Ένας Γερμανός γλύπτης στο Μεταξουργείο
08/11/2021Πρώτος δάσκαλος της Πλαστικής και της Γλυπτικής στο αθηναϊκό Σχολείο των Τεχνών είναι ο Γερμανός γλύπτης Christian Heinrich Siegel (1806-1883). Βρίσκεται στην Ελλάδα από το 1834-35, έχοντας ολοκληρώσει σπουδές γλυπτικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Αμβούργου, ως συνεργάτης του Δανού αρχιτέκτονα Hans Christian Hansen (1803-1883), ο οποίος θα ανοικοδομούσε το συγκρότημα Γεώργιου Καντακουζηνού (1786-1857) στο Μεταξουργείο, στη γωνία των οδών Μυλλέρου και Λεωνίδου.
Το φθινόπωρο του 1838 ο Siegel φτάνει στο Ναύπλιο, με διαταγή του πατέρα του βασιλιά Όθωνα, βασιλιά Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας (1786-1868), προκειμένου να δημιουργήσει ηρώο για τους θανόντες στην Τίρυνθα από κοιλιακό τύφο το 1833 και το 1834 αξιωματικούς και στρατιώτες της Βασιλικής Βαυαρικής Μεραρχίας. Τη θανατηφόρα αρρώστια την είχε προξενήσει η βρώση κίτρινων αγγουριών (μάλιστα οι ντόπιοι ονόμαζαν περιπαικτικά το μνημείο “αγγουρώο”!), άβραστων κολοκυθιών, βρασμένων πεπονιών, σκύλων, γατών, κ.ά. Το μνημείο είναι λιοντάρι σκαλισμένο σε βράχο της Πρόνοιας, του προαστίου στο οποίο είχε αποβιβαστεί ο Όθων και το βαυαρικό σώμα.
Διαπνεόμενος από αγάπη για την Ελλάδα, σε σημείο που να φοράει ελληνική ενδυμασία, εξελληνίζει το επώνυμό του: Σίγελος. Συμμετέχει έως το 1842 σε μαρμαρικές εργασίες για το κτήριο των Νέων Ανακτόρων, ενώ εργάστηκε στην αναστήλωση των μνημείων στον βράχο της Ακροπόλεως. Δούλευε προπλάσματα έργων του στην κατοικία του, η οποία στεγαζόταν το 1840 στο ισόγειο του συγκροτήματος Καντακουζηνού.
Στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας
Το 1847 γίνεται διδάσκαλος της Πλαστικής και της Γλυπτικής στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπου διδάσκει έως το 1859, με απόδοση άριστη. Μαθητές του υπήρξαν οι αδελφοί Κόσσοι, ο Δημήτριος (1819-1872) και ο Ιωάννης (1822-1873), καθώς και οι αδελφοί Φυτάλη, ο Γεώργιος (1830-1880) και ο Λάζαρος (1831-1909). Φιλοτέχνησε προτομές, ανάμεσα στις οποίες της Αμαλίας και της αυλικής κυρίας Julia von Nordenflycht.
Ζει σε παράσπιτο του Αυστριακού αρχαιολόγου και πρεσβευτή Georg Christian Gropius (1776-1850), επινοικιάζοντας το συγκρότημα Καντακουζηνού, εμπλεκόμενος σε συνεχείς δικαστικές διενέξεις με την ιδιοκτήτρια του συγκροτήματος Καντακουζηνού εταιρεία μεταξουργίας, κρατώντας μισό στρέμμα στην οδό Κεραμεικού, ενώ διατηρούσε και την κυριότητα δωματίων στην οικία Καντακουζηνού. Έχει όμως οικονομικά προβλήματα που τον υποχρεώνουν να δανείζεται. Εκθέτει μικρογλυπτά του στην οδό Ερμού.
Επιχειρηματίας μαρμάρων
Το 1849-50 διατηρεί λατομείο μαρμάρου στους Αχινούς της Τήνου. Στη Διεθνή Έκθεση Λονδίνου το 1851 παρουσίασε μάρμαρο που εντυπωσίασε τον βασιλιά της Πρωσίας Φρειδερίκο Γουλιέλμο Δ’ (1795-1861), σε σημείο τέτοιο που να παραγγείλει να το αγοράσει για λογαριασμό του ο πρόξενός του στη Σύρο Karl Kloebe.
Έχει διατυπωθεί μάλιστα η υπόθεση ότι Siegel και Kloebe συνεταιρίστηκαν. Το 1851 φιλοτέχνησε σε φυσικό μέγεθος άγαλμα του Αγίου Ανσγαρίου για τον ναό του Αγίου Νικολάου στο Αμβούργο και τιμήθηκε από τον βασιλιά Λουδοβίκο τον Α’ της Βαυαρίας με το παράσημο των ιπποτών του τάγματος του Αγίου Μιχαήλ.
Το 1852 ανέλαβε την αποπεράτωση του μεταξουργείου του Augustus Wrampe & Co με κτηριακή προσθήκη επί της οδού Κεραμεικού. Στις αρχές του 1853, ιδιοκτήτης πλέον της προσθήκης, εξασφάλισε αστυνομική άδεια να ανεγείρει κατοικία. Το 1855 συμμετείχε στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, εκθέτοντας δύο νεοκλασικιστικούς λυχνοστάτες από έγχρωμα ελληνικά μάρμαρα. Το 1856 αναστήλωσε τον Λέοντα της Χαιρωνείας, αποδίδοντάς τον σκυμμένον και πάνω σε ψηλό βάθρο.
