Ένα αδιόρατο ”χαίρε” για το αστέρι μου!
19/02/2024Είχα πολύ καιρό να βγω με αστροφεγγιά, έτσι που την είχα σχεδόν ξεχάσει. Έβαψα βιαστικά τα χείλη μου ακούγοντας την κόρνα της φίλης μου από κάτω. Πέρασα μια καπνιά τις βλεφαρίδες μου κι έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, πριν ανοίξω την πόρτα να φύγω.
Στο ”μελιχρό φως της σελήνης”, όπως θα ‘λεγε και ο Παπαδιαμάντης, είδα τ’ αμάξι της σαν τέθριππο άρμα, λουστραρισμένο κι εβένινο!.. Άνοιξα με λαχτάρα την πόρτα και μπήκα.
– «Πάμε μια βόλτα στο Φάληρο;» με ρώτησε χαμογελαστή.
– «Και δεν πάμε… Σαν να έχω να βγω χρόνια…, έτσι μου φαίνεται…», μουρμούρισα μονολογώντας.
– «Σου φαίνεται, γιατί έτσι είναι!..», μου είπε με έμφαση εκείνη και το βλέμμα της με χάιδεψε στοργικά, σαν από μητρική έγνοια…
Το αμάξι χοροπήδησε απότομα, προσπερνώντας μια λακκούβα του δρόμου κι ύστερα έστριψε για το Φάληρο συντροφευμένο κι απ’ άλλα αυτοκίνητα που διέσχιζαν την παραλιακή λεωφόρο. Πήγαμε στην ψαροταβέρνα που πηγαίναμε πάντα και επιστρέφοντας σταματήσαμε κάπου έξω για παγωτό.
Στο διπλανό τραπέζι ένας ακορντεονίστας έπαιζε τα ”κύματα του Δουνάβεως” σ’ ένα ζευγάρι γλυκών ηλικιωμένων, που έδειχναν να ‘χουν περάσει μαζί τον κάβο ενάμιση αιώνα. «Μου θυμίζουν τους ηλικιωμένους που έβλεπα παλιά στις ‘περαντζάδες’ στο Φάληρο, όταν έπαιζαν σε παρέες κοντά στη θάλασσα και τραγουδούσαν τα δειλινά…», σκέφτομαι κι αναστενάζω νοσταλγικά.
– «Τι όμορφη που είναι η ζωή, όταν αγαπάς κι αγαπιέσαι, ε; Μη μου πεις… Αυτό δεν έχεις στο νου σου; Εεεπ, είμαι ψυχολόγος εγώ!.. Σε καταλαβαίνω με το πρώτο!..», έκανε χαχανίζοντας η Νέλλη δίπλα μου.
– «Κι όμως κάνεις λάθος!!!..», της είπα πεισματικά κοκκινίζοντας και, σε μια προσπάθεια να ψελλίσω τον αντίλογό μου, σήκωσα τα μάτια μου απεγνωσμένα προς τον ουρανό, που ήταν πλημμυρισμένος απ’ τις μικρές λαμπρές κουκκίδες των άστρων!
Ταξίδι στο άπειρο
Κάρφωσα συνεπαρμένη το βλέμμα μου σ’ ένα απ’ αυτά και το έχρισα για δικό μου!.. Το κοίταζα εκστατική, μαγεμένη απ’ τη λάμψη του, που κουβαλούσε θαρρείς ένα θριαμβικό ‘αλληλούια’ κι ένα αδιόρατο ‘χαίρε’… Ο κόσμος άρχισε ν’ αραιώνει, μόλις άρχισε να θροΐζει ο μπάτης κουβαλώντας τ’ αρώματα της θάλασσας. Η Νέλλη κούρνιασε στην αναπαυτική πολυθρόνα της, δυσφορώντας για τα μπερδεμένα μαλλιά της.
– «Να την κάνουμε, πριν αρχίσω να εκνευρίζομαι. Δεν τον αντέχω τον αέρα καθόλου. Το ξέρεις»…, είπε με σφυριχτή φωνή.
Αναστέναξα ελαφρά χαμογελώντας.
– «Αντίθετα, εμένα μ’ αρέσει!..», είπα χαριτολογώντας κι έσκασα ένα γελάκι πειραχτικό που την τρέλανε.
