Ένα ζεϊμπέκικο για τον έρωτα και τη ζωή…
14/02/2024Εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό, γκρίζο σαν όλα τ’ άλλα, ο αέρας λαφροφυσούσε σαν μεταξένιος. Στο μικρό γραφείο η Πόλυ φυλλομετρούσε ανόρεχτα ένα ερμηνευτικό λεξικό ψάχνοντας το λήμμα μιας λέξης. Το βλέμμα της, λαθροκοιτώντας τις σελίδες στο πέρασμά τους, σκάλωσε τελικά σ’ αυτήν που έψαχνε: «Ζεϊμπέκικο: ελληνικός λαϊκός χορός που τον χόρευαν οι εξισλαμισμένοι Έλληνες Ζεϊμπέκοι της Προύσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας… Κατά τον Ηρόδοτο, η λέξη είχε αρχαία θρακική προέλευση και συμβόλιζε την αναζήτηση του πνεύματος με το σώμα, του θεού με τον άνθρωπο…».
Μπροστά της ένα ανοιχτό τετράδιο. Δίπλα ένα καλοξυμμένο μολύβι. Τα δάχτυλά της το σφίγγουν. Τρέμουν λιγάκι. Πώς να αρχίσει; Οι εικόνες του βραδινού γλεντιού ξετυλίγονται μπροστά της σαν σε όνειρο. Το μολύβι τρίζει πάνω στο άσπρο χαρτί μηχανικά. Τα όνειρα καταγράφονται, ζωντανεύουν…
Είναι αλήθεια πως πολλές φορές είδε να τον χορεύουν άνθρωποι κάθε ηλικίας σε μικρά και μεγάλα κέντρα διασκέδασης, σε οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις ή σε ταινίες στο σινεμά. Ποτέ της όμως δεν είχε νιώσει αυτό το κάτι, που ξεσηκώνει την ψυχή και την φέρνει στο κέφι, την απογειώνει. Απορούσε μάλιστα με τον τόσο ενθουσιασμό που συνέπαιρνε χίλιους δυο άλλους στο άκουσμα και μόνο ενός ζεϊμπέκικου.
Αυτά μέχρι χθες… Το μισό χαμόγελο μιας καλά κρυμμένης ειρωνείας που ζωγραφιζόταν άλλοτε στη θέα αυτού του χορού έσβησε ως δια μαγείας σ’ ένα κέντρο διασκέδασης του Επταπυργίου, όπου είχε πάει με την παρέα της, για να διασκεδάσει. Έριξε ένα αφηρημένο βλέμμα στην αρχή στην μικρή πίστα, όπου εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα. Η αδιαφορία έγινε περιέργεια και στη συνέχεια μαγεία μεθυστική ως το τέλο… Η λεβεντιά σε όλο της το μεγαλείο!
Το αργό τσάκισμα της μέσης έγινε ξαφνικά απότομο τίναγμα ενός ατέλειωτου κορμιού, αγαλματένιου, κι οι κυκλικές κινήσεις των χεριών του της θύμισαν φτερούγισμα κύκνου στον μεγαλόπρεπο χορό του πάνω στη λίμνη! Το κεφάλι, με την απολλώνεια κατατομή, φορές γυρτό προς τα πίσω με μάτια μισόκλειστα, μεθυστικά, κι ένα τσιγάρο αραγμένο στα μισάνοιχτα χείλη, κι άλλοτε σκυφτό, με βλέμμα στυλωμένο στο πάτωμα. Σ’ ένα τσάκισμα του γλυκόλαλου τραγουδιού, τα πόδια ξάφνου δεν ακουμπούν στη γη και μετά προσγειώνονται απαλά στηρίζοντας το βεργολυγερό κορμί, που εκτελεί παθιασμένα την κάθε του κίνηση στα βήματα του τραγουδιού!..
Η λαγνεία του χορού
Η Πόλυ έβγαλε έναν μικρό επιφώνημα ανακλαδίζοντας τα πόδια της, που είχαν μουδιάσει. Ένιωσε την ανάγκη να αποτυπώσει την κάθε του κίνηση. Μα δεν το έκανε. Θα ήταν αποτυχία. Το ήξερε…‟Αυτή η λαγνεία του χορού στο στριφογύρισμά του δεν καταγράφεται…”, σκέφτηκε μ’ ένα χαμόγελο και σήκωσε πάλι πάνω του το φλογερό της βλέμμα. Ο χορός ήταν προς το τέλος του. Τα γαλανά του μάτια – ίδια της θάλασσας το χρώμα – γυαλιστερά απ’ το ξάναμμα και τον καπνό, έφεραν ένα γύρο αφηρημένα. Μια στροφή ακόμα, η τελευταία, και το κορμί έγειρε μαζεμένο μέχρι το πάτωμα. Το τραγούδι τελείωσε, μαζί και η μαγεία της Ανατολής που κουβαλούσε.
Εκείνος σηκώθηκε αργά, περπάτησε προσεχτικά να μη γλιστρήσει πάνω στα λουλούδια που του έριχναν γνωστοί και άγνωστοι. Πήρε στα δάχτυλα το μισοτελειωμένο τσιγάρο και πλησίασε στο τραπέζι των φίλων του, που χειροκροτούσαν ακόμη ενθουσιασμένοι. Δεν είπε κουβέντα. Μόνο το έσβησε και χαμογέλασε όμορφα, μα κουρασμένα. Τα μάτια του έπεσαν σε μια φωτογραφία απέναντί του. Του θύμισε την πατρίδα του…
Κορίτσια κι αγόρια στα πατητήρια ποδοπατούσαν λογής-λογής σταφύλια, που έριχναν απ’ τα κοφίνια οι άλλοι. Η γλυκιά στιγμή μετά τον τρύγο. Η καρδιά του φτερούγισε. Έφερε μπροστά του το χωριό των γονιών του στο νησί, που έμοιαζε – κατά πώς λέει ο ποιητής – με χρυσοπράσινο μήλο ριγμένο στο πέλαγο…
Ζεϊμπέκικο: Χορός του καημού
Μπροστά στα μάτια του ανοιγόταν το δωμάτιο του καθιστικού. Η αδελφή του η Καλλισθένη κεντούσε σιγοτραγουδώντας έναν γλυκό σκοπό. Απ’ το ανάκλιντρο, παραδίπλα, ανασηκώθηκε ένας ηλικιωμένος άντρας. Ορθώθηκε αργά και το ψηλό σαν τις καλαμποκιές κορμί του δεν έλεγε να σκύψει απ’ τα χρόνια.
Ήταν ο πατέρας του!.. Πήρε να δοκιμάσει το κρασί και το ρακί που φτιάχναν στο σπίτι. Ήπιε μια γουλιά μονορουφηξιά, έτριψε ελαφρά τα χείλη και πλατάγισε τη γλώσσα του. ”Καλή σοδειά και η φετινή”, είπε ευχαριστημένος. Στο βάθος το βασίλειο της μάνας του. Η κυρία Ντάλια έστυβε ένα μεγάλο κομμάτι λεμόνι στην πιατέλα με τα μπαρμπούνια. Έφτασε μέχρι τ’ αυτιά του ο θόρυβος των πιατικών που άπλωνε στο τραπέζι για το βραδινό. Η μεγάλη ξυλόσομπα μοσχοβολούσε πεύκο και φρύγανα. Η γάτα τους η Καλυψώ πήδηξε απ’ τον καναπέ, όπου στρογγυλοκαθόταν αμέριμνη, και μπλέχτηκε στα πόδια της κυράς της νιαουρίζοντας για κανένα ψαράκι.
Η μυρωδιά του σπιτιού τους, η μυρωδιά των χρυσάνθεμων του κήπου τους, οι γνώριμες αγαπημένες ανασεμιές έφταναν θεϊκές στα ρουθούνια του και τον έκαναν να μελαγχολήσει. Όμως, να!.. Ήχησε σαν σάλπιγγα μέσα του η ανατολίτικη ομορφιά του ζεϊμπέκικου, που τον χόρευε ο πατέρας, ο παππούς κι ο προπάππος του. Χορός λεβέντικος στα πόδια ενός Έλληνα! Χορός του έρωτα και του καημού, της ταύτισης της ψυχής με το σώμα!..
Ένιωσε ξάφνου να ξυπνά από μια χαύνωση. Τι είχε πάθει; Θα ‘φταιγε το πολύ κρασί. Φωνές από παντού. Γιατί; Είδε να τον κοιτάζουν επίμονα. Η ορχήστρα άρχισε το ίδιο τραγούδι. ”Έλα, παλικάρι μου, να το ξαναχορέψεις”, του ζήτησε ο ιδιοκτήτης του κέντρου παρακλητικά. ”Κάντο για τις παρέες που το ζητάνε… Κάντο για την αγάπη… Κάντο για την ζωή…”.
Η ζωή, όσο ένα ζεϊμπέκικο..!
Η ζωή!.. Τι είναι η ζωή; Ένας χορός ζεϊμπέκικος!.. Να!.., σαν κι εκείνον που χόρεψε ο Ζορμπάς στον Καζαντζάκη!.. Ένιωσε ξάφνου σαν κι εκείνον. Άντρας λεβέντης, Έλληνας ως το κόκκαλο!.. Είδε τα μάτια της στραμμένα πάνω του. Πώς δεν την είχε προσέξει; Έδωσε μια, σαν μεθυσμένος, και βρέθηκε πάλι στην πίστα. ”Για τη ζωή!..,” φώναξε και ο χορός ξανάρχισε. ‘‘Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας” δονούσε τον αέρα…
Η Πόλυ τον έβλεπε εκστατική να χορεύει μέσα στην παραζάλη του κεφιού. Ακτινοβολούσε η κάθε του κίνηση!.. Κάποια στιγμή μαγική ο νέος γύρισε και την κοίταξε. Άπλωσε το χέρι και την κάλεσε κοντά του. Σηκώθηκε παραζαλισμένη με το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό του, που την κοίταζε πυρετικά. Τα πόδια της λύγισαν στην άκρη της πίστας κι έτσι γονατισμένη χειροκροτούσε τον άγνωστο που την μάγεψε. Ποτέ της δεν είχε νιώσει τέτοια έξαψη και τόσο υπέροχη χαρά! Ποτέ της δεν είχε νιώσει τόση ευτυχία!..
