Ένας νομπελίστας ανεπιθύμητος για τον Ερντογάν – Ποιος είναι ο Πέτερ Χάντκε

Ένας νομπελίστας ανεπιθύμητος για τον Ερντογάν - Ποιος είναι ο Πέτερ Χάντκε, Ελευθέριος Τζιόλας

 

Γράφω για τον Πέτερ Χάντκε όχι μόνο γιατί μίλησε εναντίον του ο Ερντογάν, κατηγορώντας τον –ποιός; ο Ερντογάν!– για ρατσιστή και υποστηρικτή της γενοκτονίας των μουσουλμάνων της Σρεμπρένιτσα. Όχι μόνο γιατί και πάλι ξεχειλίζει μια νοσηρή υποκρισία, ταυτόχρονα μ΄ έναν καθεστωτισμό στηριγμένο στην άγνοια και στη χειραγώγηση. Γράφω για τον Πέτερ Χάντκε, όχι τόσο ”γιατί ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου”, αλλά γιατί δεν μπορούμε να επιτρέπουμε μια προπαγάνδα των κυριάρχων ΜΜΕ να γίνεται ”αλήθεια” και ”πεποίθηση”.

Γράφω για τον Πέτερ Χάντκε, ασφαλώς γιατί το Νόμπελ του μου έδωσε την αφορμή. Ανακινώντας και πάλι ζητήματα περί αυτόν, αλλά στην ουσία, γιατί οφείλουμε να βλέπουμε πέρα και πίσω από την πλασαρισμένη άποψη, προκειμένου να υπερασπιζόμαστε ανθρώπους και δημιουργούς σαν τον καφκικό, αναμορφωτικό Χάντκε.

Στο κάτω-κάτω, το κάνω, γιατί το οφείλω σ΄έναν δημιουργό του οποίου το έργο του, από τα νεανικά μου χρόνια, με συγκίνησε βαθιά και με επηρέασε σημαντικά. Δεν μπορώ να μην τιμήσω τον δημιουργό των: “Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι”, “Αμέριμνη δυστυχία”, “Η μεγάλη πτώση”, “Η αριστερόχειρη γυναίκα”, “Κασπάρ”, ”Τα φτερά του έρωτα” (έγινε και αριστουργηματική ταινία από τον Βίμ Βέντερς)…

Ο Πέτερ Χάντκε και η Γιουγκοσλαβία

Ο 77χρονος Πέτερ Χάντκε (Peter Handke), αυστριακής καταγωγής, είναι μία τεράστια μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δραματουργίας του 20ου και 21ου αιώνα. Το όνομα του ερχόταν κι επανερχόταν, επί χρόνια, ως φαβορί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πολλοί, όμως, ήταν εκείνοι που στοιχημάτιζαν ότι δεν θα τα πάρει ποτέ. Πέρα από αυτή κάθε αυτή την τόλμη και την αντισυμβατικότητά του, που τον είχε οδηγήσει κάποτε να κριτικάρει την καθιερωμένη γερμανική λογοτεχνία για «περιγραφική ανικανότητα», ο Χάντκε ήταν από τις ελάχιστες προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, που είχε ταχθεί ανοιχτά κατά της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Είχε ταχθεί εναντίον των βομβαρδισμών της Σερβίας το 1999, υποστήριξε τον Μιλόσεβιτς και το 2006 πήγε στην κηδεία του.

Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στο χωριό Γκρίφεν της νότιας Αυστρίας (Καρίνθια). Ήταν ο νόθος γιος μιας πλύστρας σλοβενικής καταγωγής κι ενός Γερμανού στρατιώτη.
Το 1991, με ανοιχτή επιστολή του στα ΜΜΕ, αντιτάχθηκε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Κατήγγειλε ότι η σύσταση σλοβενικού κράτους «δεν υποκινούνταν από την παραμικρή ευγενική ιδέα, σε αντίθεση με τη συμβίωση των λαών που συνιστούσε το ιδεολογικό τουλάχιστον υπόβαθρο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας».

