Εμείς και το “θηρίο”…
07/06/2025
”Μη λογοδοτείς στην Εξουσία. Θα χάσεις το ταλέντο σου. Μόνο αγνοώντας την θα ‘χεις τη δύναμη να είσαι ισχυρός χωρίς αυτήν, και με το δικό σου πρόσωπο. Το ανθρώπινο…”, N. Γκάτσος, 1960
Το θηρίο νίκησε. Επειδή σε αυτή την κοινωνία την γονατισμένη και παραδομένη, την αγράμματη και φανατική, το θηρίο είναι μοιραίο να νικάει πάντα. Ελλείψει ουσιαστικής αντιστάσεως. Έστω κι αν πρόκειται για κάποιους νεοβάρβαρους, κάποιους προγλωσσσικούς που μόλις βγήκαν από τις σπηλιές τους. Ή, ακόμα χειρότερα, για κάποιους πονηρούς που ξέρουν να εκμεταλλεύονται και τις μάζες αλλά και τα εξηλιθιωμένα ΜΜΕ.
Γιατί το λέω αυτό; Επειδή πάλι έχω κατά νου τον βανδαλισμό της Εθνικής Πινακοθήκης αλλά και την πρόσφατη, επίσημη επιστροφή του καλλιτέχνη που τον προκάλεσε σε έκθεση του στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Χριστόφορος Κατσαδιώτης λοιπόν, μετά την ανέλπιστη προβολή που είχαν τα “αιρετικά” και βλάσφημα του έργα στην ομαδική του αλλόκοτου, επιστρέφει με μία σκοτεινή όσο και ποιητική κατάδυση στον κόσμο των προσωπικών του εικόνων, όπως μας λένε τα δελτία τύπου, χωρίς όμως να υπάρχει σ’ αυτή την περιπέτεια η παραμικρή αναφορά στις προκλητικές εικόνες που τον έκαναν, έστω και για λίγο, διάσημο.
Αν διαβάσουμε λόγου χάρη την παρουσίαση της έκθεσης του στο LIFO, θα διαπιστώσουμε με σχετική βαρεμάρα ότι ο δημιουργός χρησιμοποιεί τα ίδια κλισέ όπως εκατοντάδες άλλοι (εικαστικοί, ποιητές, σκηνοθέτες κλπ):
“…Παιδικές γκαζές πεταμένες στον δρόμο, κούκλες ή μέλη τους, φωτογραφικά οικογενειακά κειμήλια, σημειώσεις, αποκόμματα, φωτογραφίες έργων τέχνης και κινημάτων, ταμπέλες δρόμων, αντικείμενα που έχει μαζέψει από τα σκουπίδια –υπολείμματα της πόλης άχρηστα σε κάποιους, υλικό σκέψης και ανακύκλωσης για άλλους, που συλλέγει γιατί του κινούν αισθητικά το ενδιαφέρον και τα οποία κάποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει–, υφάσματα, κορνίζες από Ελλάδα και Γαλλία, μια κατάσταση που του υπενθυμίζει ότι η τέχνη είναι πολιτική. «Διαβάζοντας» τον τοίχο που συγκροτούν οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες με υφές που τον ενδιαφέρουν και μπορεί να χρησιμοποιήσει στη δουλειά του, όπως λέει ο ίδιος, διακρίνεται ένα μέρος της καλλιτεχνικής και κοινωνικής του προσωπικότητας.
«Για μένα αυτά είναι κομμάτια της ζωής μου που μαζεύω εδώ και δεκαπέντε χρόνια και όλα αυτά θα καταστραφούν στο τέλος, είναι όμως μια ευκαιρία να ξεκαθαρίσω την αποθήκη και τις αποθήκες του μυαλού μου» λέει…”.
Η ευκαιρία χάθηκε…
Μάλιστα. Όμως ο Κατσαδιώτης, έστω και άθελα του έγινε the talk of the day για πάμπολλες ημέρες επειδή ακριβώς υπονόμευσε μια κατεστημένη εικονοποιία συμβόλων κι έτσι εξερέθισε τους ανοϊκούς ή τους κουτοπόνηρους του χώρου. Τους επαγγελματίες της θρησκείας, της ιδεολογίας κ.λπ. εναντίον των οποίων δεν βάλλουν κατ’ έθος ούτε οι “πρωτοπόροι” ούτε οι “παραδοσιακοί”. Γι’ αυτό και παραμένει η σύγχρονη τέχνη μας εκτός μεγάλου ακροατηρίου ως υπόθεση των happy few. Αντίθετα, το συμβάν της Εθνικής Πινακοθήκης ήταν πραγματικά ένα χαστούκι αφύπνισης για την σύγχρονη τέχνη μας που είναι βυθισμένη στην υπνηλία και τη σύμβαση.