– «Σ’ αρέσει κι ας μας γέμισε σκόνη τα ρούχα και τα μαλλιά;» ρώτησε έτοιμη να εκραγεί.
– «Ναι, γιατί μ’ ένα στροβίλισμά του φέρνει τα πάνω κάτω στον κόσμο, αλλάζει το τοπίο, δημιουργεί!..», είπα ενθουσιασμένη και κάρφωσα τη θερμή μου ματιά στο αστέρι μου, που μ’ έγνεφε συμφωνώντας απ’ τον ουρανό.
– «Δημιουργία!.. Δημιουργικότητα!..», ψέλλισα μαγεμένη νιώθοντας πάνω μου, κοφτερό σαν λεπίδα, το βλέμμα της φίλης μου.
– «Τι λες; Δεν καταλαβαίνω…», ακούστηκε νευρική η φωνή της, έτοιμη να εκραγεί.
– «Τίποτα.., τίποτα… Αρκεί που καταλαβαίνω εγώ…», της είπα με νόημα κι έγειρα πίσω στην πολυθρόνα μου, αφήνοντας τον αλμυρό χνώτο του μπάτη να μου χαϊδεύει σαν χάδι το πρόσωπο.
– «Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα»…, είπε η Νέλλη υπαινικτικά, απαντώντας με τα λόγια του Καζαντζάκη στη λαχτάρα μου για δημιουργία.
Παραδομένη στις σκέψεις…
Συγκατένευσα μ’ ένα αδιόρατο κούνημα του κεφαλιού μου και παραδόθηκα στις σκέψεις μου, που έμοιαζαν παραδεισένια πουλιά της δημιουργίας και της δημιουργικότητας. Η πρώτη είναι προϊόν ανώτερης δύναμης, μαγικής, θείας, που σε παίρνει και σ’ ανεβάζει στ’ αστέρια!.. Η δεύτερη είναι επινοητικότητα, έμπνευση, δώρο ψυχής, έκσταση, σύλληψη, ιδέα, που πρέπει να γίνει πράξη, για ν’ απογειωθεί!..
Στο μυαλό μου περνούσαν ασυναίσθητα μεγάλοι ξένοι δημιουργοί, οι μεγαλύτεροι της Ευρώπης… Ο Μότσαρτ, ο Πικάσο, ο Τολστόι… Κι ύστερα οι δικοί μας πεζογράφοι και ποιητές, Νομπελίστες και μη, διακεκριμένοι και καταξιωμένοι στις καρδιές των ανθρώπων…
– «Η Ποίηση είναι δημιουργία, άρα τέχνη!.. Οπότε εσύ είσαι καλλιτέχνης!.. Δε συμφωνείς;» ρώτησα κάποιον ποιητή που γνώρισα πρόσφατα.
– «Για να είσαι δημιουργός, αν δεν είσαι θεός ή μάγος, πρέπει να είσαι καλλιτέχνης!.. Ναι, συμφωνώ και επαυξάνω, χωρίς άλλο!..», απάντησε εκείνος κολακευμένος.
– «Και την φαντασία πού την πας; Πού την κατατάσσεις;» τον ρώτησα όλο περιέργεια.
– «Σιγά…, σιγά…, γιατί μ’ έπιασε πονοκέφαλος με τις απανωτές ερωτήσεις», μου είπε χαμογελώντας και βιάστηκε να ξεκαθαρίσει την άποψή του. «Με τη φαντασία μπορείς να κάνεις τα πιο απίθανα πράγματα, μπορείς να δημιουργήσεις ολόκληρους κόσμους, μόνο που»…
– «Μόνο που αυτοί είναι αέρινοι, άπιαστοι, ονειρικοί…», συμπλήρωσα χαμογελώντας.
– «Ακριβώς!..», συμφώνησε εκείνος. «Δημιουργικότητα σημαίνει υλοποίηση, σημαίνει κάνω τις ιδέες πράξη!..».
– «Κι έτσι πλάθουμε κόσμους, δημιουργούμε καθημερινά νέες πραγματικότητες, επινοούμε πρωτότυπες και καινοτόμες λύσεις για τα προβλήματα που προκύπτουν καθ’ οδόν…», έκανα συνεπαρμένη.