Το 1999 περιέγραφε τη ΝΑΤΟική θηριωδία στο Κοσσυφοπέδιο: «Στη Γιουγκοσλαβία, το ΝΑΤΟ έφτασε σ’ ένα νέο Άουσβιτς… Αυτός ο πόλεμος δείχνει μ’ έναν τρομακτικά αναπάντεχο τρόπο την αιώνια βαρβαρότητα… Τότε ήταν οι θάλαμοι αερίων και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Σήμερα είναι δολοφόνοι με τα κομπιούτερ από 5.000 μέτρα ύψος».

Ανεπιθύμητος για την Δύση

Ο Χάντκε δεν τόλμησε μόνο να μιλήσει. Τόλμησε να ταξιδέψει, να περπατήσει στους τόπους που έπεσαν οι βόμβες, στις πόλεις που κατέστρεψαν οι βόμβες, ανάμεσα σε νεκρούς και ξεκληρισμένους. Τόλμησε να γράψει. Διέσχισε την πρώην Γιουγκοσλαβία απ’ άκρη σ’ άκρη. Ταξίδεψε δυο φορές, ενώ η Δύση βομβάρδιζε τη χώρα. Κατέγραψε σε τέσσερα βιβλία του, τις μαρτυρίες του για μια χώρα που την έκαναν θρύψαλα οι “Αρειανοί”: «Ο Άρης επιτίθεται και από σήμερα η Σερβία και το Μαυροβούνιο, η Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας και η Γιουγκοσλαβία είναι η πατρίδα όλων όσοι δεν έχουν μετατραπεί σε Αρειανούς», ήταν το μήνυμα του Χάντκε στις 24/3/1999, μέρα έναρξης των νατοϊκών βομβαρδισμών.

Ο Χάντκε το 2007 κηρύχτηκε επίσημα «ανεπιθύμητος διανοούμενος» στη Γαλλία του Σιράκ και του Σαρκοζί. Ναι, του Σαρκοζί που πρωτοστάτησε και στη διάλυση της Λιβύης – και ιδού σήμερα! Απαγορεύτηκε το ανέβασμα θεατρικού έργου του στην Κομεντί Φρανσέζ! Ο διευθυντής του θεάτρου το ανακοίνωσε επισήμως: Ο Χάντκε “κόβεται”, γιατί αν και το έργο του γράφτηκε το 1989 (δηλαδή ουδεμία σχέση με τα γεγονότα στη Γιουγκοσλαβία), είναι υποστηρικτής της Σερβίας.

Η στάση του για τους Γερμανούς, Αυστριακούς, Βρετανούς, Γάλλους, με δυο λόγια τους συνασπισμένους, με τον ένα ή άλλο τρόπο, Δυτικούς, που υποστήριξαν δυναμικά και εξαρχής τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ήταν προβληματική. Δεν μπορούσαν να την αποδεχθούν, όπως επίσης και την άποψη του ότι το ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας καλύφθηκε μεροληπτικά από τα δυτικά ΜΜΕ για να νομιμοποιηθούν οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί. Φυσικά, δεν αποδέχθηκαν ούτε ότι ασπάστηκε το ορθόδοξο δόγμα. Όλα αυτά αποτέλεσαν σημεία σύγκρουσης με την καθεστωτική αντίληψη της Δύσης.

Παρών στην κηδεία του Μιλόσεβιτς

Ιδιαίτερα προβλήθηκε για να τον απομονώσουν και να τον ακυρώσουν, η θέση του ότι για τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα δεν ευθύνονταν οι Σέρβοι, όπως, επίσης, και η σχέση του με τον “εγκληματία πολέμου” Μιλόσεβιτς. Αυτή η απομόνωσή του έγινε δημόσια καταδίκη, όταν, το 2006, στην κηδεία του Σέρβου ηγέτη στο Βελιγράδι, ο Χάντκε εκφώνησε στα σέρβικα ένα σύντομο ποιητικό λόγο. Σύμφωνα, δε, με τους παρόντες, είπε μεταξύ άλλων το εξής: «Δεν γνωρίζω πλήρως την αλήθεια. Αλλά βλέπω. Ακούω. Αισθάνομαι. Θυμάμαι. Γι’ αυτό είμαι σήμερα εδώ, κοντά στη Γιουγκοσλαβία, κοντά στη Σερβία, κοντά στον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς».