Αιφνίδια ο Κατσαδιώτης δήλωσε πως τα έργα τέχνης μπορούν να είναι αληθινά ενοχλητικά ακόμη και να προσβάλλουν ή να προκαλούν το μίσος (!) και δεν προορίζονται αποκλειστικά για τους αίθουσες συνεδρίων πολυεθνικών εταιρειών ή τα πολυτελή γραφεία μεγαλοδικηγόρων ή μεγαλογιατρών. Δεν αποτελούν με άλλα λόγια διακοσμήσεις αλλά τα όπλα σε μια διαπάλη ιδεών. Κι όμως… Ενώ είχε αυτή την τεράστια ευκαιρία στα χέρια του, δηλαδή να γυρίσει το παιχνίδι και να βάλει το θηρίο στη φωλιά του, δείχνοντας και στους υπόλοιπους τον οφειλόμενο δρόμο, την διέγραψε.
Προτιμώντας να δείξει εικόνες της προσωπικής του μυθολογίας κι όχι της συλλογικής αγωνίας. Έχασε δηλαδή για δεύτερη φορά την ευκαιρία να εξευτελίσει το θηρίο όπως συνέβη και πριν λίγους μήνες. Όταν ο ίδιος εξαφανίστηκε και άφησε την διοίκηση της Πινακοθήκης στην αρχή να προσβάλει ενοχικά (;) το έργο του – αφού δεν το υπερασπίστηκε – και μετά να το βάλει πίσω από αλεξίσφαιρο τζάμι λες και πρόκειται για τον Hannibal Lecteur.
Και έπειτα έσπευσε να εισπράξει άμεσα την επιτυχία του με άτομική, παρακαλώ, έκθεση στο μουσείο Μπενάκη. Τόσο γρήγορα τόσο απλά. Έχοντας όμως πρώτα αυτολογοκρίνει τον εαυτό του (γιατί περί αυτού πρόκειται) και εκθέτοντας – τί πρωτότυπο – τα υποκειμενικά του βιώματα, τις μύχιες εικόνες του εσωτερικού του κόσμου όπως εξάλλου τόσοι και τόσοι άλλοι συγγραφείς και καλλιτέχνες που απασχολούν μόνο το οικογενειακό τους περιβάλλον και όσους μπορούν να κερδίζουν χρήματα εκμεταλλευόμενοι το… πάθος τους.
Να γιατί υποστηρίζω ότι ο μαινόμενος βουλευτής τελικά κέρδισε. Όχι μόνο γιατί σέρνει τα θέματα της αισθητικής και της ελεύθερης έκφρασης στα δικαστήρια και τα τηλεοπτικά πάνελ αλλά κυρίως γιατί επιβάλλει απόλυτα στους καλλιτέχνες που έχουν κάτι να πουν τον κώδικα του φόβου και της αυτολογοκρισίας.
Αφού η εικόνα της εισβολής του, της βίας πάνω στο σώμα της έκφρασης, έχει καταγραφεί στο συλλογικό τους dna. Ποιός θα τολμήσει στο μέλλον να προκαλέσει πάλι το θηρίο; Ποιός επιμελητής δεν θα σκεφτεί από τούδε και στο εξής δύο και τρεις φορές μήπως και ενοχληθούν με τις επιλογές του όσοι εμπορεύονται σκάνδαλα; Ιδιαίτερα μετά την άθλια διαχείριση εκ μέρους της Πινακοθήκης της προσχεδιασμένης επίθεσης και του σάλου που επακολούθησε; Είμαστε τώρα για να μπλέκουμε; Όχι βέβαια! Άρα; Άρα το θηρίο νίκησε…
ΥΓ. Τις δυσοίωνες σκέψεις μου ως προς το μέλλον μιας τέχνης που αφορά σε ελάχιστους και την υπερασπίζονται αληθινά ακόμη πιο λίγοι, ήρθε να αποτελειώσει η ολοκληρωτική απουσία συναδέλφων καλλιτεχνών του Κατσαδιώτη κατά την βραδιά τον επίσημων εγκαινίων του, δηλαδή της δικαίωσης του. Μόνη, τιμητική εξαίρεση ο Τάσος Παυλόπουλος. Δηλαδή όλοι αυτοί που τότε μάζευαν υπογραφές και που έκαναν οργίλες δηλώσεις ή και διαδηλώσεις, απουσίασαν επιδεικτικά την νύχτα του θριάμβου του. Κι αυτό σημαίνει, φοβάμαι, πολλά περισσότερα πράγματα από μιαν απλή ολιγωρία.