– «Καθ’ οδόν…, όπως το λες», είπε ενθουσιασμένος εκείνος, γιατί η δημιουργικότητα δεν είναι στατική, αλλά ζωντανή, κινούμενη άμμος που πλαταίνει, βαθαίνει, υψώνεται και μαγεύει τα πλήθη, ανάλογα με την έμπνευση, τα πάθη και τα παθήματά της, που της βάζουν τρικλοποδιές μόνο όταν μπαίνει στη μέση το ”εγώ” και ο φόβος του δημιουργού…
Στον νου μου πέρασε, ασυναίσθητα, η εικόνα του John Lennon, που ήταν ο αγαπημένος της μητέρας μου. Ήταν απ’ τους πιο δημιουργικούς μουσικούς της δεκαετίας του ’70, το ήξερα, αλλά αυτό που μ’ έκανε να αναρωτιέμαι ήταν σε ποιο βαθμό επηρέασε την προσωπική του ζωή η δημιουργικότητά του, για να έχει την τέλεια ερωτική σχέση που είχε με την Yoko Ono…
H έκσταση μίας ιδέας
Έκλεισα τα μάτια μου κι άφησα το μυαλό μου να κατακλυστεί από εικόνες και λέξεις που ομόρφαιναν τη ζωή μου στο εκστατικό ταξίδι της!.. Εικόνες και λέξεις που ήταν το πρόπλασμα, για να δημιουργώ και να κοινωνώ με τους άλλους το πνεύμα και την ψυχή μου, τον ίμερο της αγάπης και της δημιουργικότητας…
Ένιωθα κιόλας το σπόρο μέσα μου για την υλοποίηση μιας νέας ιδέας!.. Ήταν σαν να περίμενα ένα παιδί!..
«Έχουν δίκιο όσοι λένε πως η τάση για δημιουργία μάς ανήκει», σκέφτηκα. «Υπάρχει μέσα μας απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε κι είναι στη φύση της ύπαρξής μας!..».
Άνοιξα τα νυσταγμένα μου μάτια με το βλέμμα καρφωμένο στ’ αστέρι μου. Ήταν πολύ μακριά για να το φτάσω, αλλά τόσο κοντά ψυχικά!.. Τα χείλη μου έπαιξαν για λίγο αμήχανα κι ύστερα ψέλλισαν ασυναίσθητα τους αγαπημένους μου στίχους:
– «Έλα, εκλεχτέ, σφιχτοπερίπλοκέ μου,
η ελπίδα μου κι η γλυκαπαντοχή μου.
Έλα, εκλεχτέ που ακαρτεράω και πιέ μου,
ροδέμνοστε και παγκαλόμορφέ μου
στη φούχτα μου εδώ μέσα την ψυχή μου!..»
– «Α, καλά… Πού τον θυμήθηκες τώρα τον Γρυπάρη… Κοντεύει να ξημερώσει και μας περιμένουν, για να κλείσουν το μαγαζί…», άκουσα τη φωνή της Νέλλης δίπλα μου κι ύστερα ένα παρατεταμένο χασμουρητό, που μου κόλλησε κι εμένα τη λαχτάρα για ύπνο.
Σήκωσα πάλι το βλέμμα μου στον ουρανό. Είχε αρχίσει κιόλας να γκριζάρει, σαν να ετοιμαζόταν να υποδεχτεί την αυγή που πλησίαζε. Τ’ αστέρι μου είχε ξεθωριάσει, μα η λάμψη του μες στην ψυχή μου λαμποκοπούσε ακόμη.
Σηκώθηκα σαν αυτόματο, άφησα τα χρήματα στο τραπέζι κι ήμουν έτοιμη να γυρίσω την πλάτη και να φύγω, όταν ένα ακαθόριστο συναίσθημα με κράτησε πίσω για ένα λεπτό. Η καρδιά μου πετάρισε με λαχτάρα κοιτώντας τ’ αστέρι μου, πριν να σβήσει στον ουρανό. Τα χείλη μου τρεμούλιασαν συγκινημένα, ίσα που να του στείλω ένα αδιόρατο ”χαίρε”:
Ύστερα, κάνοντας μια στροφή, ακολούθησα κατά πόδας τη Νέλλη που άνοιξε τον βηματισμό της και κατευθυνόταν σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος που είχε παρκάρει το αυτοκίνητο…