Η ”πολιτική ορθότητα” των αποφάσεων και των πράξεων του δυτικού συνασπισμού για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η εμπλοκή στο σχέδιο αυτό παραγόντων και δυνάμεων από το εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας (της Κροατίας, της Βοσνίας, της Σλοβενίας), έδρασε, μέχρι και σήμερα, απαγορευτικά στο να τεθεί και να διερευνηθεί το ερώτημα: γιατί αυτή η στάση από τον Χάντκε;

Γιατί ένας Αυστριακός με ρίζες από τη Σλοβενία να θελήσει να υποστηρίξει τη Σερβία; Ελάχιστοι διερωτήθηκαν, ακόμα λιγότεροι προσπάθησαν να καταλάβουν. Κάποιοι τον “αθώωσαν”, κρίνοντας τις απόψεις του ως αποτέλεσμα ενός ανθρώπου που λόγω της λογοτεχνικής του ιδιοσυγκρασίας λειτουργεί αιρετικά. Κάποιοι στάθηκαν στην συνέπειά του να υπηρετήσει την ανάγκη μιας διαφορετικής αφήγησης.

Ένας νοσταλγός της γιουγκοσλαβικής ουτοπίας

Δεν είναι, όμως, κατά τη γνώμη μου, αυτές οι πραγματικές ερμηνείες και αξιολογήσεις για τον Χάντκε και την ανυποχώρητη στάση του. Αν και έχει ζήσει αποκλειστικά σε χώρες της Δύσης, ένιωθε πάντα μια αποστροφή προς αυτήν, την θεωρούσε αλλοτριωμένο πολιτισμικά σύστημα. Ένιωθε, ταυτόχρονα, μια έλξη για τη μητρική του καταγωγή. Την ενωμένη Γιουγκοσλαβία, το δύσκολο κοινωνικό και πολιτικό της πείραμα, τις θέσεις και προόδους της σ’ έναν κόσμο πόλωσης και συγκρούσεων.

Επισκεπτόταν τακτικά τη Γιουγκοσλαβία. Γοητεύονταν από τη γνησιότητα δημιουργιών και δημιουργών της κι από το πόσο και πώς κατόρθωνε να μη την αποσυνθέτει ο “πολιτισμός” της κατανάλωσης και της αλλοτρίωσης της Δύσης. Η Γιουγκοσλαβία ήταν στα μάτια του ένας τόπος γνήσιος και αυθεντικός. Ένα μέρος ιδανικό, μια κοινωνία που δεν είχε χάσει το στοίχημα. Η διάλυσή της ήταν γι’ αυτόν ο θάνατος μιας ουτοπίας. Ο Χάντκε είναι ένας σύγχρονος Κάφκα, ένας ανθρωπιστής πίσω από τη μοναξιά και το παράδοξο.

Πλούσιο συγγραφικό έργο

Ο Peter Handke (Πέτερ Χάντκε) έκανε το ντεμπούτο του στη λογοτεχνία το 1966 με το μυθιστόρημα Die Hornissen. Μαζί με το θεατρικό έργο “Publikumsbeschimpfung” (Offending the Audience, 1969), κατάφερε να εδραιωθεί στην λογοτεχνική σκηνή. Με τον στενό του φίλο, σπουδαίο σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς έχει σημαντική και παραγωγική συνεργασία.

“Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι” που κυκλοφόρησε το 1970 (στα ελληνικά το 1990 από τις εκδόσεις ”Σμίλη”) έγινε bestseller. Έκανε τον Χάντκε γνωστό σ’ όλο τον κόσμο και ώθησε τον Βιμ Βέντερς να γυρίσει την ομώνυμη, πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Έκτοτε η συνεργασία τους οδήγησε στις ταινίες: “Λάθος κίνηση”, “Οι όμορφες μέρες στο Αρανχουέθ”, και το αριστουργηματικό έργο: “Τα φτερά του έρωτα” (όλες σε σενάριο του Χάντκε).