Το 1857 επιδόθηκε σε μαρμαροφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες στη λακωνική Μάνη. Είχε ανακαλύψει, με κίνδυνο της ζωής του, πεζός και οπλισμένος ανάμεσα σε ληστές, στα λακωνικά βουνά το αρχαίο λατομείο μαρμάρου στη Λάγια Λακωνίας, του ερυθρού ταιναρίου λίθου. Δυο χρόνια αργότερα, το 1859, κατέχει μεγάλο μέρος λατομείων μαρμάρου στην Οξωμεριά της Τήνου, που βγάζει το oνομαστό πράσινο μάρμαρο με τις λεπτές φλεβώσεις, τον οφίτη λίθο. Έτσι το 1861 εμπορεύεται δύο έγχρωμα μάρμαρα, το κόκκινο και το πράσινο.
Μνημείο του στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών
Το 1864 φιλοτέχνησε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών το μνημείο της Elisabeth Wekberg (1795-1864), ανάγλυφο Πενθούν Πνεύμα, άγγελο που κρατάει ανεστραμμένο δαυλό αναμμένον ακόμα, μνεία στη ζωή που σβήνει, ενώ στα πόδια του παραστέκει γλαύκα, αναφορά στον θάνατο, ο amor mortis. Ο άγγελος ακολουθεί τον τύπο του ταφικού βωμού του Caecilius Ferox από το Palazzo Mattei-Massimo-Albani-Del Drago της Ρώμης. Το μοτίβο αυτό δεν το εισηγείται ο Siegel στη νεοελληνική γλυπτική.
Προηγουμένως, το έχουν δώσει δύο Έλληνες γλύπτες σε παραλλαγές στο ίδιο νεκροταφείο: το 1853 ο Ιάκωβος (Γιακουμής) Μαλακατές (1808-1903) στο οικογενειακό μνημείο του φιλικού Κυριακού Κουμπάρη (†1859), το 1856 στο μνημείο Μιχαήλ Σκαλιστήρη (†1856) και τον ίδιο χρόνο ο Λάζαρος Φυτάλης στο μνημείο Θεόδωρου Λουριώτη (†1855). Είναι αυτά που βλέπει κατά την επίσκεψή της στο Α’ Κοιμητήριο και τα μνημονεύει το 1863 η ζωγράφος και συγγραφέας Dora d’Istria (Ελένη Γκίκα, 1828-1888). Ο Μαλακατές και ο Φυτάλης γνωρίζουν τον τύπο του Πενθούντος Πνεύματος από δειγματολόγια εικονογραφικών τύπων για μνημεία.
Το καλοκαίρι του 1879, με τον μαθητή του Λάζαρο Φυτάλη και με τον καθηγητή της Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευθύμιο Καστόρχη (1810-1889) στη Χαιρώνεια, σε ανασκαφή που διεξαγόταν υπό την εποπτεία του καθηγητή της Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπυρίδωνος Φιντικλή (1820-1894) και του εφόρου αρχαιοτήτων, συμβούλου της Αρχαιολογικής Εταιρείας Παναγιώτη Σταματάκη (†1885), αναζήτησε τον στηλοβάτη του μνημείου. Στις 12 Νοεμβρίου 1880 ο Siegel προτείνει να ανασκαφεί και ο χώρος της Χαιρώνειας.
Το τέλος μιας δημιουργικής πορείας
Τιμημένος με τον τίτλο του ιππότη, αγαπώντας θερμά την Ελλάδα, άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 12 Σεπτεμβρίου 1883. Με αφορμή τον θάνατό του, στον αθηναϊκό ημερήσιο Τύπο δημοσιεύονται ορισμένα επιπλέον στοιχεία: ο Όθων τού είχε αναθέσει να εξετάσει την ορυκτολογία στην Ελλάδα και στις ερευνητικές περιπλανήσεις του ανακάλυψε αρχαία λατομεία της Τήνου και της Λακωνίας.
Το οικογενειακό μνημείο του, στο Τμήμα Διαμαρτυρομένων του Α’ Κοιμητηρίου Αθηνών, αποτελείται από κίονα σε πράσινο μάρμαρο, ο οποίος στο πάνω μέρος του φέρει τεφροδόχη. Ο παλαιός συνεταίρος του στις λατομικές επιχειρήσεις της Τήνου Kloebe έσπευσε να αποκτήσει και τα δύο λατομεία του Siegel στους Αχινούς και στην Οξωμεριά, εξακολουθώντας να τα λειτουργεί.
Μετά και από τον δικό του θάνατο, στη δεκαετία του 1880, η εταιρεία πτώχευσε, για να φτάσει το 1900 να αγοραστεί από την αγγλική εταιρεία Marmor Ltd, τη μετέπειτα Grecian Marbles Ltd, που εκμεταλλευόταν το βαθυπράσινο μάρμαρο και το πράσινο με μαύρες φλέβες, τον οφίτη λίθο. Σε δημοπρασία του οίκου Bolland & Marotz της Βρέμης τον Οκτώβριο του 2001 αποδόθηκε στον Siegel σχέδιο με υδροχρώματα, μαύρο και κόκκινο κραγιόνι σε χαρτί, το οποίο είχε θέμα του μελέτες αγοριών, σκύλου και ενδυμασίας.