Στο μικρό κέντρο του Επταπυργίου ένα κύμα ευθυμίας ασυγκράτητης ξεσήκωσε τις παρέες στα τραπέζια. Ο χορός έφτασε στο τέλος του. Τα βήματα του χορευτή σύρθηκαν προς το μέρος της αναψοκοκκινισμένης Πόλυς. Τον κοιτούσε βουβή και αμίλητη. Τα πλούσια καστανά μαλλιά της κολλούσαν στο πρόσωπό της απ’ τον ιδρώτα. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και τα ‘σπρωξε απαλά προς τα πίσω. Ήτανε μούσκεμα κι οι δυο τους. Χαμογέλασαν κουρασμένα ο ένας στον άλλον και ξεκίνησαν τη γνωριμία τους…
Η Πόλυ παράτησε το μολύβι, πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο του δωματίου κι αγνάντεψε τα γκρίζα σύννεφα στον ουρανό. Άρχισε να ψιλοβρέχει. Ανασήκωσε την κουρτίνα και σκούπισε το θολό τζάμι με το χέρι της. Η βροχή δυνάμωνε σιγά σιγά. Στους δρόμους φάνηκαν οι πρώτες ομπρέλες. Άνοιξε το παράθυρο και ανάσανε βαθιά τον υγρό αέρα μισοκλείνοντας τα μάτια της.
Το όμορφο πρόσωπό του πέρασε σαν μαγική εικόνα από μπροστά της. Γεννήθηκε, της είπε, μια νύχτα φθινοπωρινή. Μόλις που είχε τελειώσει η γιορτή του τρύγου στο χωριό. Τα βαρέλια ξεχείλιζαν κρασί και οι παππούδες του είχαν στρωμένο γλέντι στο χαγιάτι προσμένοντας με λαχτάρα το πρώτο τους εγγόνι. Κι εκείνο ήρθε και μεγάλωσε με τον χορό και το τραγούδι στο αίμα του, με τη ζωή μες στην καρδιά του. Ο ερχομός εκείνης στη ζωή διάλεξε, αντίθετα, ένα βραδάκι ήσυχο του καλοκαιριού την ώρα που ο πατέρας της περίμενε σ’ ένα παγκάκι του κήπου γεμάτος όνειρα για το πρώτο παιδί του…
Να χαίρεσαι την στιγμή…
Η Πόλυ ένιωσε μια ξαφνική ανατριχίλα. Έκλεισε το παράθυρο βιαστικά. Αναστέναξε ελαφρά αφήνοντας την κουρτίνα να πέσει και γύρισε πάλι στη θέση της. Το μολύβι ξανάρχισε να τρίζει πάνω στο ημερολόγιο, όπου είχε αφήσει μισοτελειωμένο το γράμμα στην πεθαμένη της μάνα. ”Ξέρεις τι συλλογιέμαι, μητέρα; Πως οι χοροί που μου έμαθες ήταν καλοί και άγιοι, μα τούτος ο τελευταίος με σπρώχνει σαν δυνατός άνεμος να κάνω όνειρα… Γι’ αυτό μη φοβάσαι για μένα, θα τα καταφέρω!
Τώρα που σου γράφω, η βροχή άρχισε να πυκνώνει. Πάει για καταιγίδα, όπως φαίνεται, αλλά δεν με νοιάζει καθόλου. Σε λίγο θα έρθει να με πάρει η ζωή μαζί της. Τη φέρνει εκείνος που μου ‘λεγες από χρόνια να περιμένω. Θα περπατήσω μαζί του στο κίτρινο στρώμα από φύλλα αφήνοντας πίσω την παλιά μου ζωή, που τελείωσε με το στερνό σου ταξίδι…
Απ’ το παράθυρο πρόβαλε ένας αδύναμος ήλιος, που έριχνε τις ακτίνες του στο πρόσωπό της. Άφησε το μολύβι να γλιστρήσει από τα δάχτυλά της κι ανακάθισε στην πολυθρόνα της έτοιμη να δακρύσει. Όμως την τελευταία στιγμή πέρασαν σαν αστραπή απ’ τη σκέψη της τα λόγια εκείνου και συγκρατήθηκε. ”Μάθε να χαίρεσαι τη στιγμή, σαν να ‘ναι η τελευταία…”. Έσφιξε την καρδιά της και χαμογέλασε. ”Τι δίκιο που έχεις, Άγγελε”, σκέφτηκε. ”Η ζωή κρατάει όσο ένας χορός. Να, σαν κι αυτόν που μ’ έμαθες να χορεύω!.. Όσο ένα ζεϊμπέκικο..!”