Αναφέρουμε τις ελληνικές μεταφράσεις των μυθιστορημάτων του: το 1983, το μυθιστόρημα “Αμέριμνη δυστυχία” (εκδόσεις Νεφέλη) το θεατρικό του “Κασπάρ” (εκδόσεις Δωδώνη). Πιο πρόσφατα δείγματα, η επανέκδοση της εμβληματικής νουβέλας “Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι” το 2017 (εκδόσεις Δαρδανός) και “Η μεγάλη πτώση” το 2018 (Εστία).

Το 1971 αυτοκτόνησε η μητέρα του, που υπέφερε από κατάθλιψη. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε “Η αμέριμνη δυστυχία”, που είχε θέμα αυτό το γεγονός. Το 1973 διαλύθηκε ο γάμος του με την ηθοποιό Λίμπγκαρντ Σβαρτς, με την οποία είχε αποκτήσει μία κόρη. Του απονεμήθηκε το Βραβείο Γκέοργκ Μπίχνερ, το οποίο επέστρεψε το 1999, επειδή η Γερμανία συμμετείχε στους βομβαρδισμούς της Σερβίας.

Το 1990, μετά από μετακινήσεις του σ’ όλο τον κόσμο και με πολλούς τόπους κατοικίας (Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, ΗΠΑ), μετά και τη νοσηλεία του από κρίσεις πανικού, αγόρασε ένα σπίτι στη Σαβίλ κοντά στο Παρίσι, όπου ζει μέχρι σήμερα. Το 1991 γεννήθηκε η δεύτερη κόρη του, η Λεοκάντι. Το φθινόπωρο του 1996 παντρεύτηκε τη Σοφί Σεμέν. Από το 2007 έως το 2014 του απονεμήθηκαν τα Βραβεία Χάινε, Κάφκα και Νέστροϊ.

“Παιδί” του Τολστόι και του Ομήρου

Το 2014 τιμήθηκε με το διεθνές “Βραβείο Ίψεν”, που απονέμεται στον μεγαλύτερο συγγραφέα της υφηλίου. Ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία, μεταφέροντας στο σινεμά δύο δικά του βιβλία, το “Η αριστερόχειρη γυναίκα” (εκδόσεις Μελάνι) και “Η απουσία” (εκδόσεις Δωρικός), καθώς και το μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντιράς “Η αρρώστια του θανάτου” (εκδόσεις Εξάντας). Έγραψε δεκάδες ακόμα μυθιστορήματα, που φανέρωσαν έναν ακατάβλητο εξερευνητή της ανθρώπινης κατάστασης.

Κατέστησαν σαφές ότι το επίπεδό του ήταν τέτοιο που θα δικαιολογούσε κάποτε μια διάκριση όπως αυτή του Νόμπελ (όσα το βραβείο συμβολίζει). Στα κείμενά του υπάρχει ένα καφκικό φίλτρο, «ο Κάφκα είναι το μοντέλο», έχει δηλώσει. Ταυτόχρονα κυριαρχεί μια αδιόρατη νοσταλγία, δοσμένη με μια πρόζα συνειρμική και μελαγχολική. Άλλοτε αφήνεται σε γλωσσικούς πειραματισμούς, προσπαθώντας να μετασχηματίσει την παραδοσιακή χρήση της γλώσσας.

Ο Χάντκε διατηρεί στενούς δεσμούς με την Ελλάδα, την οποία έχει επισκεφτεί πολλές φορές και ειδικά όσο ακόμα ζούσε ο αδελφικός του φίλος Έλληνας ποιητής Δημήτρης Άναλις. Τον διέκρινε και τον διακρίνει η αφοσίωσή του και η σταθερότητα στις φιλικές του σχέσεις (με απλούς ανθρώπους και με δημιουργούς). Έχει μεταφράσει με παραδειγματικό τρόπο στα γερμανικά, μεταξύ άλλων, τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.

