιο είχε ο πρόμαχος της ανεξαρτησίας μας. Κι αυτό, διότι η λέξη “αιών” σημαίνει περίοδο εκατό ετών και κατ’ επέκταση τη χρονική διάρκεια μιας ανθρώπινης γενεάς. Από την εκκλησιαστική ρήση, όμως, “εις τους αιώνας των αιώνων” προέκυψε η οιονεί βραχυλογία: Αιών=διάρκεια απεριόριστη, με αποτέλεσμα τη –σχεδόν κωμική– διαπίστωση του Μπάυρον.
Η ελληνική γλώσσα στην αρχαιότητα
Αυτό είχε γίνει αντιληπτό ήδη κατά τους Αρχαίους Χρόνους. Το επίθετο “αργός” π.χ. αρχικώς σήμαινε τον “λαμπρό”, τον “ταχύ”. Την εποχή της Pax Romana, όμως, η σημασία του είχε μεταβληθεί ριζικώς, με αποτέλεσμα Λατίνοι συγγραφείς να χαρακτηρίζουν ως Argonautas (= Αργοναύτες) τους “οκνηρούς βαρκάρηδες” του γλυκού νερού, δηλαδή εκείνους που ταξίδευαν μόνο σε λίμνες και ποτάμια.
Το ίδιο παρατηρείται και με πολλούς άλλους βασικής σημασίας όρους της ελληνικής γλώσσας. Η λέξη “βρώμα” π.χ. αρχικώς σήμαινε “έδεσμα”, “φαγητό”, ενώ σήμερα σημαίνει “δυσώδης ακαθαρσία”. Ο όρος “φυλακή” σήμαινε “φρουρά”, αλλά στις μέρες μας με αυτήν νοείται το “δεσμωτήριο”. Η λέξη “φάρμακον”, μάλιστα, είναι χαρακτηριστική αυτής της αμφισημίας των Ελληνικών: Κατά τους Αρχαίους Χρόνους είχε την έννοια και του “δηλητήριου”, αλλά και της “ιαματικής ουσίας”.
Σήμερα, όμως, σημαίνει “θεραπευτικό σκεύασμα”, ενώ το υποκοριστικό του “φαρμάκι” σημαίνει δηλητήριο. Το ρήμα “δουλεύω” σήμαινε “είμαι δούλος”, αλλά τώρα έχει την έννοια του “εργάζομαι”. Το ρήμα “παιδεύω” σήμαινε “ανατρέφω”, “μορφώνω” (ένα παιδί), αλλά σήμερα έχει την έννοια του “βασανίζω”. Το “χαλάω” σήμαινε “χαλαρώνω”, αλλά στα Νέα Ελληνικά έχει την έννοια όχι μόνο του “καταστρέφω” μα και εκείνη του “σκοτώνω”.
Τέλος, το επίρρημα “αυθαιρέτως” σήμαινε –όπως φαἰνεται και από τα συνθετικά του– “αυτοβούλως”, “με δική μου πρωτοβουλία”, “με (όλη μου) την καρδιά”. Τώρα πια, όμως, έχει την έννοια του “κάνοντας κατάχρηση δικαιώματος-εξουσίας”. Και η –ας το πούμε έτσι– πιο χαριτωμένη περίπτωση είναι εκείνη του επιθέτου “παλαιός”, που σήμαινε τον “μεγάλης ηλικίας”, τον “αρχαίο”, μα κατέληξε να σημαίνει, ως πρώτο συνθετικό, “άνθρωπο κακόβουλο”, “κακοποιό” (παλιάνθρωπος), καθώς και οτιδήποτε είναι άχρηστο, κυριολεκτικώς “για τα σκουπίδια” (παλιόπραμα).
Ελληνική γλώσσα: Η μητέρα των… αιρέσεων!
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τέτοια παραδείγματα παρά πολλά. Καλλίτερα όμως να επικεντρωθεί η προσοχή μας στην αιτία αυτού του φαινόμενου. Και έτσι, προσπίπτουμε στον αναπόφευκτο(!) Παπαρρηγόπουλο. Ο μέγας ιστορικός μας, πράγματι, υπήρξε ο πρώτος και μέχρι στιγμής ο μόνος που τόλμησε να κάνει διαπίστωση κολοσσιαίας σημασίας: «Μητέρα όλων των αιρέσεων του Χριστιανισμού είναι η ελληνική γλώσσα!».
Με τη δήλωσή του αυτήν, ο Παπαρρηγόπουλος έθεσε τον δάκτυλον επί τον τύπον σε μια από τις βασικές αιτίες του μεταξύ Δύσης και Ανατολής εκκλησιαστικού σχίσματος. Δεδομένου ότι βασικοί θεολογικοί-λειτουργικοί όροι ερμηνεύονταν στην καθ’ ημάς Ανατολήν γενικώς κατά το δοκούν, η Ρωμαϊκή Παποσύνη επέβαλε τη χρήση μιας αποκρυσταλλωμένης εκδοχής της μεσαιωνικής λατινικής γλώσσας, στο πλαίσιο της οποίας η έννοια κάθε σημαντικού όρου ήταν σαφώς καθορισμένη.
Σήμερα, βέβαια, βάσει καινοτομίας πρόσφατης, η λειτουργία των Δυτικών τελείται στην εκασταχού εθνική γλώσσα. Τα Λατινικά, όμως, παραμένουν η επίσημη γλώσσα του Βατικανού, ενώ κατάλοιπα αυτής της τελευταίας ανευρίσκονται και σε τυπικές εκφράσεις-επιγραφές ευρωπαϊκών χωρών. Τέτοιες είναι το περίφημο CH (=Confederatio Helvetica / Ελβετική Συνομοσπονδία) που παραμένει γραμμένο στις πινακίδες των ελβετικών αυτοκινήτων, αλλά και η προσφώνηση “Excellentissime Domine” (=Εξοχώτατε Κύριε), με την οποία οιονεί υποχρεωτικώς άρχιζε (και εν πολλοίς ακόμη αρχίζει) οποιαδήποτε αγόρευση σε εθνικές συνελεύσεις των Ούγγρων.
Ο Κ. Γεωργούλης για την ελληνική γλώσσα
Όθεν, το ερώτημα παραμένει: Γιατί συμβαίνει αυτό; Την οδόν προς ερμηνείαν του φαινομένου υπέδειξε ο σπουδαίος Έλληνας φιλόλογος Κωνσταντίνος Γεωργούλης (1894-1968), που είχε ασχοληθεί και με το ζήτημα των Ομηρικών Επών. Με σαφήνεια αυτός κατέδειξε ότι η γλώσσα του Ομήρου δεν είναι η ιωνική διάλεκτος, όπως και σήμερα πιστεύεται, αλλά ένα κράμα όλων των μορφών της ελληνικής γλώσσας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά τους πρώτους αιώνες της πρώτης χιλιετίας π.Χ.
Συνεπώς, κατέληξε ο Γεωργούλης, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είχαν χαρακτήρα “θρησκευτικώς εκπαιδευτικό”, είχαν δηλαδή γραφεί με σκοπό την ενοποίηση των λαών που εκείνους τους χρόνους βρίσκονταν εγκατεσπαρμένοι στην Ελλάδα. Εκ παραλλήλου, άλλωστε, ο Βρετανός ελληνιστής Gilbert Murray (1866-1957), θεμελιωτής της “Διεθνούς των Ανθρωπιστικών Σπουδών”, απέδειξε ότι ήδη από τους Αρχαίους Χρόνους εντάσσονταν στο Ελληνικό Έθνος λαοί διάφοροι που πρώτα θρησκευτικώς, μετά γλωσσικώς και τελικά πολιτιστικώς εξελληνίζονταν. Χαρακτηριστικό εν προκειμένω παράδειγμα υπήρξαν οι Καππαδόκες της Μικράς Ασίας, ο εξελληνισμός των οποίων υπήρξε σε τέτοιο βαθμό ριζικός, ώστε χάθηκαν ακόμη και τα ίχνη της δικής τους γλώσσας.
Εν ολίγοις, ευχερώς καταλήγει κανείς στη διαπίστωση που συνιστά “κοινό τόπο” στους κόλπους της ανά την υφήλιο ελληνικής Διασποράς: Το θρήσκευμα, δηλαδή η ελληνοορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού, όπως αυτή διαχέεται στο κλίμα των “πρεσβυγενών Πατριαρχείων” (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων), αποτελεί την ευρείαν οδόν ένταξης στο Ελληνικό μας Έθνος.
Έτσι, οι Έλληνες προσελκύοντας –σύμφωνα άλλωστε με την περίφημη ρήση του Ισοκράτους– μέσω της Θρησκείας και της Παιδείας ακόμη και Αφρικανούς (διαπίστωση του Φώτη Κόντογλου), συστηματικώς δηλαδή απορροφώντας και όχι απλώς προσοικειώνοντας ανθρώπους από λαούς διαφορετικούς μεταξύ τους, κατέληξαν να είναι “Έθνος ανάδελφον”.
Ελληνική γλώσσα και ιδιομορφίες
Ιδού όμως που αναδύεται το κρίσιμο ερώτημα: Τι σημασία μπορεί σήμερα να έχουν αυτά; Ευχερής η απάντηση: Η διεθνοποίηση των Ελληνικών, που διακαώς επιδιώκεται, προσκρούει σε εμπόδια κατ’ ουσίαν ανυπέρβλητα. Όπως ήδη επισημάνθηκε, η αμφισημία των λέξεων αποτελεί χαρακτηριστικό της γλώσσας μας ήδη από την Αρχαιότητα. Οι από τους αναγνώστες μας ηλικιωμένοι οπωσδήποτε θα θυμούνται την προτροπή των παλαιάς κοπής φιλολόγων, όποτε, μέσα στο σχολείο, τους γινόταν ερώτηση σχετικώς με τη σημασία λέξεων κειμένων ακόμη και πλατωνικών: «Να τη βρείτε από τα συμφραζόμενα!»
Αυτή η προσφυγή στα συμφραζόμενα, προκειμένου να γίνει κατανοητή η έννοια κάποιου όρου, συνιστά ιδιομορφία διαχρονική της Ελληνικής Γλώσσας. Επιπλέον, όταν γίνεται λόγος για διεθνοποίηση των Ελληνικών, σε ποια μορφή τους αναφερόμαστε; Στην πλασματική γλώσσα του Ομήρου; Στην κλασσική του Πλάτωνος; Στην Κοινή Αττική των Ευαγγελίων; Στην Καθαρεύουσα του Κοραή; Στη Δημοτική του 20ού αιώνα; Μήπως στα Ελληνικά που μιλάμε σήμερα;
Οι διαφορές μεταξύ τους είναι μεγάλες και ριζικής σημασίας. Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε συλλάβει το μέγεθος του προβλήματος και συνακολούθως προσπάθησε να το επιλύσει παρακινώντας τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη να συντάξει τη Γραμματική του. Το επίτευγμα αυτού του τελευταίου υπήρξε μέγιστο, διότι στο πλαίσιό του επιτυχώς γεφυρωνόταν το χάσμα μεταξύ μιας παραδοσιακώς αποκρυσταλλωμένης εκδοχής των Ελληνικών και της δημώδους μορφής τους, όπως αυτή η τελευταία είχε διαμορφωθεί τη δεκαετία του 1930. Περί τα τέλη, όμως, του περασμένου αιώνα, η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη ουσιαστικώς εγκαταλείφθηκε, με αποτέλεσμα την τωρινή λεξιπενία των νέων μας. Και η λεξιπενία, βέβαια, αυτή τεκμηριώνει τη συρρίκνωση της νοητικής ικανότητας των Νεοελλήνων.
Εγχείρημα χωρίς νόημα…
Άλλο επιχείρημα που συνήθως προβάλλεται είναι εκείνο κάποιων διεθνώς καθιερωμένων όρων, όπως “κινηματογράφος” (cinéma), “τηλέφωνο” (téléphone), “τηλέγραφος” (télégraphe) κ.ο.κ. Αυτή η κατά τη Νεότερη Περίοδο προσφυγή στη γλώσσα μας έχει αίτια εκκλησιαστικά! Η κατά το 1517 από τον Μαρτίνο Λούθηρο πυροδοτημένη ἐναρξη της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης (Προτεσταντισμός) επέβαλλε στους Διαμαρτυρόμενους Χριστιανούς την αποκοπή από τα Λατινικά, γλώσσα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και την αντικατάστασή τους με τα Ελληνικά.
Η προσπάθεια αυτή επέφερε την άνθηση των ελληνικών σπουδών στη Γερμανία, αλλά όπως φαίνεται από τη διαρκή καλλιέργεια των Λατινικών στις ΗΠΑ, τελικώς δεν έπιασε. Οι ελληνικής, άλλωστε, προέλευσης ιατρικοί όροι, που πράγματι υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις μεγάλες γλώσσες, οφείλονται στους Ιπποκράτη και Γαληνό: Αυτοί θεμελίωσαν την Ιατρική Επιστήμη και η απόδοση των όρων, τους οποίους αυτοί καθιέρωσαν σε γλώσσα άλλη από τα Ελληνικά αποτελεί εγχείρημα, όχι μόνο δυσχερές, μα και στην ουσία χωρίς νόημα.
Και η αναπόφευκτη κατάληξη: Ευγενής η προσπάθεια αναγωγής των Ελληνικών σε γλώσσα διεθνή. Δεν είναι καλλίτερα, όμως, συστηματικώς να μελετήσουμε τη γλώσσα μας, όπως αυτή μιλιέται και τελικώς διαμορφώνεται σήμερα; Η επιτυχής περάτωση ενός τέτοιου έργου ενέχει τη βεβαιότητα εκπλήξεων ιδιαιτέρως ευχάριστων…