Η Σουηδική Ακαδημία στην απόφασή της για την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας σημειώνει: «για το επιδραστικό του έργο που με γλωσσολογική επινοητικότητα έχει διερευνήσει την περίμετρο αλλά και την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης εμπειρίας».
Ο ίδιος δήλωσε: «Είμαι συγγραφέας, προέρχομαι από τον Τολστόι, τον Όμηρο, τον Θερβάντες».

Τραγούδι της παιδικής ηλικίας

Θα κλείσω το σημείωμά μου, με το υπέροχο ποίημα του Πέτερ Χάντκε, “Τραγούδι της παιδικής ηλικίας” (Lied Vom Kindsein), το οποίο έγραψε ειδικά για την ταινία “Τα Φτερά του Έρωτα”, που σκηνοθέτησε ο Βιμ Βέντερς.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
περπατούσε με κρεμασμένους ώμους,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι ρέμα πελώριο, πλατύ
και η λακκούβα αυτή με νερό να είναι η θάλασσα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι είναι παιδί,
όλα τα πράγματα το γέμιζαν χαρά
και όλες οι χαρές ήτανε μία.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε γνώμη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες,
καθόταν συχνά στα πόδια του
και άρχιζε ξαφνικά από το τίποτα να τρέχει,
είχε στα μαλλιά μια κορφή
και δεν έπαιρνε ύφος στις φωτογραφίες.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ήταν η εποχή για τις εξής απορίες:
Γιατί αυτός είμαι εγώ και δεν είμαι εσύ;
Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί;
Πότε άρχισε ο χρόνος και πού τελειώνει ο κόσμος;
Μην είναι άραγε μόνο ένα όνειρο η ζωή στη γη;

Μην είναι ό,τι βλέπω και ακούω και μυρίζω
μόνο το είδωλο ενός κόσμου πριν τον κόσμο;
Υπάρχει αλήθεια τo Κακό και άνθρωποι
που είναι πραγματικά κακοί;
Πώς γίνεται, εγώ, που υπάρχω,
να μην υπήρχα πριν να υπάρξω
και πώς μια μέρα εγώ, που είμαι,
δεν θα είμαι πια αυτός που είμαι;

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
του έφερνε αναγούλα το σπανάκι, ο αρακάς, το ρυζόγαλο
και το βραστό κουνουπίδι,
τώρα όμως τα τρώει όλ’ αυτά –όχι μόνο γιατί πρέπει.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε μια φορά σε ξένο κρεβάτι,
τώρα όμως νομίζει πως ξυπνάει συνέχεια σε ξένο
πολλοί άνθρωποι του φαίνονταν όμορφοι,
τώρα όμως του μοιάζει ευτύχημα να δει ωραίους ανθρώπους
είχε μια καθαρή εικόνα για τον Παράδεισο,
που τώρα έχει απομείνει μια μάλλον θολή υποψία
του ήταν αδύνατον να διανοηθεί το Τίποτα,
ενώ τώρα ανατριχιάζει με τη σκέψη.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έπαιζε μ΄ενθουσιασμό,
ενώ σήμερα αισθάνεται δοσμένο σε ένα πράγμα όπως τότε,
μόνο όταν αυτό το πράγμα είναι η δουλειά του.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
του έφτανε ένα μήλο, λίγο ψωμί
και το ίδιο είναι και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
τα μούρα βάραιναν στη χούφτα του μόνο σαν μούρα
και το ίδιο είναι και τώρα
η γλώσσα του γινότανε στυφή απ΄τα χλωρά καρύδια
όπως και τώρα,
σε καθεμιά βουνοκορφή
ένιωθε μια λαχτάρα για μια ακόμα πιο ψηλή,
σε κάθε πόλη λαχταρούσε
μια ακόμα πιο μεγάλη
και το ίδιο είναι και τώρα.

Σκαρφάλωνε να φτάσει τα κεράσια της ψηλότερης κορφής με μια τρελή χαρά
και το ίδιο παραμένει και τώρα
είχε για τους αγνώστους την ίδια ντροπή
που νιώθει και τώρα
περίμενε το πρώτο χιόνι,
όπως το περιμένει και τώρα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
σημάδεψε το δέντρο μ’ ένα ξύλο μακρύ,
που εκεί πάλλεται ακόμα και τώρα.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx